Menu

Είναι εύκολο να μιλάς για πράγματα που αγαπάς ή όταν αγαπάς δεν υπάρχει βαθμός δυσκολίας και ευκολίας γιατί μόνο τότε μπορείς να μιλήσεις; Είναι απλώς κούφιες οι λέξεις ως που να τις γεμίσει η αγάπη; Είναι αλήθεια ότι ίσως σε μια λέξη  εμπεριέχονται όλες οι υπόλοιπες όταν είσαι κενός από αγάπη ή θλίψη ή οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα; Μπορείς να επικοινωνήσεις άραγε μόνο όταν βρεις κάτι κοινό, μια λέξη που να συμβολίζει απλώς και μόνο την αγάπη; Εκατομμύρια λέξεις για να ειπωθεί το αυτονόητο; Το όνομα του Θεού είναι μυστικό;  Η σιωπή χρυσός; Αφήνοντας τον άλλο να μιλά σε μια διάλεκτο που νιώθεις ότι έχεις ξαναζήσει μήπως γίνεσαι μέρος του;

‘Και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος.’

Ο Αδάμ χρειάστηκε μόλις μια ημέρα για να συνειδητοποιήσει τον κόσμο. Γυμνός και μόνος χωρίς τη χρεία της γλώσσας επέπλεε επάνω από τα νερά σαν σκοτάδι, αμίλητος. Έβρεχε μέσα του λέξεις. Εκείνος ένιωθε να χτυπούν επάνω του και να μοιράζονται στο πρόσφατο παρελθόν του, να ξαναγυρίζουν επίμονες για να εξοστρακιστούν και πάλι στο ματωμένο πηγάδι που τις ανάβλυζε φέρνοντάς τις
στα άκρα των χειλιών του.

Αλλά δεν μιλούσε. Έβλεπε γύρω του την Εδέμ ακίνητη, τον ουρανό ν’ ανθίζει, ρόδα που γεννιούνται με τις αναπνοές του Θεού, κισσούς να έρπουν προς τη γη καθώς κατέβαζε το βλέμμα του για ν’ αντικρίσει το defile της προόδου. Δεν ίδρωνε αλλά ήταν υγρός μέσα του, αναζητώντας κάπου ν’ απλώσει τις λέξεις για να στεγνώσουν καθώς ο άνεμος ψιθύριζε. Η άμμος που σηκωνόταν καθώς βάδιζε ήταν η άμμος που συρρικνωνόταν σε ένα μόνο σπυρί καθώς βούλιαζε μέσα στην ψυχή του.

Και ο Αδάμ έψαχνε χωρίς να γνωρίζει.

Όταν την είδε ένιωσε ότι δεν υπήρχαν πια οι λέξεις, ότι δεν χρειάζονταν ούτε αυτές, δεν είχε σημασία να μιλήσει. Σταμάτησε να βρέχει μέσα του και ανάμεσα στα ρόδα και τα γαρύφαλλα πέρασαν οι ακτίνες του ηλίου. Ηλιοστάλαχτη η Εύα καθόταν στο σκοτάδι φωτίζοντάς το, ανέπνεε βυθίζοντας το πρόσωπό της στην ανάμνηση και ξεπροβάλλοντας πάλι αναδυόμενη από μέσα του σαν ζωντανή γλώσσα χωρίς σύμβολα. Χειρονομίες και τα κορμιά τους ήταν αρκετά, για να νιώσουν επάνω στη γη.

Δεν χρειάζεται η γλώσσα. Όσοι το λένε δεν το πιστεύουν, όσοι το πιστεύουν έχουν πάψει να μιλάνε. Μπορεί κανείς να σταθεί ανάμεσα σε ηφαίστεια, ανάμεσα σε κορμιά ζωντανών νεκρών, τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας, με τον θόρυβο να συνθλίβεται επάνω του και το πλήθος να τον καταπίνει χωρίς να μιλήσει; Με το βλέμμα του μόνο προσηλωμένο στην Ανατολή που χαράζει στα μάτια της,  ακουμπώντας στις μπαρόκ σκιές του φωτός της, στις αύρες της Εδέμ, με την δι’ ελέου και φόβου σιωπή να τον καθαρίζει; Αρκεί το δικό της βλέμμα, όχι η δική του ύπαρξη, για να αντιληφθεί ότι επικοινωνούν.

Στα βήματά τους δεν χρειάζεται κανένας συντονισμός. Νιώθουν ότι διανύουν την έρημο αφήνοντας πίσω τους πηγές μέλι και γάλα. Σαν να αιωρούνται στο κενό πριν σχηματιστεί κάτι τόσο συμβατικό όσο οι λέξεις επάνω στις οποίες έχουμε μάθει να ισορροπούμε. Η ισορροπία του τρόμου, ο φόβος της αμηχανίας, κοπέλες που κάθονται στο απέναντι παγκάκι, να ψάχνεις στις τσέπες σου εναγωνίως για επιχειρήματα βιομηχανικής επεξεργασίας, να τρέμεις μήπως δεν αρθρώσεις σωστά τα γρανάζια, να προχωράς διαγράφοντας κύκλους. Και έπειτα να διαπιστώνεις ότι μιλάς μια διαφορετική γλώσσα από εκείνων, και ν’ αναρωτιέσαι αν αξίζει τον κόπο μια τέτοια ομιλία, δεμένη στους σκυθικούς δρόμους, αφημένη να την καταβροχθίζουν οι γύπες σαν τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα, γλώσσα από σάρκα, βλοσυρή και καταδικασμένη να πενθεί. Δεν βγαίνει κανένα νόημα.

