Menu

EL GRECO – ΜΠΟΡΕΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΝΑ ΝΙΚΗΣΕΙ ΤΟ ΦΩΣ;

Καλό το ερώτημα και η απάντηση επί της οθόνης ακόμα καλύτερη για τους ανήσυχους και αισιόδοξους…
Από την Πέμπτη 18 Οκτωβρίου ξεκίνησε στους κινηματογράφους της χώρας μας η προβολή της ταινίας του Γιάννη Σμαραγδή, την οποία εδώ και αρκετό καιρό περιμέναμε. Ο λατρεμένος αυτός ζωγράφος, πασίγνωστος από την ημέρα που εξαπλώθηκε το έργο του, έως σήμερα μας εμφανίζεται σε ένα φιλμ με πολύ καλή σκηνοθεσία αλλά και πολύ ιδιαίτερο cast. Περισσότερα “EL GRECO [Cinema]”

Έλεγχος. Η απώλειά του αποτελεί τον πυρήνα της ταινίας που περιγράφει τη σύντομη ζωή του Ian Curtis.

Ασπρόμαυρη φωτογραφία, γκρίζα πόλη, μαύρος ψυχισμός.
Από τη μια μεριά η ρουτίνα, το δημοσιοϋπαλληλίκι, το αφιλόξενο Manchester. Ο γάμος, με τις συμβατικότητες και τη μιζέρια του.

Από την άλλη, η μουσική. Η εκτόνωση. Οι στίχοι που καταγγέλουν τη ζωή όπως μας την έμαθαν. Τις «διαστρεβλωμένες αλήθειες», το κοινώς αποδεκτό για το μέσο όρο των ανθρώπων.
Ανάμεσα στις δύο καταστάσεις, ο τραγουδιστής των Joy Division. Ο γάμος του δεν τον γεμίζει. Η μουσική δεν τον λυτρώνει. Διέξοδος δεν υπάρχει. Περισσότερα “out of CONTROL”

Όταν άνοιξα το Lost Echoes δεν περίμενα ότι θα είχα την τιμή / πολυτέλεια (ότι κι αν αυτό τελικά είναι) κάποτε να παρουσιάσω νέο δίσκο από την αγαπημένη Joni Mitchell. Κι όταν τα νέα για επερχόμενη νέα δουλειά της άρχισαν να διαρρέουν στον τύπο, ομολογώ πως επιδόθηκα σε ένα σχεδόν αγχωτικό παιχνίδι ανακάλυψης της ημερομηνίας κυκλοφορίας της. Όταν τελικά αυτή έγινε γνωστή, μπήκε κατευθείαν στο calendar του Outlook, του κινητού καθώς και σε ένα post it, που ακόμα και τώρα έχω κολλημένο σχεδόν μπροστά μου… Μπορεί τα παραπάνω να φαίνονται γραφικά, αλλά δεν παύουν να αποτελούν έναν ιδιότυπο, σχεδόν υπερβολικό -αλλά καθόλου «αρκετό»- φόρο τιμής σε μία από τις μεγαλύτερες μορφές της αμερικανικής μουσικής σκηνής.  Διότι μπορεί η Joni Mitchell να είναι Καναδέζα αλλά σε ολόκληρη την καριέρα της αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αμερικανικής Folk, Country, Jazz και …Pop σκηνής.

Στη πραγματικότητα η Mitchell κατόρθωσε να ελιχθεί μέσα από διάφορα είδη μουσικής, να τα υπηρετήσει, και τελικά να τα προσπεράσει και να τα αφήσει πίσω της εμπλουτισμένα με τα δικά της ιδιαίτερα και ξεχωριστά μουσικά χαρακτηριστικά. Εκείνα τα χαρακτηριστικά που ακόμα και σήμερα -δεκαετίες μετά τις πρώτες (και καλύτερες) δουλειές της- πολλοί τα αναφέρουν και τα χρησιμοποιούν ως πηγή έμπνευσης, σε μια εποχή που κανένας δε φαίνεται ικανός να προσφέρει κάτι αγνό, καινούριο, πρωτότυπο και ιδιαίτερο …πάντα μουσικά.

