Μια φορά και έναν καιρό ήταν δυο αδερφάκια, ο Hanzel (Robin Guthrie) και η Gretel (Elizabeth Frazer), των οποίων ο πατέρας ήταν πάμπτωχος ξυλοκόπος, ξεπεσμένος πρώην βασιλιάς κορμός μιας μεγάλης έκτασης δέντρων, την οποία ωστόσο είχε αναγκαστεί να πουλήσει στη νυν σύζυγό του, ιδιοκτήτρια μιας μεγάλης εταιρίας υλοτομίας.
Η συγκεκριμένη γυναίκα έτρεφε άπειρο μίσος για τα δυο μικρά παιδιά, καθώς έβλεπε να αναπτύσσουν αρμονική σχέση με τη φύση, πράγμα που την ενοχλούσε τόσο, αυτήν τη στρίγγλα, η οποία δεν μπορούσε ν’ αναπνέει καθαρό αέρα, να πίνει γάργαρο τρεχούμενο νερό και να τρέφεται με τα γευστικά φρούτα του δάσους, χωρίς έστω ούτε μια ένεση γονιδίου τυφλοπόντικα, ώστε τα φρούτα να μεγαλώνουν και υπό σκιάν. Αν η μητριά τους (γιατί επρόκειτο για μητριά) υπέφερε αυτά τα μικρά αθώα, το έκανε μόνο και μόνο γιατί ως γνωστόν, για να εισχωρήσει στην αίρεση των σαηεντολόγων, έπρεπε να έχει παιδιά – παιδιά που θα διαιωνίσουν το είδος. Άλλωστε, και στο προγαμιαίο συμβόλαιο που είχε φροντίσει να υπογράψει με τον δύστυχο ξυλοκόπο, οριζόταν ότι σε περίπτωση που θα χώριζαν θα έπαιρνε υπό τη μέριμνά της τα παιδιά.
Όπως και να έχει, μια όμορφη ηλιόλουστη ημέρα, γεμάτη πεταλούδες στον αέρα, μικρά υποβρύχια στο βυθό των ποτηριών και ευφρόσυνης ζέστης, συνέλαβε το ακόλουθο σχέδιο. Θα πήγαιναν όλοι μαζί μια βόλτα στο δάσος – όσο και αν σιχαινόταν τέτοιου είδους βόλτες, χωρίς κανένα σκοπό, προοδευτικής αποψίλωσης ενός έστω εκταρίου δασικής εκτάσεως – και εκεί προφασιζόμενοι μια έκτακτη εργασία ο βασιλιάς σύζυγος και η μητριά μέγαιρα θα εγκατέλειπαν τα παιδιά τους, στο έλεος της χλωρίδας και της πανίδας που η ίδια απεχθανόταν. Το εκμυστηρεύτηκε στο έτερόν της ήμισυ, το οποίο και έπεισε τελικά να συμφωνήσει στο δόλιο σχέδιο της, εκβιάζοντάς το ότι σε αντίθετη περίπτωση θα τα άφηνε να πεθάνουν της πείνας. Μπροστά στους σαηεντολόγους θα ισχυριζόταν ότι τα παιδιά χάθηκαν, και ότι γίνονταν έρευνες να βρεθούν. Εξάλλου, ήδη είχε στο μυαλό της το σχέδιο εξωσωματικής.
Τα παιδιά άκουσαν το μοχθηρό σχέδιο της βασίλισσας και η Γκρέτελ έβαλε τα κλάματα. Ο αδερφός της όμως, που άκουγε το κλάμα της για πρώτη φορά, φρόντισε να την καθησυχάσει. Συγκεκριμένα, βγήκε έξω από το σπίτι και μάζεψε χαλίκια, τα οποία θα βοηθούσαν τα δυο αδέρφια να γυρίσουν σπίτι. Έτσι και έγινε καθώς δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν το δρόμο ακολουθώντας τα χαλίκια, που ο Χάνζελ έριχνε πίσω τους σχηματίζοντας μια σειρά από σημάδια προς το σπίτι. Όταν ο βασιλιάς είδε τα παιδιά πίσω αναστέναξε ανακουφισμένος καθώς πικρά είχε μετανιώσει για την πράξη του. Αντίθετα, η στρίγγλα άφρισε από το κακό της και έγινε μανιασμένη θάλασσα γεμάτη από πετρελαιοκηλίδες, μια άβυσσος βρωμιάς που αιώνες αιθέριων ελαίων θα έπρεπε να διασχίσουν για να φωτίσουν τεχνητά το πρόσωπό της και ν’ αφαιρέσουν τις κυματοειδείς ρυτίδες που έσπαγαν επάνω στο δέρμα της.
