Ο Μπρους Γουέην δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση για τένις εκείνο το χειμωνιάτικο δειλινό, κάτι από το παρελθόν ζωγράφιζε μια θλιμμένη ανατολή καθώς σήκωσε το βλέμμα του πάνω από το πιάτο με τα στρείδια στο tennis club της Gotham και φώτισε με το βλέμμα του τον περίγυρο. Ο Mike Van Portfleet που καθόταν απέναντι του τον συνάντησε στην αφηγημένη του περιπλάνηση με ένα παγωμένο χαμόγελο αλλά ο Μπρους ήξερε ότι γενικά ο Mike δεν ήταν και μεγάλος fan της αντισφαίρισης, είχε έρθει αναγκαστικά στο γήπεδο για να δει την αγαπημένη του Tara Vanflower να ανταλλάσσει σκέψεις με τη Jarboe . Ο ίδιος προτιμούσε το σκουος με αντίπαλο τον ίδιο τον εαυτό του, έμενε με τις ώρες στην αίθουσα παλεύοντας σ’ αυτό το πεδίο για σκοπούς που έψαχνε να βρει ακόμη.
Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν τον ενδιέφερε ο Mike, κάτι έμοιαζε να τον ενοχλεί, εντονότερο και πιο παγωμένο και από τη συναισθηματική κατάσταση του σπουδαίου καλλιτέχνη. Σίγουρα δεν ήταν το γεγονός ότι ο πιστός του υπηρέτης είχε «πειράξει» το Batmobile για να κάνει τα άτια του 3000 χωρίς να τον ρωτήσει, ούτε και ότι η αγαπημένη του Juve είχε ηττηθεί με 8-0 από τον κακό της δαίμονα, τον Ολυμπιακό Πειραιώς. Παρόλο που πλησίαζαν Χριστούγεννα, η ψυχή του έμοιαζε απολιθωμένη χωρίς να γνωρίζει γιατί, μια κρουστά αδρανείας είχε εγκατασταθεί στα σπηλαία της, η στολή του δεν του επέτρεπε να μπει σε κανένα κλαμπ της πόλης και οι Sisters of Mercy δεν έλεγαν να βγάλουν καινούριο δίσκο, βυθισμένοι στις απόκρημνες αβύσσους στις οποίες ο Joker είχε φροντίσει να παραμορφώσει την έμπνευση του Andrew σε μισανθρωπία. Χρειαζόταν ένα δυνατό ποτό και καθώς περίμενε την τεκιλα του σκέφτηκε ότι αυτό το συμβόλαιο που είχε κλείσει με τη Nike να φοράει στολή με το σήμα της κάθε άλλο παρά προς συμφέρον του ήταν.
Γυρίζοντας σπίτι δεν πηρέ το συνηθισμένο δρόμο αλλά πέρασε από το σπίτι της Βικυ Βειλ. Από τότε που η γνωστή δημοσιογράφος είχε αρχίσει να γραφεί στην Cappuccino όλο βρώμες έβγαζε για την προσωπική του ζωή, τον είχε ήδη κατηγορήσει για σύληση τάφου ενώ όλοι ήξεραν ότι είχε επιστρέψει ο Crow για να εκδικηθεί το θάνατο της αγαπημένης του. Έπειτα οι υπαινιγμοί της περί σχέσης του με τη Marianne Faithful κάθε άλλο παρά σοβαροί ήταν.
«Γαμωτο χρειάζομαι μια αλλαγή» εκμυστηρεύτηκε στο μπάτλερ, ο οποίος ανταπάντησε με ψυχραιμία: «Δεν είμαι ένοχος».
Το επόμενο πρωινό πακετάρισε κάποια πράγματα και σχημάτισε τον αριθμό του Μπεν Σομπελ, προσωπικού ψυχιάτρου του Χαρι Ειντζελ, της πιο μπερδεμένης περίπτωσης στην ιστορία της Gotham . Γκα, γκα, γκα έκανε στο τηλέφωνο ο Μπεν μόλις άκουσε την ταραγμένη φωνή του Μπρους, ”μα μόλις ξέμπλεξα με την περίπτωση Βιτι και εσύ θες να ξαναβουτήξω στο βυθό της δικής σου αλλόκοτης ψυχολογίας;. O Φρόιντ θα τρελαινόταν αν είχε ν’ αντιμετωπίσει τέτοιες περιπτώσεις σαν τις δικές σας. . . κατάρα. . . περνά από εδώ. . . ».
