Menu

Η στήλη αυτή είναι αφιερωμένη σε όλα τα “αριστουργήματα” του κινηματογράφου και της τηλεόρασης που στην χώρα μας δεν παίρνουν ποτέ την θέση που τους αξίζει. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί προβάλλονται στο εξωτερικό λάθος εποχή (καλοκαίρι) ή επειδή πολύ απλά δεν είναι τόσο καλά όπως τα ελληνικά realities και σήριαλ. Αν τώρα έχετε δορυφορική γνωρίζετε σε τι αναφερόμαστε οπότε μην χάνεται τον χρόνο σας διαβάζοντας, αλλά δείτε το νέο επεισόδιο και για μας.

Clerks II: A Re(tarded) View / Miramax 2006 / by Χρήστος Αναγνώστου.
Αν οι λέξεις “Quick-mart” και “Snoochie-Boochies” δεν σας λένε τίποτα σταματήστε την ανάγνωση εδώ και πηγαίνετε να δείτε το Clerks. Προσοχή όχι το Clerks I, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, απλά πείτε στον τύπο στο video-club (ή DVDάδικο όπως σας βολεύει να το λέτε) ότι θέλετε εκείνη την ταινία με τον τύπο που δουλεύει στο μινι-μάρκετ και έχει κάτι καλές ατάκες και κάτι κουλά άτομα για φίλους. Αν τώρα ο τύπος μείνει με το στόμα ανοιχτό γράψτε στο Google το όνομα Kevin Smith and you’ve just unleashed hell upon you… Περισσότερα “Straight to DVD – ‘Clerks II: A Re(tarded) View’”


Big Tracks Little Tracks – Feeding the Flame Vol. 4

Η ομάδα του Lost Echoes “ψάχνεται” και ψάχνει…. ανακαλύπτει και προτείνει (σχεδόν άγνωστα) μουσικά κομμάτια που ξεχωρίζουν.

Δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι! Πιθανότατα η αναφορά σε ονόματα όπως Movietone, Third Eye Foundation και Soeza, να αφήνει κάποιες νύξεις αισθητικής φύσεως και να καταξιώνει αυτομάτως. Το ίδιο όμως το έργο του Chris Cole, πολυ-οργανίστα από το Bristol που δρα πλέον υπό το ψευδώνυμο Manyfingers, είναι εκείνο που λειτουργεί ως η ιδανικότερη απόδειξη του αστείρευτου και παραγνωρισμένου ταλέντου του.  Μέσα σε δύο δίσκους έχει κατορθώσει να καθαγιάσει την αιχμηρή ηχητική διαστροφή, που ύμνησε ο Matt Elliott, στα νερά μιας κινηματογραφικής λογικής, που άλλοτε ταράζονται από τα βότσαλα μιας τριπαριστής ηλεκτρονικής παρορμητικότητας κι άλλοτε από νοσηρές, αλλά διόλου απωθητικές, κλασικίζουσες ανάσες.


Manyfingers – In a Dead Man’s Shoes
/ Επίσημο Site / MySpace Site

Περισσότερα “Big Tracks Little Tracks – Feeding the Flame Vol. 4”

Ημερομηνία: 24 Ιανουαρίου 2007, Τόπος: Ancienne Belgique, Βρυξέλλες, Κείμενο: Νίκος Βογιατζής

