Menu

To “The Understanding” θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει το ιδανικό soundtrack του καλοκαιριού. Αυτο το “ιδανικό” βέβαια παίζεται λίγο… Οι Νορβηγοί κατάφεραν να βγάλουν ενα αρκετά καλό δεύτερο album – μετά το “Melody AM” που είχε λάβει πολύ καλές κριτικές απο την πλειονότητα του κόσμου. Ο ήχος του group και του δίσκου μάλλον απροσδιόριστος είναι, πάντα όμως σχηματισμένος πάνω σε ηλεκτρονικές βάσεις. Electropop, ambient, soft φωνητικά με συνοδεία από strings και ονειρικά synths αλλά και σχεδόν funky ήχοι σε ένα album σαφώς πιο πλούσιο – μουσικά αλλά και φωνητικά – από το προηγούμενο.

Η αποκάλυψη του δίσκου είναι το τρομερό “What Else Is There” με guest φωνητικά από την Karin Dreijer, που τραγουδάει με έναν πραγματικά πολύ χαρακτηριστικό τρόπο που είτε θα λατρέψετε είτε θα …μισήσετε. Το πολύ όμορφο “Dead To The World” θυμίζει AIR – σε ακόμα πιο ethereal έκδοση όμως, όπως και το “Someone Like Me”, το οποίο θα μπορούσε ανετα να είχει γραφτεί απο το προαναφερθέν αγαπημένο γαλλικό ντουέτο, ενώ το “Only This Moment” (πολυπαιγμένο στο ελληνικό ραδιόφωνο) είναι ίσως η πιο εμπορική στιγμή του δίσκου, αλλά στο μυαλό μου φέρνει ακόμα και hitάκια στυλ Savage Garden (!), χωρίς αυτό να είναι αναγκαστικά κακό, βέβαια… Περισσότερα “Royksopp – The Understanding”

Αντί Προλόγου…
(γράφει ο Σπυρέας Σιντ)

Το Bizar πρωτοκυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1996. Συνολικά δημοσιεύθηκαν μόλις 2 τεύχη τα οποία αφορούσαν κυρίως στον hard rock/metal χώρο (συνεντεύξεις Saviour Machine, Leviathan κ.ά αφιερώματα Pearl Jam, Danzig κ.ά) τα οποία έλαβαν καλές κριτικές από τα μόνα διαθέσιμα έντυπα μέσα της εποχής που έδιναν σημασία στον underground indie (sic) χώρο (Metal Hammer και Metal Invader – το internet ήταν πολύ μακριά ακόμα).

Το 3ο τεύχος, το οποίο από άποψης θεμάτων ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει το 1997, θα ήταν πολύ μπροστά σε σχέση με τα 2 πρώτα, με συνεντεύξεις από Paradise Lost, Theater of Tragedy, Venom, Soul Cages, Flowers of Romance, Septic Flesh και ένα πλήθος άλλων θεμάτων απο ένα πιο ευρύ φάσμα ενδιαφέροντος καθώς και μια πολύ πλούσια στήλη για demos ελληνικών groups και συνεντεύξεις, κάτι που μας είχε οδηγήσει σε μεγάλα σχέδια (έγχρωμες μαζικές εκτυπώσεις και κυκλοφορία μέσω δισκάδικων) οι οποίες όμως όλες έπεσαν στο κενό, αφού οι υπολογισμοί μας ήταν τελείως εκτός πραγματικότητας και το βάρος των Πανελληνίων μας συνέθλιψε. Περισσότερα “Flowers Of Romance – μια συνέντευξη (1997) που δεν είδε ποτέ το φως”

Μια από τις ελάχιστες συναυλίες του είδους που έχουν λάβει χώρα στα ΒΠ, είναι από μόνη της γεγονός! Όμορφο το θέατρο και ο χώρος, εύκολη πρόσβαση κτλ.