Όταν ο Μπάτμαν μπήκε στο ραδιομέγαρο της Γκόθαμ οπού στεγάζονταν και τα κέντρα ψυχικής υγειάς ο Μπεν τον υποδέχτηκε μ’ εγκαρδιότητα αν και κάποιος προβληματισμός αχνοφαινοταν στην έκφραση του. «Θα ξέρεις Μπάτμαν ότι οι εκπομπές μου μεταδίδονται σε όλη τη Γκοθαμ, οπότε οι καταστάσεις είναι λεπτές. . . δηλαδή, εντάξει για ραδιόφωνο μιλάμε ωστόσο πρέπει να αποκαλυφθεί τ’ όνομα σου αργά η γρήγορα στο κοινό». Ο Μπεν Σομπελ ήταν ένας από τους κορυφαίους ψυχαναλυτές και οι ιδιωτικές επισκέψεις ήταν δυσβάστακτες για βαλάντια ακόμη σαν και αυτά του Μπρους Γουέην με την αμύθητη περιουσία, χωριά που δεν ήθελε να κινήσει υποψίες για την ταυτότητα του και να γεμίσει με μελανί τη δηλητηριώδη πένα της Βίκυ Βέιλ. Ο Μπεν είχε επιλέξει να παρουσιάζει σε «δημοσιές εκπομπές» κάποιες περιπτώσεις που θα προκαλούσαν το ενδιαφέρον του κοινού χωρίς να ζητά χρήματα από τους «ασθενείς». Βεβαία δεν ήταν ότι δούλευε και για το κοινό καλό αμισθί, αντίθετα οι ακροαματικότητες του ήταν τέτοιες που είχαν ωθήσει τους ιθύνοντες του Goth-channel να του προσφέρουν ένα πακτωλό εκατομμυρίων cd για να δουλέψει στο σταθμό. Ήδη τον είχαν επισκεφθεί άτομα όπως ο μεγάλος μαφιόζος Βίτι, o Douglas P. , o oποιος είχε χαθεί σ’ ένα εφιάλτη του Κάφκα. ο Γιούγκι-ο που έψαχνε τον άλλο του εαυτό και η Νίνα Χάγκεν που ισχυριζόταν ότι απήχθη από εσωγήινους, συμμάχους των σιωνιστών και εχθρούς της post punk αισθητικής της.
Ο Μπάτμαν ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση. Ήταν ο πρώτος σούπερ ήρωας που τον επισκεπτόταν.
«Λοιπόν άκου πως έχουν τα πράγματα» είπε στωικά ο Μπεν, “η εκπομπή κρατά ένα διωράκι ανάμεσα στις ερωταποκρίσεις θα βάζεις κομμάτια αγαπημένα σου και έτσι η συζήτηση θα γίνεται ευχάριστα, θα έχει την ευκαιρία το κοινό-αλλά και εγώ-να συμπεράνουμε την ψυχολογική σου κατάσταση, αν είσαι θλιμμένος κλπ, κλπ. Το τελευταίο ημίωρο ίσως και σαρανταπεντάλεπτο θα συζητήσουμε γενικότερα και θα σου εκθέσω τις απόψεις μου. Θα δούμε επίσης αν θα έχουμε νικητή. Σύμφωνοι;».
Ο Μπάτμαν σκέφτηκε ότι με αυτή τη λογική θα μπορούσε να επισκεφτεί την εκπομπή του Κώστα Ανεστοπουλου στον Επικοινωνία και να παίξει στην εκπομπή του τα αγαπημένα του δισκάκια των Mesh. Η ακόμη και του Λεωνίδα, αν και ο τελευταίος δεν πολυενθουσιαζόταν με την ιδέα του να έχει συνομιλητή στο Studio ένα μασκοφορεμένο μεταμεσονύχτιο εκδικητή, γιατί θα έπρεπε να είναι πιο επιμελής απ’ ο, τι συνήθως. «Τελοσπάντων. . . εντάξει», έκανε συγκαταβατικά ο Μπάτμαν, που δεν έβλεπε κάποια άλλη διέξοδο στα προβλήματα του(ausweglose Situation).
O Mπεν Σόμπελ ξεκίνησε την εκπομπή, λέγοντας δυο τρία πραγματάκια για το βιογραφικό του καλεσμένου, του χωρίς να ανακοινώσει και το όνομα του.