Σε περιόδους πίεσης, ένας πολύ καλός τρόπος να ξεχαστείς είναι να παρακολουθήσεις μια ενδιαφέρουσα συναυλία. Πόσο μάλλον όταν ο καλλιτέχνης που θα δεις είναι μια από τις προσωπικότητες που σημάδεψαν τη θαυμάσια δεκαετία του ’90. Ο Jarvis Cocker, μπαίνοντας στο κατώφλι της πέμπτης δεκαετίας της ζωής του, είναι δημιουργικός, ακτιβιστής, και φίλος, όπως θέλει να πιστεύει, χρησιμοποιώντας το λιτό τίτλο ‘Jarvis’ για το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ που βγήκε στα τέλη της χρονιάς που πέρασε. Αυτό που ήταν, το γνωρίζουν όλοι: αν η Britpop είχε ένα εναλλακτικό παίκτη, μακριά από το δίπολο Oasis- Blur και την εξτραβαγκάντζα των Suede, αυτό θα ήταν σίγουρα το συγκρότημα των Pulp, με ορκισμένους φανατικούς θαυμαστές να υποστηρίζουν πως δεν βγήκε από το συγκεκριμένο μουσικό είδος αρτιότερος τόσο συνθετικά, όσο και στιχουργικά δίσκος από το Different Class.

Πιο συνειδητοποιημένος από ποτέ μου φάνηκε το βράδυ της Τετάρτης. Είναι σημαντικό να βλέπεις τους δημιουργούς να ωριμάζουν, σου εντείνουν την πεποίθηση ότι είχαν και έχουν ακόμα κάτι να πουν, αποδεσμευμένοι από τα κλισέ του παρελθόντος. Βέβαια κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ότι οι Pulp θα ξαναεμφανιστούν μαζί, αυτό που είναι σίγουρο όμως είναι ότι ο Jarvis αυτό τον καιρό επιχειρεί κάτι εντελώς αποστασιοποιημένο, που δε θα μπορούσε να μην έχει αφετηρία το αγαπημένο του συγκρότημα, ωστόσο διαχέεται από έναν διαφορετικό, πιο ορθολογιστικό αέρα και την πολύτιμη συμβολή της ωριμότητας.

Όσο αυτή μπορεί να βρει εφαρμογή σε έναν αιώνιο έφηβο. Και τι δεν έκανε λοιπόν, ο φίλος μας, επάνω στη σκηνή ενός ακόμα καταπληκτικού χώρου για live, του Ancienne Belgique: βγήκε μασώντας μια σοκολάτα την οποία προσέφερε μετά στο κοινό, αρπάζοντας το μικρόφωνο μετά από ένα περίτεχνο χορευτικό και λέγοντας με το γνωστό του αμίμητο ύφος «Hello, I am Jarvis!», διάβασε, κατά τη διάρκεια τραγουδιού, φυλλάδιο που έπεσε πάνω στη σκηνή το οποίο βρήκε ενδιαφέρον, ενώ είχε τοποθετήσει προσωρινά το μικρόφωνο στην τσέπη του λαδί σακακιού του, και άλλα πολλά, που σκοπό δεν έχουν να ικανοποιήσουν την περιέργεια δεκαπεντάχρονων θαυμαστριών του, αλλά να καταδείξουν απλά ένα πράγμα: την έννοια της ερμηνείας, σε όλο της το μεγαλείο. Ο Jarvis εξακολουθεί να είναι ένα κράμα ηθοποιού και τραγουδιστή επί σκηνής, με εκφραστικότητα που θα ζήλευαν και οι καλύτεροι ηθοποιοί επιθεώρησης. Δεν είναι τυχαίες οι παρόλες του, ανάμεσα στα τραγούδια.

Αυτοσχεδιάζει εκπληκτικά, ακόμα και σε κοινό που δεν έχει τα αγγλικά μητρική του γλώσσα. Θα επεκταθώ λίγο εδώ, με το φόβο να κουράσω, ίσως και για το λόγο ότι για το μουσικό μέρος δεν έχω να πω και πολλά. Πολύ καλές εκτελέσεις των κομματιών του νέου του δίσκου από πέντε συν τον ίδιο μουσικούς (έπαιξε σε μερικά κομμάτια ακουστική κιθάρα), από τους οποίους ξεχωρίζει εύκολα ο Steve Mackey στο μπάσσο, πρώην Pulp, καταφέρνοντας με σταθερότητα να βγάζει αυτόν το βαθύ fender-ικό ήχο που τόσο λατρέυω, παίζοντας αποκλειστικά με τα δάχτυλα. Πόσο σημαντικό είναι να έχεις καλούς μαγνήτες…