Λοιπόν, ήταν μια καλή ευκαιρία για να βρεθούμε και να τα πούμε καλοκαιριάτικο! Έχω την εντύπωση ότι ένα μεγάλο ποσοστό της αθηναϊκής goth σκηνής βρέθηκε εχθές στις εξέδρες του θεάτρου. Φευ, διότι τελικά ήταν αυτοί και πολύ λίγοι ακόμα φίλοι της μουσικής μας. 200 άτομα περίπου. Κρίμα…

Ωστόσο το μουσικό περιεχόμενο ήταν πολύ ενδιαφέρον.

Oι Garden of Delight επανήλθαν στη χώρα μας, έστω και με τριμελή σύνθεση. Τους είχα δεί και στο Gagarin, αλλά τώρα με κέρδισαν! metal και ηλεκτρονικό στοιχείο υπό τις …ευλογίες του frontman, ο οποίος διατηρεί μερικούς πιστούς οπαδούς τους οποίους και δεν απογοήτευσε. Δεν ξέρω αν τους ξενερώσανε οι άδειες εξέδρες, παίξανε όμως ένα πλήρες σετ και 4 encore και θα συνεχίζανε, αν δεν υπήρχε η απειλή της …αστυνομίας!!!

Opened Paradise: προοδεύει το σχήμα είναι η αλήθεια. Έχουν δέσει και πρέπει να πώ ότι ο κιθαρίστας μου αρέσει ιδιαίτερα. Goth metal θα χαρακτήριζα τον ήχο τους. Καλή σκηνική παρουσία. Εντάξει, δεν είμαι και ο πλέον ειδικός επί του ήχου αυτού, ωστόσο μου αρέσαν. Ίσως 1-2 τραγούδια λιγότερα να έκαναν την εμφάνισή τους πιο ξεκούραστη (γνώμη μου…)

Blue Bitds Refuse to Fly: Για πολλούς ο λόγος να έρθουνε στο θέατρο! Μια εκ των σπάνιων εμφανίσεων του σχήματος που έχει τις προδιαγραφές (και την …κρίσιμη ιστορική “μάζα”) να γράψει την δική του ιστορία! Τραγούδια από τον διαθέσιμο αλλά και τον επόμενο δίσκο. Πολύ καλή η παρουσία της τραγουδίστριας (Ευαγγελία, αν θυμάμαι καλά) που ελέγχει την σκηνή, διαθέτει ερμηνευτική ικανότητα (μου αρέσαν τα γερμανικά, με την …κοριτσίστικη χροιά!) και συνολική παρουσία που κερδίζει τα βλέμματα!

Past Perfect: Άλλο ένα σχήμα που είχα καιρό να δώ. Αν και αντιμετώπισε λίγα προβλήματα τεχνικής φύσεως, εν τούτοις αποδώσανε και αυτοί τις συνθέσεις του δίσκου τους, με ελαφρές συνθετικές παραλλαγές. Το ότι πάιξανε με ήλιο σίγουρα αφαίρεσε κάτι από τη …σκοτεινή ερμηνεία του B-Abyss και της παρέας του, αλλά κατά τα άλλα, όλα καλά!

Device Element: ατμοσφαιρικό death metal, με ηλεκτρικό βιόλι! Δεύτερη μόλις συναυλιακή παρουσία για το σχήμα, που έχει παράπονα για τον ήχο του. Ωραία επιλογή πάντως για το ξεκίνημα, αν και η ζέστη δεν βοηθούσε συνολικά την κατάσταση.

Λοιπόν, μακάρι να γινόντουσαν περισσότερα live τέτοιου είδους, όπου η έμφάνιση ελληνικών σχημάτων είναι πιο ουσιαστική και το κοινό έχει άλλη -πιο χαλαρή- διάθεση. Και καλό το γεγονός της επίσκεψης τέτοιων ξένων σχημάτων. Πλήν όμως, με τόσο χαμηλή προσέλευση, δύσκολα τα βλέπω τα πράγματα. Δυστυχώς, αν ένα τέτοιο line up δεν καταφέρνει να μαζέψει έστω 400 άτομα, τότε το μέλλον (μας) προβλέπεται δυσοίωνο… Κατά τα άλλα, εγώ τουλάχιστον πέρασα πολύ καλά!