Έχοντας αφήσει πίσω της τραγούδια αριστουργήματα (Blue, All I want, A case of you, Ladies of the Canyon, Blue Boy, Don’t go to strangers, Both sides now, I don’t know where I stand, Rainy night house, The arrangement, και άλλα πολλά… αμέτρητα), έχοντας εξυμνήσει τον έρωτα και τη φιλία, και εντυπωσιάζοντας κριτικούς και απλούς fans με τον ιδιαίτερο, γλυκό και λυρικό τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να εξιστορεί ιστορίες αλλά και εμπειρίες της καθημερινής ζωής, επιστρέφει μετά από 10 ολόκληρα χρόνια με νέο υλικό.

Κι αυτή τη φορά εστιάζει στον άδικο πόλεμο (Holy War, Genocide, Suicide, Hate and Cruelty, Men love war, Is that what God is for?), επανέρχεται σε θέματα περιβάλλοντος και υπερανάπτυξης (Shine on our Frankenstein technologies – Money makes the trees come down, it makes mountains into molehills – κάτι που ξεκίνησε να θίγει στο θαυμάσιο Ladies of the Canyon) ενώ μιλάει και για τη δύναμη που πρέπει να έχει ο άνθρωπος για να πολεμά στους αγώνες της ζωής (Hana says when life’s a drag, don’t cave in, don’t put up a white flag, raise up…).

If you can dream, and not make dreams your master
If you can think, and not make intellect your game
If you can meet, with triumph and disaster
And treat those two imposters just the same

Μουσικά στο Shine η Joni Mitchell ακόμα μια φορά αποδεικνύει ότι δεν «χωράει» και δεν περιορίζεται πουθενά. Θα βρει κανείς σε αυτή τη δουλειά της στοιχεία από jazz, χρώματα μελωδικής country αλλά και λυρικής pop, έως και drum ‘n base πινελιές. Η φωνή της μπορεί να μην έχει τη φρεσκάδα των παλαιότερων χρόνων, αλλά δεν παύει να έχει εκείνη τη χαρακτηριστική χροιά που σαν μαγική… μας καθηλώνει και μας κάνει να συνεχίζουμε να την ακούμε σαν τον καλύτερο παραμυθά στον γλυκό κόσμο της μουσικής…

Το Shine απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως κορυφαίο album. Είναι όμως μια ευπρόσδεκτη επιστροφή, κι ένας γλυκός γυρισμός που μόνο θετικά επιδρά στη «δίψα» των αυτιών μας για κάτι πραγματικά ποιοτικό και ιδιαίτερο. Για κάτι που τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά έχει να πει πολλά…

One Week Last Summer
This Place
If I Had A Heart
Hana
Bad Dreams
Big Yellow Taxi 2007
Night of the Iguana
Strong and Wrong
Shine
If

Την περασμένη Κυριακή είχα την τύχη να παρακολουθήσω την πρώτη προβολή της ταινίας:  “I’m not there” σε μία από τις φετινές «Νύχτες Πρεμιέρας» που διοργανώθηκαν στην Αθήνα. Πρόκειται για το πιο πρόσφατο φιλμ του σκηνοθέτη Todd Haynes (Velvet Goldmine, 1998) που θα έλεγα ότι δεν έχει καμία σχέση με τα κλασικά ντοκιμαντέρ – αφιερώματα που έχουμε  δει ως τώρα…
Η ταινία αποτελεί μια απρόσμενη μεταφορά της ζωής του Bob Dylan όπως πολύ ξεχωριστά τη συνέλαβαν οι Todd Haynes και Oren Moverman. Περισσότερα “‘I’m not there’ [Ruminations on the life of Bob Dylan]”

MUSE live, Αθήνα, 04.10.2007

Σίγουρα διασκεδάσαμε!… χτυπηθήκαμε στους ήχους της ηλεκτρικής κιθάρας και των drums του Howard…ακολουθήσαμε την προτροπή του Bellamy στο Hysteria : χάσαμε τον έλεγχο! (last chance to lose control). Συγκινηθήκαμε στο sing for absolution, την ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς, που δε συμπεριλαμβανόταν στη συνήθη set list των φετινών συναυλιών τους.