Anyway, ξεφύγαμε. Να μερικά από τα ωραία που ακούσαμε, λοιπόν: «Ήμουνα σε μια τελετή στο Λονδινο, τις προάλλες- όχι, δεν ήταν εκεί και ο Michael Jackson!», «Μου επιτρέπετε να πιω μια μπύρα… Κάποιοι διαφωνούν απ’ό,τι βλέπω… Ας το συζητήσουμε, υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι αν πιω θα χάσω τον έλεγχό μου;», στη συνέχεια ακολουθεί το Black Magic όπου όντως χάνει τον έλεγχο και μετά από ένα φρενήρη χορό αποσύρεται για τον ανκόρ, για να επιστρέψει με το πολιτικό μανιφέστο ‘Cunts are still running the world’, εν μέσω χαμού και χειροκροτημάτων.

Θυμήθηκα κι άλλα: Ενημερώνει το κοινό ότι θα αφήσει το παλτό σε μια κρεμάστρα, οπότε να του το θυμίσουν σε περίπτωση που το ξεχάσει, μιας και είναι σίγουρος πως σε λίγα λεπτά θα ξανακρυώσει. Τέλος, ένας ωραίος πρόλογος για το Tonight (ίσως το καλυτερο κομμάτι του δίσκου• δεν ξέρω αν καταφέρατε να το εντοπίσετε μέσα στα προτεινόμενα singles του 2006 από την ομάδα του Lost echoes, σε κάθε περίπτωση δώστε του μια ευκαιρία): «Το τραγούδι αυτό είναι σχετικά με το να …μένεις σπίτι! Να μη βγαίνεις έξω. Κάτι που έκανα μεγάλο μέρος της ζωής μου, οπότε και ανακαλύπτεις ξαφνικά μια μέρα: Wow, the grass is green!».

Ένας ζωντανός, γεμάτος ενέργεια άνθρωπος, παραμένει λοιπόν ο Jarvis, Άγγλος, ‘attention seeker’, με τις εμμονές του, με τη θεατρικότητά του, με φωνή αναλλοίωτη στο χρόνο, με τα τεράστια γυαλιά του και την επιτηδευμένη awkwardness. Ίσως ενδιαφέρει ότι δεν έπαιξε κανένα κομμάτι των Pulp, και κάποιοι παραξενεύτηκαν που η συναυλία κράτησε μόνο 70 λεπτά. Ίσως να έχουν και δίκιο, αλλά τι άλλο να παίξει; Έπαιξε όλο σχεδόν το δίσκο, το Cunts, ένα δυο ακόμα προσωπικά του τραγούδια, και έκλεισε με μια διακσευή σε κομμάτι του Prince (αφού βεβαιώθηκε αν ο Prince είναι δημοφιλής στο Βέλγιο). Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι δημοφιλής σε μένα (!), οπότε δεν μπορώ να σας μεταφέρω ποιο ακριβώς ήταν αυτό το κομμάτι γιατί απλά δε γνωρίζω!

Κοντολογίς, ωραία περάσαμε το απογευματάκι της Τετάρτης, και θα κλείσω ίσως με το πιο σημαντικό. Λίγες μέρες πριν την περιοδεία, έβγαλε ανακοίνωση στην ιστοσελίδα του στο my space και είπε: Προτείνετέ μου και στείλτε μου υλικό από συγκροτήματά της κάθε πόλης που θα παίξω, για να ανοίξουν τη συναυλία. Έτσι κι έγινε, και στο Βέλγιο το συμπαθές συγκρότημα που άνοιξε ευχαρίστησε τον Jarvis που τους έδωσε αυτή την ευκαιρία. Αν τέτοιες κινήσεις δε βοηθάνε να αναδειχτούν νέα συγκροτήματα και καλλιτέχνες, το μόνο που μένει είναι να τρέξουνε στα ριάλιτι.