« Avant que l’ombre, je sais…
Ne s’abatte à mes pieds…
Pour voir l’autre coté
Je sais que… je sais que… j’ai aimé »

Το καινούριο album της Mylene Farmer μετά από 6 χρόνια απουσίας… Ύστερα από το εκπληκτικό Innamoramento του ’99 τα στάνταρ είχαν ανέβει… Το 6ο κατά σειρά album της αποπνέει το λυρισμό και τη μελαγχολία, το σκοτάδι και το φως, τον αισθησιασμό και τη λαγνεία που συναντάμε σε όλες τις δουλειές της… Με μια διαφορά: αυτή τη φορά είναι ερωτευμένη. Η μελαγχολία εξακολουθεί να υπάρχει απλά είναι στο επίπεδο της γλυκιάς ανάμνησης… Τα θέματα των κομματιών είναι (όπως μας έχει συνηθίσει) η θρησκεία, ο θάνατος, η πολιτική, η αγάπη, το σεξ, ο πόνος… Περισσότερα “Mylene Farmer – Avant Que L’ Ombre”

Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι πριν το “Batman Begins” (ή μετά από αυτό, αν το θέσουμε σεναριακά, με βάση δηλαδή το story της ταινίας) υπήρξαν μόνο 2 ακόμα Batman movies. Αυτές του Burton. Τις υπόλοιπες δύο (του Joel Schumaher) αρνούμαι να τις συμπεριλάβω στην κινηματογραφική ιστορία του αγαπημένου comic ήρωα, και μάλλον πολύ τους είναι και η μικρή αυτή αναφορά που τους κάνω εδώ.

Έχουμε λοιπόν μια ταινία που πέρασε από σαράντα κύματα, τρεις – τέσσερις σχεδόν σκηνοθέτες που υποτίθεται ότι θα την αναλάμβαναν, casting που μέχρι τελευταία στιγμή δεν ήταν 100% σίγουρο και πάνω απ’ολα έναν πρωταγωνιστή που άλλαζε κάθε τρίμηνο (από John Cusack μέχρι Guy Pearce και David Duchovny)… στα νέα και τις φήμες που διαβάζαμε τα τελευταία χρόνια.

Κι όχι μόνο αυτό. Το νέο Batman είχε να ανταγωνιστεί όλο αυτό το hype αλλά και τα υψηλά standards που είχαν θέσει τα Spiderman και X-men movies, ενώ η ίδια η Warner Bros αδυνατούσε να την προμοτάρει σωστά, αφού όλα άλλαζαν πολύ γρήγορα

H επιλογή του Chris Nolan (Memento, Insomnia) ήταν τελικά ιδανική, ενώ για το cast ό,τι και να πει κανείς θα είναι λίγο. Christian Bale, Michael Caine, Liam Neeson, Gary Oldman, Morgan Freeman, Rutger Hauer… Ας μην ξεγελιόμαστε όμως. Πόσοι μπορούν να φτάσουν τον Burton; Είναι προφανές ότι ο Nolan δεν είχε θέσει τέτοιο στόχο. Ανέλαβε την ταινία του ανθρώπου – νυχτερίδα με σκοπό να βάλει τη δική του σφραγίδα, και προφανώς πιστεύoντας ότι μπορεί να κάνει κάτι καλό χωρίς να έχει ως σημείο αναφοράς τον Burton. Και από ότι φαίνεται τα κατάφερε. Μπορεί η ταινία του Nolan να μην έχει την “τρέλα” του Burton, ή την πιστή στο comic ατμόσφαιρα, αλλά παρουσιάζει στοιχεία σχεδόν πρωτοποριακά, που στην αρχή σου φαίνονται “κάπως” αλλά στη συνέχεια τα απολαμβάνεις. Ο Batman στα μονοπάτια των Νinja! Είναι κι αυτό ένα από τα στοιχεία που κάποιοι έσπευσαν να “αποδοκιμάσουν” αλλά δεν παύει να είναι πετυχημένο ως concept στη ταινία. Ο Bruce Wayne λοιπόν αποφασίζει να γυρίσει τον κόσμο προσπαθώντας να βιώσει από κοντά αλλά και να αποκωδικοποιήσει τρόπους συμπεριφοράς και αιτίες που οδηγούν στην εγκληματικότητα. Στην πορεία, καταλήγει στην Άπω Ανατολή, όπου υπό την επίβλεψη του Ra’s Al Ghul (Ken Watanabe) και με την βοήθεια του Ducard (Liam Neeson) μαθαίνει τις τεχνικές των Ninja και ετοιμάζεται να καταταχτεί στην λεγεώνα των σκιών, που όμως έχει ως έργο και σκοπό …την καταστροφή όλων των παρηκμασμένων και διεφθαρμένων τόπων στον πλανήτη. Μέσα σ’αυτές και το Gotham city. Ο ίδιος επαναστατεί, σώζει όμως τον γκουρού του (Ducard) και επιστρέφει στην πόλη του που στο μυαλό του είναι πάντα στοιχειωμένη από την άδικη δολοφονία του πατέρα του. Και η συνέχεια επί της οθόνης….