«Η επιλογή του πρώτου τραγουδιού θα είναι του σημερινού μας λοιπόν καλεσμένου. . . θυμηθείτε, δεν πρόκειται να τον ονομάσω αλλά ταυτόχρονα δίνω τη ευκαιρία να κερδίσει ένα ταξιδάκι στην Dark City του Αλεξ Πρόγιας οποίος τηλεφωνήσει πρώτος και μας πει ποιος είναι ο αποψινός καλεσμένος. ».
Ο Μπάτμαν του υπέδειξε το πρώτο τραγούδι. Ήταν το «Piggy in the mirror” των cure. Δεν ήταν ο, τι πιο δημοφιλές είχαν βγάλει ποτέ ο Smith και η παρέα του. Αυτή ακριβώς η σκέψη οδήγησε τον διάσημο ψυχαναλυτή να ρωτήσει τον κύριο Doe (έτσι ονόμαζε κάθε φορά το διάσημο επισκέπτη του, για να μην αποκαλύψει την ταυτότητα του) αν όντως το The Top ήταν η αγαπημένη του δουλειά από τους Cure. ”Mα όχι, όχι» πρόστασε οποιοδήποτε συμπέρασμα του Μπεν ο Μπάτμαν, «ίσα ίσα είναι γνωστό ότι ο Ρόμπερτ εκείνη την περίοδο κατανάλωνε ότι έβρισκε μπροστά του από κολλά μέχρι after shave. . . δεν ξερώ όμως γιατί επέλεξα αυτό το τραγούδι. . . ”. “Μάλιστα”, κούνησε σκεπτικός το κεφάλι ο Μπεν Σομπελ. ”Μήπως θα μπορούσατε να μας πείτε ποια είναι τα αγαπημένα σας τραγούδια από τους Cure και ποια όχι;». Ο άνθρωπος νυχτερίδα δε χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ. «Το figurehead, το charlotte sometimes, το homesick, το A forest, το play for today, το Friday I m in love, το boys don t cry. . . Θεέ μου είναι τόσο πολλά. . . δεν ξερώ ποιο να πρωτοαναφέρω. . . ». «Καλά, καλά τον διέκοψε ο Μπεν, όλοι το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζετε με αυτό το συγκρότημα. . . τουλάχιστον μπορείς να μου πεις ποιο κομμάτι τους δε συμπαθείς και ποιο δίσκο εκτιμάς λιγότερο;». Ο σούπερ Ήρωνας φάνηκε διστακτικός αλλά τελικά ψέλλισε στο μικρόφωνο: «Το Lullaby ποτέ δε με άγγιξε. . . και το Japanese Whispers πάντα. . . δεν ξερώ, μου την έσπαγε ο τίτλος. . . ». “Μάλιστα», έκανε σκεπτικός ο Σομπελ και ταυτόχρονα έκανε νόημα στο Μπάτμαν να επιλέξει το επόμενο κομμάτι, σημειώνοντας κάτι στο μπλόκε του.
«Εεε. . . μάλλον το A sad clown από Fleur”. “Πολύ ωραία. . . έτριψε τα χεριά του ο Μπεν. Η τετράλεπτη μελωδία των Ουκρανών απέσπασε την προσοχή του νυχτεριδάνθρωπου από τις μελαγχολικές σκέψεις μεταφέροντας τον σε μια ήσυχη, ευχάριστα θλιμμένη και εγκυμονούσα ευγνωμοσύνη αιωνιότητα. Ήταν τόσο όμορφα να χαϊδεύουν τα μύχια της ψυχής του οι φωνές των Helena και Olga καθώς άνθιζαν μέσα στους ανήλιαγους γκρεμούς της. Θυμήθηκε έναν από τους πολλούς αγαπημένους του στίχους του Ezra Pound, ”κράτησε με στη βαθιά μοναξιά των ανήλιαγων γκρεμών και των γκρίζων υδάτων. Άφησε τους θεούς με σιγανή φωνή να λεν για μας στα χρονιά που θα’ ρθουν», όμως η απαλή αυτή ανάμνηση διακόπηκε από το τέλος του τραγουδιού. Ο Μπεν τον κοίταζε διερευνητικά: ”Αυτό είναι το αγαπημένο σας κομμάτι από το δίσκο;». «Όχι, όχι όλα μου αρέσουν το ίδιο τα ουκρανικά δίχτυα που έπλεξαν αυτές οι δυο όμορφες μαύρες χήρες αναποδογύρισαν για τα καλά την ψυχική μου γαληνή, δεν ξερώ τι να πρωτοδιαλέξω απλώς επέλεξα αυτό το κομμάτι λόγω τίτλου. . . ». Ο Μπεν ξανασημείωσε κάτι. Το τηλέφωνο χτύπησε. Ο Μπεν απάντησε. Ήταν ένας ακροατής που ήθελε να δοκιμάσει να βρει ποιος είναι ο διάσημος καλεσμένος. «Σας ακούμε», είπε ο ραδιοδεσπότης. «Εεε, ο Κέρμιτ;”. Ο Μπεν χαμογέλασε. «Όχι, πολύ επιφανειακός συλλογισμός φίλε μου. . . σ’ ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου».