Και όμως πετούσαν! Είχαν ενώσει τα συμβατικά κορμιά τους και φτερούγιζαν σαν πεταλούδα έχοντας μπλέξει τα χέρια τους και νίβοντας το πρόσωπό τους με την αρμύρα που άφηνε στην άλω τους η εξάτμιση του υγρού αλφάβητου. Δεν χρειάζονταν για να συνεννοηθούν τίποτε περισσότερο από τη σιωπή, από να τον
κοιτάζει πώς την βλέπει, από το να την νιώθει πώς συντονίζεται στο τίναγμα των φτερών τους.

‘Όφις ην φρονιμότατος πάντων των θηρίων επί της γης και είπεν ο όφις τη
γυναικί.’

Ο Αδάμ δεν είχε ξαναδεί την Εύα έτσι. Τίναξε πίσω τα μαλλιά της αφήνοντας να χυθούν ακατάστατες οι φράσεις της. Σαν να ξεφλούδιζε η ίδια ό,τι είχαν μετουσιώσει ως τότε. Του προσέφερε το μήλο, και εκείνος, δεν μπορούσε ή μπορούσε να κάνει αλλιώς, δεν είχε σημασία, κατάλαβε ότι κάτι γεννιόταν μέσα του, περίεργο, ξένο στον ίδιο, άρα ήδη προσηλωμένο σε μια γλώσσα. Όταν το έφαγε η ζυγαριά έδειξε όλες τις λέξεις που είχαν συσσωρευτεί μέσα τους να καταγράφονται, καταχωρούνται, επισημαίνονται, χρησιμοποιούνται και αναλώνονται από τον μεταβολισμό του στο προκατακλυσμιαίο βάρος του. Και καθώς προσπάθησαν να πετάξουν την ένιωσε να σκοντάφτει και να πέφτει, ενώ ο ίδιος έβλεπε τη φλούδα να τον τυλίγει για να του θεραπεύσει την πληγή της.

Αν έφταιγε μόνο ο όφις ίσως όλα να έμοιαζαν κάπως δικαιολογημένα. Τα γυαλιστερά παπούτσια, οι δρόμοι που χύνονται με πίσσα προς τον ορίζοντα, το ακρόπρωρο που πάγωσε στη μέθη για την εξουσία, η επιμελημένη συγκατάβαση, ακόμη και αυτές οι ίδιες οι λέξεις. Όμως τίποτε δεν έμεινε μυστικό, ούτε καν το μυστικιστικό, και δέχονται πια ως αληθινό το επιστητό.

Καταδιώκονταν πια από λέξεις. Που μάλιστα δεν είχαν νόημα. Ανοησίες. Ο Αδάμ
της ζήτησε να σωπάσει για ένα λεπτό. Από που προέρχονταν όλα όσα ένιωθαν άραγε; Τώρα ο Αδάμ έβλεπε τις λέξεις, που άλλοτε εξαϋλώνονταν, να διαστέλλονται μέσα του σαν τιτάνες εν τη γενέσει, να ετοιμάζονται να τον γκρεμίσουν από τον θρόνο τους. Και απομακρύνθηκε, όχι γιατί ένιωθε αποστροφή για την Εύα, αλλά μάλλον γιατί δεν την χωρούσε πια το λεξιλόγιό του. Οι φράσεις που κάποτε αρκούσε το βλέμμα για να ειπωθούν τώρα απαιτούσαν την δική τους διέξοδο και η εσωτερική του δροσιά μεταμορφωνόταν σε υδράργυρο που φλόγιζε τα μάτια του. Δεν καταλάβαινε αν η Εύα ένιωθε ό,τι και αυτός, αλλά δεν τον ενδιέφερε κιόλας γιατί συνειδητοποιούσε ότι τέτοιου είδους προβλήματα θα μπορούσαν να διευθετηθούν και αργότερα, φυσικά με τη βοήθεια των λέξεων.