Είναι αλήθεια ότι η εκδοχή του Nolan δεν περιέχει πολλά comic στοιχεία. Παρόλα αυτά, καταφέρνει να είναι σκοτεινή, ώριμη και αρκετά ρεαλιστική. Ο Bale τα καταφέρνει μια χαρά στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ ο Michael Caine δίνει ρεσιτάλ ως ο πιστός υπηρέτης Alfred (ρόλος που είχε προσφερθεί αρχικά στον Anthony Hopkins) αλλά και πετυχημένος αντικαταστάτης του πατέρα του. Ο Gary Oldman σε ρόλο έκπληξη (κι όμως κάνει τον “καλό” και τα πάει μια χαρά – αν και το προτιμούμε “κακό”!), ενώ ο Liam Neeson γι ακόμα μια φορά παίζει τον γκουρού (βλέπε Star Wars) που όχι μόνο αναλαμβάνει την εκπαίδευση μιας μπερδεμένης ψυχής, αλλά είναι και ο βασικός υπεύθυνος της μεγαλύτερης ανατροπής στο story της ταινίας. Η Katie Holmes μάλλον είναι ο αδύναμος κρίκος εδώ, χωρίς πάντως να είναι ανασταλτικός παράγοντας στην γενικά πετυχημένη εικόνα της τανίας, ενώ ο κακός Scarecrow (Cillian Murphy – ο οποίος μάλιστα είχε κάνει audition μαζί με τον Bale για το ρόλο του Batman) είναι μεν πολύ αινιγματικός και απολαυστικός ως Dr. Jonathan Crane, αλλά ίσως θα τον θέλαμε λίγο περισσότερο τρομακτικό. Πολύ καλοί και οι Morgan Freeman (ως Lucius Fox) και Rutger Hauer (ως Earle – και διευθύνων σύμβουλος της Wayne Enterprises). Τα σκηνικά είναι πολύ όμορφα με ένα Gotham πραγματικά μαύρο και παρηκμασμένο, όπου οι ταξικές διαφορές είναι τεράστιες και οι ελπίδες για επανάκαμψη ελάχιστες. Το πρώτο μισό της ταινίας είναι μεν αργό όσο αφορά τη δράση, αλλά σεναριακά “γεμάτο”, ενώ στο δεύτερο μισό ο Nolan αποδεικνύει ότι μπορεί κάποιος να φτιάξει μια εντυπωσιακή (αλλά όχι υπερβολική) sci-fi ταινία δράσης χωρίς matrix – clones τεχνικές και άλλα κλισέ που τόσο πια έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε.

Μπορεί η ταινία να μην έκανε το τρομερό (εισπρακτικά) άνοιγμα που είχαν κάνει παρόμοιες ταινίες στις ΗΠΑ (π.χ. Spiderman) – και το οποίο θα της εξασφάλιζε μια σίγουρη συνέχεια σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά δεν έχουμε παρά να ελπίζουμε ότι – πάνω στην ίδια βάση και με παρόμοια έμπνευση – θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε ξανά τον σκοτεινό εκδικητή…

Σκηνοθέτης: Chris Nolan
Tαινία Δρασης / Περιπέτεια / Φαντασία
Παίζουν: Christian Bale, Sir Michael Caine, Liam Neeson, Morgan Freeman, Gary Oldman, Katie Holmes, Cillian Murphy, Tom Wilkinson, Ken Watanabe, Rutger Hauer.

Είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να κάνει κάποιος review σε δίσκο του Billy Corgan, χωρίς να “παρασυρθεί” σε συγκρίσεις με τις δουλειές των Smashing Pumpkins. O ίδιος έχει δηλώσει ότι με το solo album του “The Future Embrace” προσπάθησε να φτιάξει ένα λιγότερο περίπλοκο δίσκο, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Κάτι σαν μια προσπάθεια απαλλαγής από φαντάσματα που τον ακολουθούσαν απο την παιδική του κιόλας ηλικία. Ολα εκείνα τα φαντάσματα που τον οδήγησαν να γράψει αριστουργήματα όπως το Disarm, το Today, και φυσικά πολύ αργότερα το album που κάποιοι λάτρεψαν και πολλοί …βρήκαν αδιάφορο και …πολύ δύσκολο, το αριστουργηματικό ADORE. Και τι ειρωνεία ε!! Οι Smashing Pumpkins ουσιαστικά (ή μάλλον εμπορικά) τελείωσαν εκεί. Τα υπόλοιπα (Machina 1 kai 2) ήταν – στα μάτια – των όχι και τόσο φανατικών – φίλων τους – φτωχά και λίγα, μα για πολλούς καλύτερα κι απο τα παλιά…

Λένε όμως ότι once a wacko always a wacko… και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση ο Corgan. Άλλωστε γι αυτό δεν τον λατρεύουμε; Πολλοί τον βρίσκουν υπερβολικό, άλλοι ακατανόητο, όχι τόσο στις συνθέσεις του, αλλά κυρίως σε αυτά που τις συνοδεύουν (οι ιστορίες πίσω απ’αυτές, οι συνεντεύξεις του Billy, ακόμα και το blog του στο διαδύκτιο). Άλλοι δείχνουν να συνεπαίρνονται από αυτές τις περίεργες ιστορίες αλλά και τον τρόπο που εκείνος τις εξιστορεί, με αυτή την απροσδιόριστα μαγική και ηλεκτρική αλλά για κάποιους σχεδόν ενοχλητική φωνή!

Κι αν ο Billy κατάφερε να διώξει κάποια από τα φαντάσματα που τον κυνηγούσαν, μπορείτε να είστε σίγουροι ότι άφησε πολλά καινούρια να εισχωρήσουν στο μυαλό του, και στις ιστορίες που καλούμαστε να “ακούσουμε” με το νέο του δίσκο. Αυτή την αλλαγή που τόσο δείχνει να έχει ανάγκη ο Corgan την αναγγέλει με το πρώτο κιόλας κομμάτι του δίσκου. “All Things Change”. Τα καταφέρνει; Ή μήπως όλα δείχνουν να γυρίζουν πίσω, από τις πρώτες κιόλας νότες του πολύ καλού αυτού τραγουδιού; Πόσο εύκολο είναι να αρνηθούμε οτι το κομμάτι μοιάζει να ξεπηδάει απο τις καλύτερες στιγμές του “Mellon Collie”; Και πόσο μας προδιαθέτει αυτό για το υπόλοιπο album; Ίσως αρκετά, αλλά…

…The siren calls inside… και οι κιθάρες έρχονται στο Mina Loy (M.O.H.) να καθηλώσουν και τον πιο δύσπιστο. Billy is back και μαζί με τα αγαπημένα του synths και drum machines – αριστοτεχνικά συνδυασμένα – αφήνει το κομμάτι να ξεχειλήσει απο κιθάρες που δείχνουν να αποτελούν φόρο τιμής στις new wave εμμονές του. Θα τολμούσα να πω ότι το κομμάτι είναι μία απο τις καλύτερες συνθέσεις που έχει γράψει ποτέ ο Corgan. Κι εκεί που κι ο ίδιος περίμενε οτι θα κατάφερνε να πείσει τον κόσμο ότι τώρα απολαμβάνει αυτό το νέο του “μοναχικό” προφίλ (λεγε με “solo project”), το μυαλό του και πάλι σκαρφίζεται κομμάτια με τίτλους όπως το “Thecameraeye” …θαρρείς για να “αποφορτίσει” την ατμόσφαιρα, με κάτι χαλαρό… εώς αδιάφορο, μιλώντας για “αλλαγές στη ζωή του” αλλά τελικά και για “γυμνές ψυχές”… φάσκοντας και αντιφάσκοντας όσο ποτέ άλλοτε!

