Menu

Ήταν όλοι εκεί, έπιναν βότκα, τεκίλα, μπύρες… είχαν πιάσει και ψιλοκουβέντα. Λογικό: Τόσο καιρό είχαν να συναντηθούν. Ο Walker κάτι σιγοψιθυρίζει στο αυτί του Bowie για το ντοκυμαντέρ που ετοιμάζεται προς τιμήν του: “30 century man”, κάνει ένα σχόλιο για την ηλικία του και γελάει μόνος του. Έπειτα ηρεμεί και μουρμουρίζει σκεφτικά, … ασυνάρτητα: ‘What would Jacques think about that?”.
Στον Brel αναφέρεται;; χμμμ… Πρέπει να τα ‘χε τσούξει πριν τη συνάντηση.

Λίγο πιο πέρα ο Cocker έχει βολευτεί στον πορφυρό θρόνο του, μια πολυθρόνα που πρόλαβε πρώτος απ’ όλους, αφού έφτασε πρώτος απ’ όλους. Ακούει τον Almond να του αφηγείται την περιπέτειά του με το δυστύχημα στο Λονδίνο και μπουχτισμένα του ανταπαντάει πως αυτό έγινε το 2004 και πως πρέπει να ξεκολλήσει λίγο από την σκέψη της δυσάρεστης εμπειρίας. Τον προτρέπει να του πεί για τη συμμετοχή του στην τελευταία δουλειά των current 93 και για την τρέλα που κουβαλάει ο Tibet.. Τι προκλητικό πειραχτήρι??!!
Ο Talbot (Joby) περπατάει πάνω-κάτω στο χώρο ανυπόμονα. Ο βηματισμός του πάνω στο πάτωμα είναι εκνευριστικός… «Τί τους έφερε όλους αυτούς εδώ…;;» αναρωτιέται θιγμένος…. Περισσότερα “Divine Comedy – Victory for the Comic Muse”

Ελεγεία για έναν αυτόχειρα

Ο ήχος και ο λόγος υπήρξαν από νωρίς πιστοί συνοδοιπόροι στην ιστορία, προτού η γραφή εισέλθει στο ιστορικό γίγνεσθαι. Γι’ αυτό και οι μουσικές καταβολές της ποίησης μου επιτρέπουν με ποιητική άδεια το ακόλουθο διακειμενικό εγχείρημα με στίχο των Joy Division και ενός Έλληνα ποιητή: “Πνιγόμαστε μες στον παράδεισό μας…, γιατί στο βάθος του πνιγμού ανακαλύπτουμε μια επαλήθευση αιωνιότητας”.

Συνεχίζοντας το διακειμενικό εγχείρημα και παραφράζοντας τον Ελύτη θα έλεγα ότι η μουσική των Joy Division είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, εκεί που ο Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται. Μόνο που ο Ελύτης μιλάει συνυποδηλωτικά, ενώ ο Curtis απλά επαληθεύει με τη ζωή του: κάθε τραγούδι αρχή και τέλος, έναρξη και αποχαιρετισμός.

“Νο longer the pleasure” αναφωνεί o Ian Curtis στο Candidate και φαίνεται να έχει βρει το καλύτερο σύνθημα για μία μεταφυσική εξέγερση ενάντια στην αυτοσυντήρηση. Η αυτοχειρία και η αυτοσυντήρηση έχουν κοινό πρώτο συνθετικό, αλλά αγγίζουν τα σύνορα των αντιθέτων. Το παράλογο εδώ είναι ότι παρά την αυτοχειρία του Ian Curtis η μουσική του αυτοσυντηρήθηκε. Ίσως γιατί η αυτοκτονία, αν και βίαιη παρόρμηση, αποτελεί την αναγνώριση κατά τον Καμύ του γελοίου χαρακτήρα της συνήθειας να ζεις και το ανώφελο της καθημερινής οδύνης. Με αυτή την έννοια η αυτοκτονία είναι ένα αντιστάθμισμα στην παράλογη σιωπή του κόσμου.

Η αιτία ή το κίνητρο που προϋποθέτει η αυτοχειρία είναι ακατάληπτο και προφανώς αναπόδραστο. Αυτή που μοιάζει όμως βέβαιη είναι η αυτοκαταστροφικότητα του Curtis που εκδηλωνόταν είτε στους εφηβικούς αυτοτραυματισμούς του είτε στο θαυμασμό για τα νεκρά μουσικά του ινδάλματα είτε στο συμπαγή και κρουστό ήχο του συγκροτήματος.

Η ηθελημένη προσομοίωση θανάτου ίσως θέλγει τους απανταχού νεορομαντικούς και νεοκυματικούς, αλλά το πιο θελκτικό φαίνεται να είναι το ότι συνδυάζεται με την άγρυπνη ευαισθησία ενός ανθρώπου που δίπλωνε στα δάκρυα με την ιστορία του Όσκαρ Ουάιλντ” Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας”. Πιθανόν να είχε μία αίσθηση συναισθηματικής αλληλεγγύης, όταν ο κατ’ευφημισμό ευτυχισμένος πρίγκιπας έλεγε στο χελιδόνι ότι “δεν υπάρχει μεγαλύτερο μυστήριο από τη δυστυχία”.