*Photos: Αρχείου / Google Images

Για άλλη μια φορά ένας καθόλου αντικειμενικός φίλος του συγκροτήματος έρχεται στη δύσκολη θέση να καταθέσει την εμπειρία και ό,τι τυχόν αποκόμισε από την ακρόαση της τελευταίας δουλειάς. Εξαιρετικά δύσκολο να θέλεις να βρεις “μελανά” ή γκρίζα σημεία και τελικά αυτό που να σου μένει είναι ο ενθουσιασμός μιας Χαίρομαι πάντως που ακόμα και σε αυτήν την ηλικία (δεν είμαι και σαν την Πελοπόννησο) υπάρχουν στη μουσική δουλειές που μου δίνουν τον ίδιο ενθουσιασμό και χαρά, όπως όταν είχα ακούσει πρώτη φορά δουλειές όπως Hunting High & Low των A-ha, το Dare των Human League, το Vienna των Ultravox, το Violator των Depeche Mode, το 604 των Ladytron. Χαίρομαι να “λιώνω” τέτοιας ποιότητας δουλειές στο CD του αυτοκινήτου μου ακολουθώντας τη μίζερη κίνηση της Κηφισίας, ή να συζητάω για το άλμπουμ αυτό ώρες με φίλους ή και να “προσηλυτίζω” νέο κόσμο στον πλανήτη Marsheaux.

Εξαιρετικά προσεγμένη παραγωγή, συνοχή με την προηγούμενη παρθενική τους δουλειά, “E-bay Queen”, όπου δεν υφίσταται πλέον το τρακ της πρεμιέρας και έχουν την ωριμότητα να παρουσιάσουν αυτό που τόσοι άλλοι δε μας έχουν δείξει σε δεύτερες ή τρίτες τους δουλειές: ενθουσιασμό, εξέλιξη και μεράκι.

Όχι, θα βαριόμουνα ΤΡΟΜΕΡΑ ακούγοντας άλλον ένα δίσκο που θα ακούγοντας σαν Fisherspooner αλλά δεν θα ήταν Fisherspooner, ή Moby αλλά όχι και τόσο Moby, ή Goldfrapp αλλά και πάλι όχι και τόσο πολύ. It sounds Marsheaux, it is Marsheaux, και τόσο τα κορίτσια όσο και οι φίλοι τους (όλοι εμείς που βάζουμε repeat all στο ipod, στο discman, στο winamp) είμαστε εξαιρετικά υπερήφανοι για αυτό. Επαναλαμβάνω ΑΨΟΓΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ, σούπερ το package – αν και πολύ κοριτσίστικο, υπάρχει δουλειά που φαίνεται σε όλα τα σημεία, ακόμα και στη σειρά που έχουν μπει τα κομμάτια στο CD.

Βάση προσωπικού γούστου είναι κάποια που δεν ξεκολλάνε από μέσα μου και τα έχω ξεχωρίσει (είμαι σίγουρος ότι θα το κάνετε και εσείς αυτό, είναι αναπόφευκτο) αλλά δεν μπορώ να μην πω ότι μου αρέσει και συνολικά. Είναι σίγουρα άλμπουμ που δεν θα κάνεις playlist, θα το αφήσεις να παίξει ολόκληρο, και όχι μόνο μία φορά.