Το επόμενο τραγούδι που επέλεξε ο Μπάτμαν ήταν το “Firestarter” από τους Prodigy. H απότομη αλλαγή στο μουσικό καντηλέρι του παράξενου επισκέπτη αναζωπύρωσε τη φλόγα της περιεργείας του Μπεν. «Περίεργο», σκέφτηκε, «από Fleur σε Prodigy;”. Πραγματικά ήταν εντυπωσιακό, από τη γαλήνια λίμνη των ουκρανιδών στον ορμητικό χείμαρρο του Keith και της φασαριόζικης παρέας του. Μόλις τελείωσε το τραγούδι ο Μπεν απευθύνθηκε στο συνομιλητή του ανυπόμονα: ’Γιατί Prodigy μετά από Fleur;». «Δεν ξερώ, έτσι μου ορθέ, ασυνείδητα. . . παρατήρησα ότι έχετε πολλά μυρμήγκια εδώ στο στούντιο και θυμήθηκα ότι λατρεύω – εκτός από τη μουσική – και το σήμα των Prodigy, το μυρμήγκι”. «Αχα. . . » έκανε, ο ψυχαναλυτής «να υποθέσω ότι ο αγαπημένος σας ζωγράφος είναι ο Σαλβαντόρ Νταλί;». «Μα πως το ξέρετε;». «Θα το συζητήσουμε μετά. . . τώρα ας. . . », ο λόγος του Μπεν διεκόπη από ένα τηλεφώνημα. «Σας ακούμε. . . ». «Ε, εγώ μιλάω;». «Ναι, ναι. ». «Ε, λοιπόν νομίζω ο καλεσμένος σας είναι ο Λεωνίδας Σκιαδάς». «Μα τι σας κάνει να το λέτε αυτό;» ρώτησε τον ακροατή ο Μπεν Σομπελ κοιτάζοντας με αμηχανία τον Μπάτμαν. «Ε, να. . . μα από Fleur σε Prodigy; Μονό το Σκιαδά έχω ακούσει να κάνει τέτοιες αλλαγές στο τελευταίο ημίωρο της εκπομπής του για να ικανοποιήσει τις παρακλήσεις των ακροατών. . . ». «Α, ναι, αυτό το παιδί είναι πολύ φιλότιμο προσπαθεί να χωρέσει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. . . », έκανε ο Μπρους Γουέην, παρεμβαίνοντας. Τελικά, ο Μπεν Κάμπελ έκλεισε τη σύντομη αυτή παρέμβαση: ”Όχι ο καλεσμένος μας δεν είναι ο Λεωνίδας Σκιάδας. . . ευχαριστούμε που πήρατε. . . και μην ξεχνάτε. . . η εκπομπή είναι μια προσφορά των ζυμαρικών Poison Ivy».
«Η επόμενη επιλογή του αποψινού καλεσμένου είναι. . . », άφησε μ’ ένα νεύμα του το λόγω στον Μπάτμαν ο Μπεν Σόμπελ. . . «εεε, το Nyntando-shock από Welle Erdball”, ψιθύρισε πάλι ο Μπάτμαν κάτι που ανάγκασε τον Μπεν να το κάνει παρατήρηση. Οι επιλογές αν και έμοιαζαν ατσούμπαλες και αταίριαστες μεταξύ τους είχαν βοηθήσει τρομερά τον Μπεν να προσδιορίσει την ψυχολογική κατάσταση του Μπάτμαν καθώς ήταν αυθόρμητες και όχι προϊόν έλλογης σκέψης, άρα βρίσκονταν πιο κοντά στο ασυνείδητο της νυχτερίδας παρά στο συνειδητό τμήμα του εγκεφάλου της. «Σας αρέσουν οι Welle Erdball;”. “E, όχι ιδιαιτέρα, δεν ξερώ όμως, επέλεξα αυτό το κομμάτι. «Ας περάσουμε σ ένα σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα».
