Με αφορμή της κυκλοφορίας της ταινίας-ντοκιμαντέρ για την 20ετή πορεία των Pearl Jam, γυρίζουμε πίσω τον χρόνο στα τέλη της δεκαετίας του 80.
Τα 90’s ξεπροβάλλουν δειλά-δειλά και μια νέα μουσική πραγματικότητα ανατέλλει στην Αμερική. Στην πόλη του Seattle υπάρχει πραγματικός αναβρασμός. Πολλές νεανικές μπάντες ξεπετάγονται, όλοι οι μουσικοί γνωρίζονται μεταξύ τους, είναι μια μεγάλη παρέα. Σε μια γωνία της πόλης ο Jeff Ament και ο Stone Gossard πρώην μέλη των Green River, τηλεφωνούν στον Chris Cornell. Θέλουν να του ζητήσουν να φιλοξενήσει τον πρώην τραγουδιστή των “Malfunkshun” Andrew Patrick Wood, από την στιγμή που θα γυρίσει από την αποτοξίνωση. Ο Cornell δέχεται και οι επόμενοι μήνες θα τους βρουν να συγκατοικούν γράφοντας τόνους κομμάτια και μελωδίες καθημερινά. Έτσι παίρνουν σάρκα και οστά οι Mother Love Bone.
Μάρτιος του 1990. O Andrew Patrick Wood χαιρετά τον μάταιο αυτό κόσμο. Ο εθισμός του στην ηρωίνη ήταν μεγαλύτερος από την θέληση του για ζωή. Είχε όλο το πακέτο του rock star. Πομπώδης παρουσία, glam παρουσιαστικό, χαρισματικός performer, αυτοκαταστροφικός. Μαζί του πέθαναν και οι Mother Love Bone, έχοντας προλάβει να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους album.
O Cornell με δάκρυα στα μάτια 21 χρόνια μετά δηλώνει ότι όταν τον είδε στην εντατική, ήταν και το τέλος της αθωότητας της σκηνής. Δεν μίλησε για τον θάνατο του Curt Cobain, αλλά για τον θάνατο του Wood, πράγμα που δείχνει την σπουδαιότητα της μπάντας στην τοπική σκηνή.
Στο Seattle to underground βράζει. Οι Soundgarden και οι Alice in Chains ήδη είναι μεγάλα ονόματα της τοπικής σκηνής. Η χαζοχαρούμενη μουσική ταινία ‘Singles’ δείχνει με τον καλύτερο τρόπο τα μουσικά τεκταινόμενα πίσω από το βασικό της (ανιαρό) θέμα. O Stone Gossard πείθεται να ξανατηλεφωνήσει στον Jeff Ament και να ξαναβρεθούν. Εντωμεταξύ έχουν βρει στον δρόμο τους τον Mike McCready, έναν χαρισματικό lead κιθαρίστα “αληθινό rock star“ όπως θα πει αργότερα ο Cornell. Σε μια άλλη περιοχή της μερικής, στο San Diego συγκεκριμένα, o Eddie Vedder πέρναγε την μέρα του κάνοντας surfing και τραγουδούσε σε ντόπιες μπάντες. Στα χέρια του φτάνει μια demo κασέτα από ένα γκρουπ του Seattle που ψάχνει τραγουδιστή. Γράφει τους στίχους για τρία κομμάτια της κασέτας και την ταχυδρομεί πίσω. Την ονομάζει “Momma-Son” και βάζει το τηλέφωνό του πάνω της.
Το τι ακολούθησε, γράφτηκε με χρυσά γράμματα στην ιστορία της μουσικής. Τρία από τα κομμάτια της κασέτας αυτής γίνονται τα “Alive”, “Once”, και “Footsteps.” Με τις δυναμικές εμφανίσεις του Eddie, την απίστευτη φωνή του τόσο σε πάθος όσο σε ένταση, και τις ακροβατικές του ικανότητες επί σκηνής η φήμη τους εξαπλώνεται. Μπαίνουν στον στούντιο και ηχογραφούν το Ten. Το εξώφυλλο του άλμπουμ προϊδεάζει τον ακροατή. Πέντε χέρια ενωμένα στον ουρανό, δηλώνει την ενότητα και την πίστη στις δυνατότητες τους. Και βγαίνει ο δυναμίτης των 90’s.
Με την καταλάθος επιτυχία του Nevermind των Nirvana, το Ten συμπαρασύρεται στην κορυφή ξεπερνώντας όλη την μουσική παραγωγή του Seattle. Είναι πλέον ένα μεγάλο συγκρότημα.
2011. Είκοσι χρόνια μετά, οι τέσσερις τους είναι ακόμα μαζί. Προστάτεψαν το γκρουπ τους από την λαίλαπα του mainstream και της εφήμερης επιτυχίας. Καταφερθήκανε ενάντια στην Ticketmaster και την μονοπωλιακή της πολιτική, δεν αυτοκτονήσανε στην πορεία όπως οι ήρωες της πόλης, αποτραβηχτήκανε σκόπιμα από το προσκήνιο όταν έπρεπε και διατήρησαν το παρεΐστικο κλίμα του συγκροτήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν βγάλανε video clip όταν κυκλοφόρησαν το δεύτερο άλμπουμ τους παρά το γεγονός ότι έγινε εφτά φορές πλατινιένιο. Γιατί από ότι αποδείχτηκε το μόνο που ήθελαν να κάνουν είναι μουσική.
Σχολιάστε