Προσπάθησα να βάλω τον εαυτό μου στη διαδικασία να πω για κάθε κομμάτι ποιες είναι οι επιρροές. Αμέσως κατάλαβα ότι είναι λάθος και άτοπη η διαδικασία καθώς για όποιο κομμάτι οποιουδήποτε καλλιτέχνη το κάνεις αυτό κάποια στιγμή όλο και κάτι θα εντοπίσεις. Άλλωστε έχουν πει τόσο εύστοχα ότι στη μουσική δεν υπάρχει παρθενογέννηση. Παρόλο αυτά είναι ευδιάκριτο ότι δεν υπάρχει αντιγραφή, δεν υπάρχει κανιβαλισμός. Στο δεύτερο αυτό δίσκο και κρατώντας επίσης στο πίσω μέρος του μυαλού τα πολύ καλά remixes που έχει κάνει το γκρουπ για λογαριασμό τρίτων – Ελλήνων και ξένων (Τσαλιγοπούλου, Moby, Kylie Minogue, DEPECHE MODE, Rexx The Dog κα), είναι πλέον ευδιάκριτο το προσωπικό στυλ και στην ερμηνεία, και στην παραγωγή και στο όλο γενικότερα στήσιμο της δουλειάς.

Uptempo, low tempo, pop, electro, new romantic, dance και τόσα άλλα tags που μπορεί να βάλει κανείς. Αλλά είναι σοφό να βάζεις ετικέτες, βοηθάει σε τίποτα εκτός από το να ξεχωρίζεις τους Wu Tang Klang από τον Φοίβο Δεληβοριά;

Νέα κομμάτια λοιπόν, για ραδιόφωνο, για club, για lounge, για το αυτοκίνητο, το ipod, το γραφείο. Για πριν και μετά την εξόρμισή μας στις dance σκηνές, για τις ατελείωτες ώρες αναμονής σε στάση λεωφορείου ή στην κίνηση που δε λέμε να ξεκολλήσουμε. Ισορροπία σε φωνητικά και όργανα, χωρίς το ένα να καπελώνει το άλλο.

Είναι εξαιρετικά εμπνευσμένος ο τρόπος που προσεγγίζουν τις διασκευές. Πώς δεν προσβάλλουν τους πρώτους ερμηνευτές και συνθέτες αλλά και τους εαυτούς τους. Καλύτερο request για διασκευή από το Promise των When In Rome δε θα ζητούσα! Αντάξιο των προσπαθειών που έχουν κάνει και παλαιότερα (Pop Corn, Pure, Όλα Γυρίζουν).

Review track by track δε θα επιχειρήσω γιατί η δουλειά είναι ενιαία, μία και θα σας στερήσω την εμπειρία της γνωριμίας. Για γεύσεις πάντως ήδη μπορείτε να λάβετε από το ραδιόφωνο (κάποιοι ήδη το λιώνουν πολλάκις καθημερινώς) και από τη σελίδα που έχουν οι Marsheuax στο myspace (http://www.myspace.com/marsheuax).

Περιμένω πώς και πώς το όποιο video επιλέξουν τα κορίτσια και ήδη έχουν ξεκινήσει τα στοιχήματα… Για να ακούσω και από εσάς…

Χαίρομαι αφάνταστα που όπως και με το E-bay Queen, έτσι τώρα και με το Peek A Boo θα έχω να ασχολούμαι (αλλά φαντάζομαι κι εσείς) με την ακρόαση, την ένδυση (βάλτε τη μάσκα που έχει το CD, δείτε τον εαυτό σας στον καθρέφτη και τολμήστε στο επόμενο live ή dj set να εμφανιστείτε έτσι – αποφύγετε τις σακούλες του μανάβη, είναι faux και έχουν άλλη σκοπιμότητα), τον προσηλυτισμό (καιρό έχω να δω να ενθουσιάζονται έτσι άνθρωποι με “δύσκολο” γούστο από όλον τον κόσμο) αλλά πάνω από όλα με τη ΜΟΥΣΙΚΗ !!!