Το παραμύθι τελειώνει με μια θέση στον κήπο των αγγέλων, στον παράδεισο, για τον ευτυχισμένο πρίγκιπα μετά το γκρέμισμα του αγάλματος. Ο συσχετισμός απλώς υποδηλώνεται και γίνεται προσωπική μου ευχή.




Το βασικό ερώτημα γι’ αυτή τη κυκλοφορία ήταν από την αρχή (από τη πρώτη μέρα που ανακοινώθηκε) το αν και κατά πόσο θά ‘πρεπε να περιμένουμε έναν Manics – like δίσκο, ή κάτι αρκετά εώς πολύ διαφορετικό. Εκ των πραγμάτων η δεύτερη πιθανότητα θα ήταν πολύ μικρή, και τελικά και στην πράξη αυτό που ακούμε από τον James Dean Bradfield δεν είναι κάτι ξένο προς τον ήχο των Manics. Προσωπικά μόνο σαν αρνητικό δεν το βλέπω αυτό και οι λόγοι θα φανούν και στην πορεία αυτής της παρουσίασης.

Με δεδομένο λοιπόν τον δημιουργικό οίστρο των μελών των Manics (μην ξεχνάμε ότι εκτός από τον Bradfield ετοιμάζει solo δίσκο και ο Nicky Wire, ενώ και όλοι μαζί οι Manic Street Preachers έχουν αρχίσει ήδη να προετοιμάζονται για την ηχογράφηση της επόμενης δουλειάς τους), ένα είναι σίγουρο. Φέτος οι fans θα χορτάσουν από “μανιακούς” ήχους και μελωδίες! Περισσότερα “James Dean Bradfield – The Great Western”

Ας υποθέσουμε για ένα λεπτό ότι ζούμε σε κάποια άλλη χώρα, όπου τα πράγματα για τα rock σχήματα πάνε κάπου. Ας πούμε ότι οι Έλληνες οπαδοί των Counting Crows δεν έχουν κάνει το πρώτο τους cd σουβέρ ή ότι δεν είναι ανακατεμένο στην γωνία μαζί με τον Πάριο και τον Λεμπέση. Ας πούμε ότι το ραδιόφωνο δεν παίζει μόνο το “Mister Jones” αλλά ότι το έχει βαρεθεί ο DJ πλέον και βάζει το  “Goodnight Elisabeth”.

Ίσως λοιπόν σε αυτήν την χώρα να υπάρχουν και άνθρωποι που έχουν όλη την δισκογραφία της μπάντας ακόμα και τα imports από την Ιαπωνία. Αν λοιπόν γνωρίζετε κάποιον από τους κατοίκους αυτής της χώρας τότε θα τον έχετε ήδη δει να πανυγηρίζει. Βλέπετε αυτός ο δίσκος είναι για αυτόν. Για τον πραγματικό φαν και μόνο. Όλοι οι άλλοι προσπεράστε και πηγαίντε κατευθείαν στο ράφι με τα σκυλάδικα. Έτσι και αλλιώς εσείς ζείτε αλλού…

Αντικειμενικά ένας live δίσκος στην καριέρα ενός σχήματος συνήθως σημαίνει είτε έλλειψη υλικού είτε ότι έχουν μια τελευταία υποχρέωση απέναντι στην δισκογραφική τους εταιρία πριν ανανεώσουν το συμβόλαιο τους ή πάνε σε άλλη. Ο συγκεκριμένος δεν σου ξυπνάει το live feeling μέχρι το “Omaha” αλλά και μετά συνεχίζει αρκετά υποτονικά. Προς τιμήν τους δεν περιλαμβάνει το σούπα-χιτ “Mr Jones” κάτι που δείχνει ότι και οι ίδιοι θέλουν να πάνε πέρα από αυτό.

Το αστείο είναι ότι αν έπαιζαν εδώ σίγουρα από κάτω θα υπήρχε ο κλασικός σπαστικός τύπος που θα φώναζε συνέχεια «Μίστεεερ Τζόουνς Ρεεεε» μέχρι να διαλύσει εντελώς τα νεύρα όλων μας. Ο δίσκος δεν είναι από μια συναυλία αλλά μίξη τριών (4-6/2/2003), κάτι που σπάει αρκετά την οποιαδήποτε ενότητα του καθιστώντας το τελικό αποτέλεσμα σχετικά άνισο. Όπως είπαμε και πριν είναι δίσκος καθαρά για φαν και όσο για τους υπόλοιπους του στυλ «Σιγά μωρέ έβγαλαν ένα Mr Jones και κάτι έγινε!» τους λέμε απλά ότι ο τραγουδιστής στο παρελθόν είχε σχέσεις όχι μόνο με την Courtney Cox αλλά και με την Jennifer Aniston.