Τραγουδήσαμε μαζί τους για όσα έχουν περάσει ανεπιστεπτί (a kiss that can’t renew), για όσα μας κάνουν να ασφυκτιούμε (you will squeeze the life out of me), για την παρηγοριά που βρίσκει κανείς στην κιθάρα του (plug in baby) και για όσα θυμόμαστε ότι πρέπει να ξεχάσουμε! (Stockholm syndrome).

Απίστευτες εναλλαγές ήχων και στίχων, υπέροχη μετάβαση από το ξεσηκωτικό ροκ στην τρυφερή μελαγχολία των πιο εναλλακτικών τραγουδιών. Ανεξάντλητη η ενέργεια του Bellamy, εξωπραγματικά καλές ερμηνείες και φιλότιμες προσπάθειες να προλογίσει τα τραγούδια στα..ελληνικά! Vocals, πιάνο, κιθάρα, δυναμική σκηνική παρουσία…Θα μιλούσαμε για one man show, αν δεν ήταν εξαιρετική και η εμφάνιση του Dominic Howard στα drums. O -πολύ καλός- Wostenholme κατά τη γνώμη μου επισκιάστηκε από τους άλλους δύο.

Στα μείον της βραδιάς, η παρουσία κάποιων νεαρών στο κοινό που ήρθαν με αποκλειστικό σκοπό να…. χτυπηθούν, έχοντας ακούσει μόνο τα εμπορικότερα τραγούδια του Black Holes and Revelations. Οι συγκεκριμένοι τύποι (που ευτυχώς ήταν λίγοι) έχαναν το ενδιαφέρον τους στα πιο slow κομμάτια από το εκπληκτικό Absolution και φώναζαν αποδοκιμαστικά σχόλια η΄ επιδίδονταν σε συζητήσεις για το πού θα συνεχίσουν τη βραδιά μετά τη συναυλία!!

Οι περισσότεροι, πάντως, δε θέλαμε να σκεφτούμε ότι το εντυπωσιακό show κάποια στιγμή θα τελείωνε… Oι MUSE μοιράστηκαν μαζί μας τον κόσμο τους και μεταμόρφωσαν για λίγο τον δικό  μας! Το συναίσθημα που μας συντρόφευε στο τέλος της συναυλίας συνοψίζεται σε έναν αγαπημένο στίχο τους : A starlight in the gloom…..

Ημερομηνία: 04 Οκτωβρίου 2007, Τόπος: Terra Vibe, Αθήνα, Κείμενο: Νίκος Βογιατζής, Photos: Παντελής Τσέλιος

Το παρακάτω κείμενο έχει τον φιλόδοξο στόχο να επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης πως η συναυλία που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη το βράδυ στη Μαλακάσα υπήρξε η καλύτερη pop/ rock συναυλία που έχει γίνει στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Αλλά ας συνεχίσουμε με μια λιγότερο εντυπωσιακή εισαγωγή.

Η μουσική βιομηχανία μερικές φορές παίζει περίεργα παιχνίδια. Στην περίπτωση των Muse, η καταξίωση και η συνακόλουθη παγκόσμια αποδοχή συνέβη με τρία χρόνια καθυστέρηση. Για ποιους λόγους, αλήθεια, το εξαιρετικό Absolution του 2003 (το οποίο θα επιμένω να πιστεύω πως είναι το καλύτερό τους album μέχρι στιγμής) δεν είχε τα αποτελέσματα του πολύ καλού, αλλά με κάποιες αδυναμίες (που δεν είναι η στιγμή να αναφέρουμε) Black Holes and Revelations του 2006;