Μετά την ολιγόλεπτη παύση ο Μπρους Γουέην επέλεξε το A sleeper in Metropolis. Σιγά σιγά το τοπίο άρχιζε να ξεθολώνει και ο ψυχαναλυτής μπορούσε να διακρίνει πιο εύκολα το βαλτώδες στίγμα στην ψυχή του Μπάτμαν οπού ο καλεσμένος του ένιωθε τον Καιν να κουβαλά άχυρα. «Είναι η αγαπημένη μου καλλιτέχνης η Αννι ξέρετε», έκανε ο Μπεν. «Αλήθεια;”, συνέχισε ο Μπάτμαν, «θυμάμαι όταν είχα πρωτακούσει το Our Darkness στο δημαρχείο. . . αξέχαστες εποχές. . . πολύ πριν μπει το ευρώ στη ζωή μας. . . ». «Τι εννοείτε;» ρώτησε ο Σομπελ. «Ε, να με το ευρώ έχουν αρχίσει και μπερδεύονται τα πράγματα. . . εκτός από την πρωτοφανή ανατίμηση των προϊόντων αμφιταλαντεύεσαι και για μικροπράγματα, όπως λ. χ. , ν’ αφήσω η όχι φιλοδώρημα;» «Το κάνετε πιο λιανά;» «Ναι, βέβαια, ας πούμε ότι ένας Μπάτμανοχυμος κοστίζει 40 λεπτά, έτσι; Έχω πενηντάρικο. . . αφήνω τα 10 λεπτά ρέστα η τα παίρνω και θεωρούμαι τσιγκούνης;» «Μάλιστα. . . », ξανασημειωθηκε κάτι στο σημειωματάριο. «Τελικά τι κάνετε;». «Ε, τ αφήνω για δέκα λεπτά θα χαλάσουμε τις καρδιές μας;».
«Η επόμενη επιλογή σας(και τελευταία);». «Να σκεφτώ λίγο;». «ΟΧΙ», έφυγε το σημειωματάριο από τα χεριά του Σομπελ. Ο νυχτεριδάνθρωπος τρόμαξε και σήκωσε την κάπα του για να προστατευτεί από τον εκνευρισμένο ηχολήπτη ο οποίος είχε μπει στο στούντιο φωνάζοντας ότι είχε πάρει φωτιά το δωμάτιο με τις κόπιες του «Μετρόπολις» οπότε ο Μπάτμαν λέγοντας φευγαλέα στον Μπεν να παίξει το London s burning βυθίστηκε στις γοτθικοασπρόμαυρες φλόγες του γερμανικού εξπρεσιονισμού για ν’ αναδυθεί ως εκ της τέφρας του και πάλι στη Γκόθαμ σώζοντας ταυτόχρονα τις κόπιες και την υπόληψη του ως σουπερήρωα.
Ακολούθησε ένα μικρό διάλειμμα.
“Ας συζητήσουμε λίγο», είπε μαλακά ο Μπεν καθώς είχε απομείνει ένα σαρανταπεντάλεπτο για να ολοκληρωθεί η εκπομπή. Ο διαγωνισμός είχε λήξει χωρίς κανείς να μπορέσει να βρει ποιος ήταν ο μυστηριώδης καλεσμένος. Ο διάσημος ψυχαναλυτής ανακοίνωσε ότι επρόκειτο για το Μπάτμαν. Αυτό έπεσε σαν κεραυνός στην Γκόθαμ. Κανείς δεν περίμενε ότι ο υπερήρωας της πόλης τους θα είχε προβλήματα.