Και σαν να έχει παραδεχτεί πλέον ότι δεν μπορεί παρά να ξεγυμνώσει ακόμα μια φορά την ψυχή του μέσα από τη μουσική του, επιλέγει ως μέσο ένα χιλιοπαιγμένο, χιλιοδιασκευασμένο τραγούδι των Bee Gees (“To Love Somebody”), πραγματικά ανασταίνοντάς το με τη βοήθεια ενός από τους αγαπημένους του δαίμονες. Ο Robert Smith συνοδεύει τον Corgan στην μετατροπή του γνωστού κομματιού σε ένα απελπισμένο αλλά ταυτόχρονα μεγαλοπρεπή ύμνο προς την αγάπη. Ο συνδυασμός των δυο αγαπημένων φωνών μπλέκεται αρμονικά με τα strings που μοιάζουν να προέρχονται από τις καλύτερες (παλιές) στιγμές των Cure!

Μα ξαφνικά όλα σταματούν. Σαν ένα διάλειμμα, το Α100 προσπαθεί να δείξει “διαφορετικό”, ίσως ως το νέο “καθαρό” πρόσωπο του Billy, ενώ το “DIA” μας ξαναγυρνάει λίγο πίσω, σ’αυτά που αγαπήσαμε στους Pumpkins αλλά κι εδώ με κάποιον περίεργα – διαφορετικό τόνο, για να μας βάλει σε ένα γλυκό δίλημμα… “τελικά τον θέλουμε διαφορετικό ή όχι”;

Το “Now (and then)” δίνει χρώμα ονειρικό και ταξιδιάρικο στο δίσκο, ενώ με το “I’m Ready” ο Corgan δείχνει απελπισμένος να κάνει την νέα του πραγματικότητα πιο αφελή, πιο light αλλά κι αυτό μέσα από φανερές αναφορές στην αρκετά “troubled” (από ότι φαίνεται) σχέση του με το Θεό…

Το “Walking Shade” (1ο DVD single του δίσκου) ακούγεται σαν ο ιδανικός κράχτης του όλου project και μπορεί άνετα να αποτελέσει repeat-track για πολλούς. Κι όμως ο Corgan δεν ξεφεύγει ποτέ. Η προσπάθεια, η διαδικασία, το ταξίδι που απελπισμένα επιδιώκει να ακολουθήσει βγάζει ακόμα μια φορά “Sorrow (In Blue)” και γοητεύει… Ταυτόχρονα, το δικό μας ταξίδι μεταξύ θλίψης και ανεμελιάς, σαν γλυκό βασανιστήριο, συνεχίζεται με τον Corgan οδηγό, να τραγουδάει ακόμα μια φορά κοιτώντας τον ουρανό (“Pretty, Pretty Star”). Κι αν κάποτε ο επίλογός του ήταν “17 δευτερόλεπτα από ένα σπασμένο πιάνο”, αυτή τη φορά είναι ένα νανούρισμα (“Strayz”) ικανό να σε οδηγήσει στα πιο περίεργα όνειρα, αυτά που ο Corgan ποτέ δεν κατάφερε να αρνηθεί ότι λατρεύει. Οσο τρομαχτικά κι αν ήταν πάντα…

The Future Embrace

1. All Things Change
2. Mina Loy (M.O.H.)
3. Thecameraeye
4. To Love Somebody
5. A100
6. DIA
7. Now (And Then)
8. I’m Ready
9. Walking Shade
10. Sorrows (In Blue)
11. Pretty, Pretty Star
12. Strayz