Κατά τη γνώμη μου, για  δύο: πρώτον, η απουσία ενός κομματιού όπως το Starlight, το οποίο αποτέλεσε «κλειδί» για αντιφατικά μεταξύ τους ακροατήρια και ραδιόφωνα, διευρύνοντας καταλυτικά τους δέκτες της μουσικής τους και δεύτερον, το κενό του 2006, που όπως πάντα έπρεπε να καλυφθεί από κάτι που θα έχει τη δυναμική να γίνει μεγάλο και εντυπωσιακό. Κάπως έτσι, η συγκυρία επέλεξε τους Muse το 2006, και αυτοί φρόντισαν να την αξιοποιήσουν στο έπακρο, οργανώνοντας μια εντυπωσιακή και παγκόσμια (πλέον) περιοδεία, που κατάφερε να γεμίσει δύο φορές το νέο γήπεδο Wembley. Καθόλου τυχαίο όμως δεν θα πρέπει να θεωρηθεί αυτό. Το συγκρότημα από το Teignmouth δούλεψε σκληρά από τη day one που η σχετική επιτυχία του χτύπησε την πόρτα (αναφέρομαι στο Muscle Museum του ντεμπούτου Showbiz) να αποτινάξει ακόμη μια άστοχη, όπως αποδείχτηκε στην πορεία, ταμπέλα: του αντιγραφέα των Radiohead. Και η πραγματική μουσική ενίοτε χάθηκε στον δαιδαλώδη και δυσδιάκριτο καθορισμό (οριοθέτηση) της επιρροής από την αντιγραφή. Να πώς μια μπάντα με τεράστιες δυνατότητες έπρεπε να περιμένει με υπομονή κάμποσα χρόνια μέχρι να γευτεί τους καρπούς της καθολικής αναγνώρισης.

Είναι η πρώτη φορά που έρχεται στην Ελλάδα ένα συγκρότημα στο απόλυτο peak της καριέρας του. Μεγάλες συναυλίες έχουν γίνει και στο παρελθόν, και από πλευράς παλμού, και από πλευράς εξοπλισμού, εφέ, videowalls, αριθμού φορτηγών, κλπ. Ίσως και μεγαλύτερες (σε προσέλευση σίγουρα). Όμως όλες άργησαν να περάσουν από τα μέρη μας. Πού ήταν οι Pearl Jam στα 90ς; Οι U2 στα 80ς; Οι Depeche Mode; ‘Η ακόμη οι Metallica στις αρχές των 90ς; Και πολλές άλλες περιπτώσεις ηχηρών ονομάτων τέτοιας εμβέλειας (γιατί σε αυτό αναφέρομαι• συγκροτήματα μικρότερης απήχησης έχουν έρθει, και θα ήμασταν άδικοι και μίζεροι αν δεν το αναγνωρίζαμε). Από αυτή την άποψη, οφείλουμε να συγχαρούμε τη διοργανώτρια που τόλμησε να ποντάρει σε ένα όχι και τόσο σίγουρο χαρτί, με βάση όσα έχουμε δει στο παρελθόν, σε τιμές, μάλιστα, καθ’όλα προσιτές. Το ρίσκο βγήκε, και ευχόμαστε τόλμη και καλές επιλογές σε όλες τις εταιρίες, προκειμένου να σταματήσουμε να ζηλεύουμε αυτά που συμβαίνουν στο εξωτερικό και να χαιρόμαστε θεάματα αυτού του επιπέδου.

Χωρίς support, οι Muse ανέβηκαν στη σκηνή κατά τις 9 παρά είκοσι με το ‘Knights of Cydonia’ και για μία ώρα και 40 λεπτά μας ταξίδεψαν στο μουσικό τους κόσμο, αποτελούμενο από space rock επιρροές, αυτοσχεδιασμούς – δυναμίτες, συναίσθημα, μελωδίες για ένα κόσμο που έχει δύο όψεις, πανηγυρική ατμόσφαιρα στο φινάλε. Δεν ξέρω πόσοι περίμεναν μια τέτοια έκπληξη. Η αλήθεια είναι πως, πριν φτάσω στο συναυλιακό χώρο, και βλέποντας στο πλήθος αρκετά αγόρια και κορίτσια γύρω στα 18, είχα την εντύπωση πως ικανός αριθμός θεατών πήγε μόνο και μόνο για το Starlight και γενικότερα το hype του τελευταίου album. Λάθος. Το κοινό ήξερε σχεδόν απ’έξω όλους τους στίχους, χαρίζοντας συγκινητικά sing along, ακόμα και σε παλιότερες κυκλοφορίες, πράγμα που μαρτυρά πως το συγκρότημα έχει στην Ελλάδα μεγαλύτερη βάση (μιας που είναι και της μόδας η λέξη!) απ’ ότι περίμενα.