Όμως η βασίλισσα δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει τα παιδιά να θριαμβεύσουν. Αντίθετα, δεν πέρασε παρά λίγος καιρός και η βασίλισσα πρότεινε το ίδιο σχέδιο στον Βασιλιά, σχέδιο που φρόντισε να κλειδώσει καλά μαζί με την πόρτα έτσι ώστε να μην μπορέσει ο Χάνζελ να βγει για να μαζέψει χαλίκια. Και πραγματικά ο μικρός Χάνζελ μάταια προσπάθησε να βγει έξω. Την επομένη η οικογένεια λοιπόν πήγε και πάλι βαθιά μέσα στο δάσος, οι γονείς προσποιήθηκαν μια έκτακτη δουλειά, ο Χάνζελ και η Γκρέτελ έμειναν μόνοι, το σκοτάδι έπεσε. Μην έχοντας τι να κάνουν, τα μικρά άρχισαν να περιπλανιούνται. Γι’ αρκετές ημέρες το κλάμα της Γκρέτελ ηχούσε στο δάσος, χωρίς ωστόσο – όπως παρατήρησε ο αδερφός της – να μοιάζει αταίριαστο με το κελάηδημα των πουλιών, το κελάρυσμα του γάργαρου νερού, τις ανάσες των φυλλωσιών των δέντρων, τα μελωδικά άνθη που έντυναν τις νεράιδες, τα ζαχαρωτά δάχτυλα των νυμφών που έπλαθαν τα ξέφωτα, τις φωτεινές αχτίνες του ήλιου. Και αυτό του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.
Καθώς προχωρούσαν βρέθηκαν μπροστά σε ένα σπίτι που ήταν φτιαγμένο από γλυκό ψωμί, με στέγη από παντεσπάνι, στους σωλήνες έρεε μέλι, στα παράθυρα αντανακλούσε κεράσι, από την καμινάδα έβγαινε άχνη. Πεινασμένα καθώς ήταν άρχισαν να μοιράζονται το σπίτι που τόσο γλυκό ξανάβλεπαν, είχαν την αίσθηση τουλάχιστον ότι είχαν κάποτε ξαναδεί. Από τον γλυκύ ουρανό έσταζαν φλέβες λιωμένου βουτύρου, τα πτηνά με τα φτερά τους το άπλωναν επάνω στο μέλι, πραλίνα ρυτίδωνε τους γέρικους κορμούς των αιωνόβιων που με τα κλαδιά τους την έβαφαν στα χείλη τους στέλνοντας φιλιά στα πιτσιρίκια, τραγανά φύλλα από κουβερτούρα πασπάλιζαν το έδαφος το οποίο ο ήλιος πότιζε. Χόρτασαν λοιπόν με μπόλικο ρυάκι, καλλωπίστηκαν με μυρωδικά, εισέπνευσαν το φίλντισι, όταν από το σπίτι εμφανίστηκε μια γριά με ψαρά μαλλιά και δαχτυλίδια από λαβύρινθο. Είχε όψη δαιμονικής μαγείας και ύφος σκληροπυρηνικού σκελετού. Το σαγόνι της προεξείχε σαν κουτάλι για να διευκολύνει να προσαρμόσει την σκληρή ελαστική της μάπα στο υπόλοιπο πρόσωπο. Κάπνιζε ένα τσιμπούκι. ‘Τι θέλετε εδώ; Γιατί μου φάγατε το σπίτι;’. Τα παιδιά της εξήγησαν και αυτή τα κάλεσε μέσα, τα νανούρισε με τον γλυκό βιομηχανικό σκοπό της υλοτομίας και, όταν κοιμήθηκαν φρόντισε να φυλακίσει τον Χάνζελ μέσα σε μια πρόχειρη καλύβα από νικοτίνη ώστε να του κόβεται η ανάσα όποτε θα κακομεταχειριζόταν την αδερφή του, για ν’ απολαμβάνει το κλάμα της. Παράλληλα θα τάιζε τον Χάνζελ τόσο ώστε να παχύνει και να γίνει τροφαντός, νόστιμος. Έπειτα θα τον καταβρόχθιζε.