Marsheaux – PEEK A BOO
January 2007
Undo Records

Tracklist

01. Hanging On
02. Wait No More
03. No Sence
04. Promise (feat. Vassilikos)[When In Rome Cover]
05. City Of Lights
06. Dream Of A Disco
07. What A Lovely Surprise!
08. Home
09. What You Don’t Like
10. Love Under Pressure
11. People’s Mind
12. Regret [New Order Cover]
13. Heaven

Ακούω, μόλις, με προσοχή, από την αρχή έως το τέλος, τον πιο πρόσφατο δίσκο των Mahogany με τίτλο “Connectivity”. Είναι κυκλοφορία του βιαστικού και παρελθόντος πλέον έτους 2006. Και μου θυμίζει όλες εκείνες τις γλυκόπικρες, πλούσιες, χειμαρρώδεις, κάπως παραμυθένιες μελωδίες παλιών μουσικών συλλογών: Να σας διαβάσω/προτείνω συστατικά;

Tin Foil Star – Before we start (Reprise) [from “Too Late Then, Too Late Now”, 1999]
Blonde Redhead – Four damaged lemons [from “Mélodie Citronique”, 2000]
Mahogany – Il dynamo de luce [from “Memory Column”, 2005]
Metrotone – Feel (from “The Less You Have, The More You Are”, 2000)
Locust – The Girl With The Fairytale Dream [from “Morning Light”, 1997]
Piano Magic – Shot through the fog [from “Writers Without Homes”, 2002]
Keiron Phelan & David Sheppard – Par Avion [from “O, Little Stars”, 2002]
The Montgolfier Brothers – Even If My Mind Can’t Tell You [from “Seventeen stars”, 2000]
Notwist – Consequence [from “Neon Golden”, 2003]
The Magnetic Fields – Smoke and Mirrors [from “Get Lost”, 1995]
…..

Θα συνέχιζα μέχρι να ‘γεμίσω’ ένα νυχτερινό δύωρο με dreamy shoegazer pop μελωδίες, όμως καλύτερα να συνεχίσω με το “Connectivity”, το οποίο άλλωστε με τον πλούσιο ήχο του (το αφτί δεν προλαβαίνει την εισαγωγή κι εναλλαγή των ήχων, φυσικών και ηλεκτρονικών), ξεφεύγει αρκετά σε δυναμισμό και αυτοπεπόιθηση απ’ όσα γνωρίζουμε για την dream-pop. Κι αυτό γιατί δεν πρόκειται για θολή, ασαφή, νωχελική pop, αλλά για καλοδουλεμένη ατμοσφαιρική dream-pop με στοιχεία ‘ζωηρής’ ρυθμικής indie-rock.

Δεν είναι τυχαίο ότι για τη δημιουργία του δίσκου συνέδραμε ο κύριος Cocteau Twin, Robin Guthrie, με τη μινιμαλιστική, βαριάς υφής αλλά αιθέριας πάντα αισθητικής κιθάρα του. Αλλά και οι καθοριστικές παρεμβολές του μπάσσο, τα σωστά τοποθετημένα παιχνιδίσματα του πιάνο, ο ήχος των κρουστών ως βάση και ξεκίνημα των ηλεκτρονικών συμπληρωμάτων των κομματιών, τα προσεγμένα rhythm sections που αναδεικνύονται εξαιρετικά με τις διάφορες αλλαγές tempo, όπως στην electronica των Stereolab, συνθέτουν αρμονικά και ομοιόμορφα, σε διαφορετικούς συνδυασμούς κάθε φορά, τη θεματική καθενός τραγουδιού. Τίποτα δεν χρησιμοποιείται τυχαία εδώ, όλα είναι αναγκαία για την ανάπτυξη και ολοκλήρωση των κομματιών αλλά και την εύστοχη εκτέλεσή τους.