«Λοιπόν, το πρώτο κομμάτι που επιλέξατε ήταν το Piggie in the mirror. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι δεν σας αρέσει το Lullaby και δεν «χωνεύετε» το «Japanese Whispers” με οδηγεί στην ακόλουθη σκέψη: καταρχήν θέλετε να γυρίσετε στην εποχή της αθωότητας των κόμικς, η μις Πίγκυ αντιπροσωπεύει την αθώα εκφορά της χειροτεχνίας σε αντίθεση με τη manga αισθητική των Γιαπωνέζων. Οι γιαπωνέζικοι αυτοί ψίθυροι έγιναν εκκωφαντικοί στ’ αυτιά σας και τώρα προσπαθείτε να επαναπροσδιορίσετε τη θέση σας σ’ έναν κόσμο διαρκώς εμπλουτιζόμενο και γεμάτο νέους υπερήρωες. Φαντάζομαι ότι ούτε το Pokemon των APB σας άρεσε έτσι; «Ναι», ξεφύσησε απογοητευμένος ο νυχτεριδάνθρωπος. «Άρα έχουμε να κάνουμε εδώ μ’ ένα καθαρά υπαρξιακό υπόβαθρο στην επιλογή τραγουδιού. . . χμμ. . . όσο για την απέχθεια για το Lullaby Αυτό πλέον είναι ξεκάθαρο, η παρουσία του Spiderman στην αισθητική του Σμιθ σας δημιουργεί ένα αίσθημα συναγωνισμού που μοιάζει να διογκώνεται στη σημερινή υπερκαταναλωτική κοινωνία του αμέσου κέρδους και της εφήμερης δόξας. ». «Μάλλον», έκανε αμήχανα ο Μπάτμαν που ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι η Πιγκυ θ αντανακλούσε τόσες πολλές αλήθειες για τον ίδιο.
«Έπειτα επιλέξατε το a sad clown από τις Fleur. Μήπως γιατί αισθάνεστε έτσι;» μούγκρισε περισσότερο ρητορικά ο Μπεν χωρίς να περιμένει απάντηση. «Ναι, ναι Αυτό είναι» συμπέρανε χωρίς να κοιτάζει τον ηρώα. «Νιώθετε παραμελημένος, μοιάζετε με γραφική φιγούρα και όλοι σας μνημονεύουν σαν κάτι παρελθοντικό, έχοντας αναπαυθεί στο μαξιλάρι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού θεωρούν ότι πλέον δε διατρέχουμε κανέναν κίνδυνο από τους γείτονες μας, τους Μαρβελιάνους. Έτσι, χωρίς να το έχετε συνειδητοποιήσει μεταμορφώνεστε σιγά σιγά σ’ ένα εκκωφαντικό εκκρεμές που αναπολεί τις υπεροχές στιγμές του παρελθόντος όταν δεν έπαιζε ένα διακοσμητικό ρόλο στη διαμόρφωση του χρόνου. . . δεν είναι όμως έτσι. . . δεν είστε ένας θλιβερός Κλόουν αλλά ένας θεματοφύλακας των στερεών βάσεων που εδραίωσαν τη Γκόθαμ στη συνείδηση του κόσμου ως πρωτυφάντρα θεσμικών αξιών, όπως η ελευθερία του ουρείν στις γωνιές και το φιλοδώρημα στον πελάτη!» έκλεισε μ’ έναν καλπασμό το λόγο του ο Μπεν, ο οποίος ένιωθε περήφανος ως κάτοικος της Γκόθαμ.
«Όσο για την επιλογή σας Firestarter το νόημα της είναι ξεκάθαρο: ο Νταλί θεωρούσε τα μυρμήγκια ως σύμβολο παρακμής και γι’ αυτόν το λόγω επιλέξατε τους Prodigy χωρίς να δώσετε τόσο σημασία στο κομμάτι όσο στο σύμβολο τους, το μυρμήγκι. Νιώθετε ένα είδος παρακμής. Φυσικά, με το εν λόγω τραγούδι προκαλέσατε την σχεδόν ολοσχερή καταστροφή του δωματίου οπού φυλάσσονταν οι υπερευαίσθητες σε ακραίους ήχους κόπιες του βωβού Μετρόπολις και όπως με ειδοποιούν θα αναγκαστείτε να πληρώσετε ένα μέρος των ζημιών. Αλλά αυτό δεν άπτεται του θέματος μας. . . »
Για το Nyntando shock η εξήγηση είναι εξίσου απλή. Οι σημερινοί αδηφάγοι μηχανισμοί εκμεταλλεύσεως του συμβόλου σας από τις μεγάλες εταιρείες. όπως λ. χ. την παιχνιδοβιομηχανία δε θα μπορούσαν παρά να σας προκαλέσουν ένα στιγμιαίο αλλά αέναως επαναλαμβανόμενο σοκ, κάθε φορά που ένας πιτσιρικάς θ’ αποφάσιζε να σας υποδυθεί. Η στιγμιαία αυτή αλλαγή θα σας έβαζε ασυνείδητα αντιμέτωπο με παλιούς εχθρούς όπως ο Τζόκερ, ο πιγκουΐνος και ο κομμουνισμός. Και εντάξει ο Τζόκερ και ο πιγκουΐνος μοιάζουν αυτή τη στιγμή ανενεργοί αλλά ο κομμουνισμός μπορεί να σας επιτεθεί με τη μορφή του μουζίκου μπάτλερ, που υποθέτω ότι έχετε, οποιαδήποτε στιγμή. . . ».