Το κλάμα της Γκρέτελ ήταν παραδείσιο. Βυζαντινό επιστέγασμα της θείας απόχρωσής του, τρούλος γεμάτος μελωδικά χρώματα, αλάφιασμα αυγής και πουπουλένιος υδράργυρος. Ο ίδιος ο Θεός έμοιαζε να της έχει εμπιστευτεί μια μελωδική ίριδα, καθώς όταν σταματούσε η μικρή Γκρέτελ να χύνει τα δάκρυά της, αμέσως εμφανιζόταν ο ορίζοντας διάστικτος από νότες που διαθλούσαν πια το φως του ήλιου σε αλλόκοσμους ήχους. Πράγμα που η γριά απολάμβανε, καθώς συνδύαζε το όλο θέαμα με το φιλοπαίγμονα σαδισμό της και μερικά κομμάτια εξαίρετου ταμπάκο.
Την ίδια στιγμή που η μικρή Γκρέτελ υπέφερε από τον βιομηχανικό οίστρο της μισάνθρωπου γριάς, ο Χάνζελ έβρισκε παρηγοριά σε μια ηλεκτρική κιθάρα, την οποία συχνά φανταζόταν ως ιπτάμενο χαλί πάνω στο οποίο, αν έβρισκε το σωστό ηχόχρωμα, ώστε να συντονιστεί με τη φωνή της αδερφής του, θα δραπέτευαν από την στρίγγλα. Και είχε γίνει αρκετά καλός, τόσο, ώστε η γριά με το επιχειρηματικό πνεύμα να προσέξει ότι η μελωδία της κιθάρας του έδενε αρμονικά με την απαλή φωνή της Γκρέτελ.
Η γριά εμφανίστηκε μια ημέρα με ένα φτερό γύπα, ένα μελανοδοχείο και μια κόλλα αναφοράς. ‘Αποφάσισα να μη σας καταβροχθίσω, καλά μου παιδιά’, προσποιήθηκε με κροκοδείλια δάκρυα, ‘αλλά σίγουρα θα πρέπει να πληρώσετε κάπως την φιλοξενία που τόσο καιρό σας προσέφερα, πριν σας αφήσω να πάτε στο καλό’. ‘Τι εννοείς γριά μάγισσα;’, ρώτησε ο Χάνζελ μέσα από το κλουβί νικοτίνης. ‘Δεν θα σας ζητήσω τίποτε τρομακτικό, μην ανησυχείτε. Βλέπετε αυτό το χαρτί αγαπητά μου; Σας ζητώ να υπογράψετε με αυτό το φτερό αφού το έχετε βουτήξει στο vinyl. Θα μπορέσω έτσι να καταγράψω την ίδια στιγμή τη χαρισματική φωνή της μικρής μαζί με τις δικές σου μελωδίες, Χάνζελ, έτσι ώστε να τα προωθήσω στον έξω κόσμο, ώστε να καρπωθώ τα κέρδη!’. ‘Ποια κέρδη εννοείς;’ παρενέβη η αθώα Γκρέτελ, ‘νομίζεις ότι μπορείς να φυλακίσεις το φως που διαθλάται μέσα από τα δάκρυά μου? Σ’ έκανε ποτέ η φωνή μου να ερωτευτείς;’, ψιθύρισε. ‘Χα, χα’, κάγχασε η βλαμμένη γριά, ‘νομίζεις ότι μ’ ενδιαφέρει το φως; Το μόνο που με νοιάζει είναι να στιλβώσω αυτά τα δάκρυα σε χιλιάδες δίσκους από vinyl, να τα προωθήσω στην αγορά, και να γίνω τόσο σκοτεινά πλούσια που οι άνθρωποι θα μ’ έχουν ανάγκη, θα ζητούν από εμένα το φως εκείνο που δεν θα μπορούν να απολαύσουν παρά μόνο μέσα από την τρύπα του vinyl δίσκου! Θα έχουν υποστεί την έκλειψη του φωτός σε τέτοιο σημείο ώστε να εξαρτώνται από εμένα, τη γριά μουσική βιομηχανία!’ ολοκλήρωσε το παράφρον της όραμα.