Τα τρία πρώτα κομμάτια του δίσκου “Tesselation, Formerly Plateau One”, “The View From The People Wall” και “Supervitesse” (ίσως και το “Neo-Plastic Boogie-Woogie” σε ορισμένα σημεία του) αλλά τμηματικά και το “Domino Ladder Beta” -υπέροχο κομμάτι, στολίδι στο δίσκο- ακούγονται κοντά στον ήχο των Cocteau Twins ή την ατμόσφαιρα που ανέδειξε η 4AD γενικότερα, ενώ άλλα παραπέμπουν στην αισθητική των Hooverphonic, όπως το “Renovo”, ή στη ζωηράδα των Belle & Sebastian. Ως σύνολο, ο δίσκος είναι μια θεσπέσια μουσική κατασκευή, όχι αυστηρή, όπως ίσως τη χαρακτηρίσουν μερικοί, αλλά σφιχτή σε ορισμένα σημεία της και χαλαρή σε άλλα, ώστε αβίαστα να συμπεραίνει ισορροπία ο ακροατής.

Δεν ξέρω κατά πόσο στο εξώφυλλο αποτυπώνεται η λεπτή αισθητική του περιεχομένου του δίσκου, πάντως αυτό το τελευταίο και πολύχρωμο είναι, και στομφώδες και… ιδιότροπο όπου χρειάζεται. Περιέχει ήχους απ’ το παρελθόν δοσμένους με μοντέρνο τρόπο και στόμφο… και στο τέλος-τέλος, με έναν δυναμισμό που λίγα συγκροτήματα θα αποτολμούσαν σήμερα.

Στο album περιέχεται ένας bonus δίσκος με remixes από τραγούδια του Connectivity (one featuring Robin Guthrie and a second one his (and Liz Frazer’s) daughter Lucy Belle Guthrie). Περιέχονται, επίσης, videos των “One Plus One Equals Three Or More”, “Neo-Plastic Boogie-Woogie” και “Supervitesse”.

Παρεμπιπτόντως, το όνομα mahogany χρησιμοποιείται για ν’ αναφερθεί κανείς σε διαφορετικές ποικιλίες σκουρόχρωμου ξύλου. Δεν ξέρω που θέλουν να παραπέμπει το όνομά τους, πάντως η μουσική των Mahogany εμπνέει ζεστασιά και αποπνέει τη γλυκιά μυρωδιά σκουρόχρωμου ξύλου το χειμώνα, ιδίως μετά από βροχή…

Tracklist

DISC 1:
1.Tesselation, Formerly Plateau One
2.The View From The People Wall
3.Supervitesse
4.One Plus One Equals Three Or More
5.Mantissa
6.Neo-Plastic Boogie-Woogie
7.Windmill International A
8.Renovo
9.Domino Ladder Beta
10.My Bed Is My Castle
11.Springtime Save Our Country

DISC 2:
1.Supervitesse
2.My Bed Is My Castle
3.Domino Ladder Beta – (with Robin Guthrie)

* Οι Μahogany δημιουργήθηκαν το 1996 στο Brooklyn των ΗΠΑ. Το 2005 κυκλοφόρησαν τη συλλογή  “Memory Column: Early Works & Rarities, 1996-2004”, ενώ πιο πριν ακόμη, το 2001, το “Dream of a Modern Day”, και τα δύο με την Darla Records.

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Διανύω την τελευταία μέρα και αυτού του χρόνου, του 22 της ζωής μου, του άχρωμου και άοσμου 2006. Ευτυχώς σε τέτοιες περιπτώσεις άγευστων, μονότονων περιόδων έχω και μερικά πράγματα να με ταξιδεύουν, μερικά πράγματα που με βγάζουν από την κουραστική καθημερινότητα βάζοντας με ευτυχώς σε άλλες παράλληλες πραγματικότητες. Με πηγαίνουν σε άγνωστες περιοχές του χώρου και του χρόνου, με χαλαρώνουν, με κάνουν να σκέφτομαι …δεν είναι όμορφο να σκέφτεσαι; Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι να σκέφτεσαι με το μυαλό κάποιου άλλου, να μπαίνεις στο δικό του όχημα, να είσαι εσύ στο τιμόνι και αυτός να σου λέει παραμύθια στην θέση του συνοδηγού… να επικοινωνείς έχοντας σαν μονή οδό την λεωφόρο του κινηματογράφου… Περισσότερα “Cine Αναδρομή 2006”