«Για το Sleeper in metropolis δεν έχω να παρατηρήσω πολλά. . . Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι το σχόλιο σας για τα ρέστα που αφήνετε όταν οι τιμές παίζουν για λίγα λεπτά. Βεβαία, οι αριθμοί κάθε άλλο παρά αξιολογικές μονάδες είναι αλλά εσείς φαίνεται πως τους έχετε προσδώσει αυτήν την καντιανή αξιολογική υπόσταση και κατά συνεπεία ταυτίζετε τη γαλαντομία σας με τέτοιου είδους κινήσεις όπως το ν’ αφήνετε τα ρέστα στα φαστφουντάδικα. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Κάνοντας μια σύντομη και πάντως όχι ετυμολογική ανάλυση της λέξης γαλαντομία μπορώ πρόχειρα να συμπεράνω ότι, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Φρόιντ-ο οποίος παρεμπιπτόντως κατηγορήθηκε για στήσιμο κοκορομαχιών στον καιρό του-έχετε καθηλωθεί στο στάδιο του στήθους της μητέρας σας (δηλαδή του γάλατος) και κατά συνεπεία δεν έχετε αποβάλει την προσκόλληση σε παιδιάστικες συνήθειες που ίσως να υποκρύπτουν ένα οιδιπόδειο σύμπλεγμα. αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. ».
«Θα ήθελα να σας ρωτήσω και κάτι άλλο ακόμη. Είστε ευχαριστημένος από τη μεταφορά σας στη μεγάλη οθόνη;» «Φυσικά και όχι. . . εντάξει τα δυο πρώτα φιλμ ήταν καλά, σκοτεινά, την επίβλεψη την είχε ο Τιμ Μπαρτον. . . θυμάμαι που με σύστησε στο Σκαθαροζούμη. . . Αλλά μετά ανέλαβε ο Τζοελ Σουμάχερ και τα εκανε σκατά. . . συν τοις άλλοις ποτέ δεν ήμουν ευχαριστημένος με τους ηθοποιούς που μ’ ενσάρκωναν. . . δεν έχω λόγια. . . ».
Ο Μπεν στράφηκε προς το μικρόφωνο «αγαπητοί μας ακροατές μην ξεχνάτε ότι η εκπομπή μας είναι μια προσφορά των ζυμαρικών Poison Ivy. Καληνύχτα σας. . . ».
Έφτασε η στιγμή που θ’ ανακοίνωνε τα πορίσματα του στο Μπάτμαν. «Λοιπόν φίλε μου, δεν είναι κάτι σημαντικό. . . ένα είδος υπερκόπωσης που θα ήθελα να ονομάσω «μη φευκτό των συνεπειών της αδρανείας» και κατά συνεπεία η φυσιολογική εξέλιξη αυτής της αδρανείας σου είναι ένα εσωτερικό ταρακούνημα των συναισθημάτων σου αφού εξωτερικά το ένστικτο του ηρώα δε μπορεί να κινητοποιηθεί παρά μονό με πράξεις αυτοθυσίας. » «Οπότε;» τραύλισε ο Μπρους Γουέην.
«Τίποτα σπουδαίο. . . δυο εβδομάδες διακοπές στη Λιμνούπολη πιστεύω πως θα σου κάνουν καλό. . . Δε θα υπάρχει και ανταγωνισμός εκεί. . . θα γίνεις περδίκι» κατέληξε ο Μπεν ανοίγοντας μια πέρδικα και βάζοντας δυο παγάκια στο ουισκοπότηρο του. “Άσπρο πάτο!”.
Σχολιάστε