‘Μα εμείς δεν θέλουμε να πουλάμε κάτι τέτοιο, όπως είναι η αγάπη μας για κάτι, θέλουμε να το μοιραζόμαστε’ αντέταξε ο Χάνζελ. ‘Πολύ ωραία να το μοιράζεστε, σας αφήνω ελεύθερους, όμως εγώ θα έχω αποκρυσταλλώσει τις ικανότητές σας για να τις πουλάω σε όσους το θέλουν. Δεν μ’ ενδιαφέρουν στην πραγματικότητα οι ικανότητές σας, ούτε αν κάποιος τις εκτιμά, μ’ ενδιαφέρουν μόνο τα λεφτά. Θα υπογράψετε το συμβόλαιο λοιπόν? Ανόητοι ιδεαλιστές του γερμανικού ρομαντισμού, μπάσταρδα των Grimm!’.
Εκείνη τη στιγμή η Γκρέτελ έβαλε τα κλάματα τόσο δυνατά που ο καιρός έμοιαζε να σταμάτησε και η ηλεκτρική κιθάρα του Hanzel απογειώθηκε να βρει την ηχώ τους. Και πραγματικά καθώς η μελωδία εξερράγη αρκετά ψηλά στον ουρανό σαν πίδακας γεμάτος παλμό, τα κάγκελα της νικοτίνης έσπασαν και frou-frou αλεπούδες έτρεχαν σε μεσοκαλοκαιριάτικες φωτιές. Η γριά τρόμαξε από τη δύναμη της μουσικής, ο λύκος μέσα από το στήθος της ούρλιαξε και απελευθέρωσε ένα fifty-fifty clown, ο οποίος αμέσως προσκύνησε τα δυο παιδιά. ‘Ω, σας ευχαριστώ που με αποφυλακίσατε από το καταραμένο αυτό κορμί στο οποίο με είχε κλείσει η μητριά σας βασίλισσα για να μπορεί να σας ελέγχει!’, είπε χαμογελώντας με κερασί τρακ. Από το έδαφος άρχισε να ξετυλίγεται το vinyl κουβάρι σχηματίζοντας κύκλους. ‘Ακολουθήστε το!’, τους συμβούλεψε ο clown καθώς τα μάτια του έπαιζαν δημιουργώντας σταλακτίτες από τύχη που έσπαζαν στο χαμόγελό του.
Τα παιδιά ακολούθησαν το κουβάρι τρέχοντας και μαζί τους οι Μούσες τους ξεπροβόδιζαν από το δάσος το οποίο ανάσαινε μουσική χαρούμενο. Καθώς από μακριά είδαν τον πατέρα βασιλιά έτρεξαν στην αγκαλιά του και εκείνος ανακουφισμένος, τους ζήτησε συγγνώμη επαναλαμβάνοντας ότι από εκείνη την ημέρα που χωρίστηκαν δεν του συνέβη τίποτε καλό, αντίθετα η μητριά τους μετέτρεψε το βασίλειό του σε κέντρο του τζόγου, όπου άτομα κατώτατης υποστάθμης εκμεταλλεύονταν τους υπηκόους του και προσπαθούσαν ν’ απαλλοτριώσουν το όμορφο δάσος. ‘΄Όμως όταν καταφέρατε να συνταιριάξετε την μουσική σας, απελευθερώσατε όλη την αρμονική δύναμη του δάσους, με αποτέλεσμα οι βιομηχανικές τους βλέψεις να υποχωρήσουν άτακτα. Έτσι το Las Vegas έγινε και πάλι ο επίγειος παράδεισος που αρχικά ήταν’. Τα ζώα, οι άνθρωποι και τα φυτά ζούσαν πια αρμονικά με τη θεία φωνή της Elizabeth να επιχρυσώνει τα κοιτάσματα ουρανού που εκχύλιζαν από τους Cocteau Twins. Ο παράδεισος της μουσικής δεν χρειαζόταν (και δεν απειλούνταν από) το Las Vegas, που η μουσική βιομηχανία θέλησε να δημιουργήσει για να εκμεταλλεύεται την επιθυμία όσων ήθελαν ν’ απολαύσουν τα μαγικά οράματα των αδερφών. Και έζησαν αυτοί καλά, και ακούσαμε εμείς καλύτερα.
Σχολιάστε