Αυτός που εξέπληξε σίγουρα τους πάντες ήταν ο Matthew Bellamy. Πρέπει εδώ να πω πως ο μικρόσωμος αυτός μουσικός έχει κλασσικές σπουδές που θα ζήλευαν πολλοί. Αλλά και αν δεν το ήξερες αυτό, από τις πρώτες νότες της διαστημικής του κιθάρας θα καταλάβαινες πως ο τύπος riff-άρει με ακρίβεια …heavy metal κιθαρίστα, κατεβαίνει και ανεβαίνει οκτάβες για την πλάκα του στο ηλεκτρονικό πιάνο με ουρά (και φωτάκια!) που κουβαλήσανε, τραγουδάει ακριβώς πάνω στις νότες του κομματιού, χωρίς να χάνει τον παρορμητισμό και τα ελεγχόμενα ‘ξεστρατίσματα’ που επιβάλλουν μια ροκ συναυλία, αλλά και το ροκσταριλίκι, γενικότερα. Επιπλέον, κερδίζει στο μεγαλύτερο στοίχημα: να μεταφέρει όλες αυτές τις εντυπωσιακές σε όγκο γνώσεις σε μια alternative pop κουλτούρα που, αφενός δε θα κουράζει, αφετέρου θα αφήνει ένα διακριτό και αναγνωρίσιμο στίγμα. Σίγουρα την Πέμπτη το βράδυ έχτισε με μαεστρία την εικόνα του μύθου (σε αυτό βοήθησε και η υπερικινητική σκηνή παρουσία του, αλλά και οι γεμάτες συναίσθημα και πάθος ερμηνείες του, κυρίως στην κιθάρα) και του απόλυτου ροκ ειδώλου. Ας μη νομίσει κανείς πως οι άλλοι δύο υστέρησαν.

Ο Chris Wolstenholme είναι σίγουρα ένας πολύ καλός και ιδιαίτερα τεχνικός, για το είδος, μπασσίστας που ξέρει να γεμίζει τον ήχο και να βοηθάει όσο χρειάζεται τον Bellamy στα δεύτερα φωνητικά, ενώ ο Dominic Howard στα drums αποτέλεσε ακόμα μια ευχάριστη έκπληξη. Και όλα αυτά σε μια απέραντη σκηνή με τρεις διάφανες γιγαντοοθόνες, εντυπωσιακά οπτικά εφέ και videos συναφή με το θέμα του τραγουδιού, όπου όμως τρία και μόνο άτομα (κι ένας επιπλέον στα sampler και πλήκτρα) κατάφεραν να θέσουν το οπτικό θέαμα σε δεύτερη μοίρα, να το χρησιμοποιήσουν, δηλαδή, σε ρόλο υποβοηθητικό. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Στο Bigger Bang Tour των Rolling Stones, ας πούμε, που θεωρείται η ακριβότερη παραγωγή και το απόλυτο ρεκόρ εισπράξεων όλων των εποχών, επειδή έτυχε να το παρακολουθήσω, η μουσική αναγκαστικά μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Όχι ότι οι Stones δε σε αποζημιώνουν, αναλογικά πάντα με την ηλικία τους, και ερμηνευτικά, απλά αποφάσισαν (και καλά έκαναν) να ενισχύσουν το ‘πακέτο’ με μια τέτοια παραγωγή. Και για να επιστρέψουμε στους Muse, το εντυπωσιακό και τόσο καλοστημένο και δουλεμένο στην εντέλεια υπερθέαμα, καθιστά τη σύγκριση με το συναυλιακό παρελθόν της χώρας μας οδυνηρή…