Counting Crows – New Amsterdam: Live at Amsterdam Music Hall

1. Rain King
2. Richard Manuel Is Dead
3. Catapult
4. Goodnight LA
5. 4 White Stallions
6. Omaha
7. Miami
8. Hazy
9. Good Time
10. St Robinson In His Cadillac Dream
11. Perfect Blue Buildings
12. Hanginaround
13. Goodnight Elisabeth
14. Hard Candy
15. Holiday In Spain
16. Mr Jones

Counting Crows Official Site

6 / 10

Μήνες τώρα διάβαζα σχεδόν παντού διθυραμβικά early reviews για τη νέα κυκλοφορία των Pet Shop Boys. Και δεν το κρύβω ότι παρ’όλες τις επιφυλάξεις μου είχα κι εγώ αφεθεί στην αγκαλιά του ενθουσιασμού. Άλλωστε κι εγώ ως μεγάλος fan του Neil και του Chris, περίμενα χρόνια τώρα μια “απάντηση” στην προηγούμενη κίνησή τους (Release) πού περισσότερο τους είχε “εγκλωβίσει” παρά “ελευθερώσει” – μουσικά πάντα.
Οχι, όχι, προς Θεού. Δεν καταδικάζω σε καμία περίπτωση το “Release”. Οπως και νά’χει όμως ποτέ δεν μπόρεσα να το αγαπήσω ιδιαίτερα, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να το κατατάξω εκεί ψηλά, μαζί με τις πολύ αγαπημένες μου PSB κυκλοφορίες.

Και να που τελικά, μια σχετική επιβεβαίωση στα περί εγκλωβισμού ήρθε να με “χτυπήσει” από τις πρώτες στιγμές στην ακρόαση του “Fundamental”. Τα ερωτήματα λοιπόν είναι πολλά, και κάποια από αυτά μάλλον παραμένουν αναπάντητα. Η στροφή των PSB – στο “Release” – σε έναν ήχο πιο χαλαρό, πιο “μπαλαντοειδές” και για πολλούς πιο …πεθαμένο, ήταν συνειδητή, ή αποτέλεσε κλασσικό παράδειγμα έλλειψης έμπνευσης και δημιουργικής στειρότητας; Ήταν απλά μια προσχεδιασμένη παρένθεση; Ή η αρχή μιας νέα πορείας; Και άλλα πολλά. Περισσότερα “Pet Shop Boys – Fundamental”

Μου πήρε αρκετά χρόνια για να ακούσω κάποιον καινούριο δίσκο τον Sonic Youth. Η μοναδικότητα και η κληρονομιά αυτού του σχήματος έχει λειτουργήσει παράλληλα και σαν την ταφόπλακα του. Μετά από ακρόαση δύο έως πέντε βασικών δίσκων τους μαντεύεις άνετα τις δομές της επόμενης κυκλοφορίας και επιλέγεις.

Τι επιλέγεις; Αν είσαι οπαδός των Ramones και σου αρέσουν τα ίδια και τα ίδια πράγματα καλοζεσταμένα σε φούρνους τελευταίας τεχνολογίας ή αν το αυτί σου δεν αντέχει άλλο και θες να το ταΐσεις κάτι καινούριο. Προσωπικά για μια δεκαετία περίπου έτρωγα έξω.

Επιστρέφοντας λοιπόν στο ίδιο εστιατόριο μετά από τόσο καιρό κοίταξα τα πιάτα στο μενού και τι να δω. Όλες οι σπεσιαλιτέ ήταν ακόμη εκεί, σαγηνευτικά φωνητικά από την Kim, υποτονικά δολοφονικές κιθάρες από τον Thurston Moore. Υπήρχε μια σημαντική έλλειψη καθαριστικών πειραματισμών αλλά καλύφθηκε απόλυτα από την αφθονία ποιοτικών στοίχων. Παρήγγειλα λοιπόν μια απ’όλα και έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος.

Το αν αξίζει βέβαια ή όχι η αγορά του συγκεκριμένου δίσκου είναι καθαρά υποκειμενικό θέμα. Λειτουργεί πολύ καλά σαν εισαγωγή στον αμύητο, ικανοποιεί την ανάγκη του απλού fan αλλά δυσαρεστεί πάντα τον hardcore fan μια και πρόκειται για καθαρά εμπορικό δίσκο. Επίσης το ότι έφαγα καλά μια φορά κάπου και θυμήθηκα τα παλιά δεν σημαίνει ότι θα τρώω και κάθε εβδομάδα εκεί.

Sonic Youth – Rather Ripped

1. Reena
2. Incinerate
3. Do You Believe In Rapture
4. Sleepin’ Around
5. What A Waste
6. Jams Runs Free
7. Rats
8. Turquoise Boy
9. Lights Out
10. Neutral
11. Pink Steam
12. Or
13. Helen Lundeberg
14. Eyeliner

http://www.sonicyouth.com – Οφίσιαλ site

7 / 10