Θα προσπαθήσω να σταχυολογήσω μερικά ‘καρέ’, για να πάρετε κλίμα από όσα συνέβησαν. Βέβαια, οι Muse έχουν μια μακρά πορεία στην οποία ο κάθε ακροατής συνδέεται με τον τρόπο του και επιλέγει εντελώς υποκειμενικά τις εικόνες που θα αποθηκεύσει δίπλα στα συναισθήματά του. Εμένα, ας πούμε, είναι δύσκολο να μου μείνει η εικόνα του Starlight ως highlight. Θα επέλεγα σε κάθε περίπτωση, όμως, τον ύμνο του εναλλακτικού ροκ ‘Plug in Baby’, στο οποίο χοροπηδούσαμε όλοι σα μικρά παιδιά όταν άρχισε να ηχεί το δαιμονισμένο αυτό riff  (και στο τέλος προσπαθήσαμε να φτάσουμε τα θεόρατα μπλε μπαλόνια γεμάτα κονφετί που πέταξαν στο κοινό). Το sing along στο Sing for Absolution, γιατί απλά αποτελεί αγαπημένο μου κομμάτι από το δίσκο του 2003. Τον εκπληκτικό ηλεκτρισμένο ήχο του Feeling Good στο πιάνο και τις εικόνες πίσω από τα video walls. Και βέβαια το σημείο της απόλυτης αμηχανίας: ο Bellamy αφήνει την κιθάρα και παίζει το bridge στο Butterflies and Hurricanes. Από εντελώς προσωπική σκοπιά, η ικανοποίησή μου υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη από το γεγονός ότι σχεδόν εξάντλησαν το ‘Absolution’, αποδεικνύοντας ότι και οι ίδιοι το θεωρούν μια πολύ σημαντική δουλειά – σταθμό στην καριέρα τους, και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού, όπως διάβαζα τότε στην ΝΜΕ, αυτό ήταν το album στο οποίο πόνταραν την ‘εκτόξευσή’ τους. Όμως, η ζωή τα έφερε αλλιώς, όπως έχουμε ήδη εξηγήσει.

Θα ήταν άστοχο να υποστηρίξουμε ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε δει τα τελευταία χρόνια ακριβές παραγωγές, ταλαντούχους μουσικούς, εξαιρετικούς τραγουδιστές, δεμένα συγκροτήματα που προβάρουν μαζί από τα 15 τους και έχουν επιτύχει την απόλυτη χημεία. Στην επισφαλή υπόθεση πως σε κάποια από αυτές τις συναυλίες συνέτρεξαν όλα τα παραπάνω, κάτι που συνέβη την Πέμπτη το βράδυ, σίγουρα θα έλειπε τούτο: το εκρηκτικό μείγμα δύναμης και συγκίνησης, πάθους και μεγαλείου επί σκηνής που μπορεί να βγάλει και να μοιράσει απλόχερα σε ένα, ούτως ή άλλως ενθουσιώδες κοινό, μόνο ένα συγκρότημα που βρίσκεται στο απόλυτο peak της καριέρας του, από πλευράς καταξίωσης. Και τίποτα δε μοιάζει ικανό να το σταματήσει, και το γνωρίζει αυτό. Που κοιτάζει από ψηλά το κοινό σηκώνοντας τη σφιγμένη γροθιά ανάμεσα στα φώτα, βγάζει μια δυνατή φωνή και έπειτα κοιτάζει ψηλά τον ουρανό και συνειδητοποιεί ότι μόλις κατέκτησε το σύμπαν. Για ένα ακόμα βράδυ. Θα μπορούσαν να είναι οι U2 του With or Without You και της περιοδείας του Joshua Tree. Οι Red Hot Chili Peppers του Californication, οι Oasis του Wonderwall, οι Muse του Starlight. Και ήταν.

Κοντολογίς, οι Muse είναι σε θέση αυτή τη στιγμή να παράγουν μια συγκλονιστική και, από κάθε άποψη άρτια pop/ rock εμπειρία, που ξεχειλίζει από ωριμότητα, μεστότητα, επικοινωνία και ειλικρίνεια. Δε γνωρίζω πού μπορούν να φτάσουν σε επίπεδο δισκογραφίας, συναυλιακά, όμως, έπιασαν κορυφή. Θα ήθελα, κλείνοντας, απλά να τους ευχαριστήσω, (και μαρτυρώντας, ταυτόχρονα, την αδυναμία μου να βρω έναν καταλληλότερο επίλογο) ως ένας από τους χιλιάδες θεατές, και έχοντας την ελπίδα πως μπορεί να εκφράζω αρκετούς περισσότερους, για όλο αυτό που προσέφεραν στη χώρα μας το βράδυ εκείνο, και έχοντας τη βεβαιότητα πως η αληθινή αξία του μόνο διαχρονικά θα μπορέσει να εκτιμηθεί. So, thank you very much Matthew, Chris, Dominic and see you back soon!

Φωτογραφίες: Παντελής Τσέλιος