Θα της έδινε έναν καθρέφτη για να την ευχαριστήσει που τον είχε αποδεσμεύσει από το είδωλό της. Αλαζονικός, σαν να έβλεπε όλα όσα είχε αποσιωπήσει να αλέθονται πια στον δικό του νερόμυλο, αποφάσισε να χρησιμοποιεί την δική του γλώσσα για να την γοητεύσει. Να κοιτάξει στο δικό του βυθό. Όμως έπεσε στο πηγάδι του, που τώρα καθώς είχε πια σταματήσει να ρέει έσωθεν το άφθονο νερό των φράσεων είχε στερέψει και τον υποδεχόταν ως άβυσσος. Μια κραυγή στον άνεμο θα ήταν άραγε αρκετή να αποσιωπήσει τον πανικό του;

‘Εκάλεσε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ’

Δεν είναι όλα ρόδινα. Όταν νιώθεις ξένος. Όταν βγήκαν από τον παράδεισο. Όταν κατάλαβαν ότι η γλώσσα δεν αρκούσε να τους προσφέρει όσα η σιωπή. Ήταν ξένοι μεταξύ τους. Ήταν καλύτερα να περπατάνε χωρίς να μιλούν. Δεν κινδύνευαν από τα θηρία, τις καταιγίδες. Ούτε από τις παγίδες, ούτε από την έλλειψη τροφής. Τους τρόμαζαν οι λέξεις. Η σημασία τους, το ότι έστεκαν αγέρωχες και από αδύναμα πλάσματα είχαν γίνει θυρεοί θνητότητας. Ότι τους υποδέχονταν με ομοβροντία συνωνύμων, ότι τους αντέτειναν αντωνυμίες, ότι δεν είχαν φανερωθεί εντελώς. Αλλά και να μπορούσαν πώς να τους φανερώνονταν; Στους ξένους; Αποφάσισαν να τους φιλοξενήσουν, μέχρι να προσαρμοστούν, αλλά ποτέ δεν θα κατόρθωναν να ειπωθούν εύληπτα.

Γιατί αν όχι ξένοι τουλάχιστον συνοδοιπόροι τραβώντας παράλληλους δρόμους. Γλωσσικούς πάντοτε. Με ό,τι τους έχει απομείνει από την περηφάνια. Με τις ψυχές τους τώρα ν’ αναβλύζουν λάβα αντί για νερό, να καίγονται εσωτερικά να επικοινωνήσουν χωρίς να μπορούν να πουν τίποτε, νιώθοντας τα ίδια τους τα κορμιά παρανάλωμα του πυρός, ξυπνώντας ανάμεσα στο δέρμα τους και τα σεντόνια, κάθιδροι ψάχνοντας στο σκοτάδι ο ένας την καρδιά του άλλου προσπαθώντας να εντοπίσουν κάποιο Σημείο επαφής, να ξαναπετάξουν όπως η αρχέγονη πεταλούδα που μετουσίωνε, τώρα προνύμφες αμείλικτης γλώσσας. Το τίμημα για να μην πνιγεί κανείς.

Οι λέξεις προκαλούν σύγχυση. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη χειρότερα, γεννούν γλώσσα. Η σημειολογία του Παραδείσου ήταν απλή : το αγόρι και το κορίτσι. Όμως ο Αδάμ και η Εύα δεν αρκέστηκαν στην πληρότητα, θέλησαν να σύρουν την Εδέμ κάνοντάς την κορμί τους.

Δεν μπορώ να σκεφτώ μουσική ιδανικότερη για να συνοδέψει όλη την ιστορία της Πτώσης από τη γλώσσα που δημιούργησε η φυλή των Xymox στον ομώνυμο δίσκο της. Το Clan of Xymox είναι ο αντίστοιχος δίσκος της Φαιστού για την προ, κατά και μόλις μετά την Πτώση ιστορία του ανθρώπου. Συμπυκνωμένος λιτά, carousel συναισθημάτων και κιβώτιο ταχυτήτων της ματαιότητας αφηγείται τη Γένεση με τα χρώματα της μουσικής. Και αυτά ανεξίτηλα χρωματίζουν τον ορίζοντά μας προσδίδοντάς του αισιοδοξία ωστόσο και το αίσθημα deja vu που θα χρειαστεί για του Παραδείσου την ανάβαση.

Είναι αλήθεια ότι τις περισσότερες φορές το “σπρώξιμο” – δηλαδή το σχεδόν εκβιαστικό promotion – των απανταχού δισκογραφικών (κι όχι μόνο) εταιρειών έχει να κάνει με hitάκια της εποχής, με trendy μουσικές και ήχους που μπορούν να αντέξουν ένα μόνο καλοκαίρι, 1-2 εξώφυλλα του NME και άλλων παρόμοιων (δήθεν) περιοδικών. Όταν αυτό το promotion παίρνει σάρκα και οστά με την μορφή κάποιας επανέκδοσης, συνήθως τα πράγματα είναι καλύτερα, και φυσικά εννοούμε το re-release που γίνεται λίγο καιρό μετά από την εκάστοτε πρώτη – χλιαρά προωθημένη – κυκλοφορία,  κι όχι εκείνο που έχει απλά ως σκοπό την εκμετάλλευση του μουσικού κοινού (με τις προσθήκες κάποιων remixes, κλπ, σε πιο φαντεζί συσκευασία, και άλλα παρόμοια – σχεδόν – τραγικά…). Περισσότερα “Ray LaMontagne – Trouble”

Η περίπτωση του Chris Corner συγκαταλέγεται στην κατηγορία “άβυσσος η ψυχή της μπάντας”, αν δεχτούμε τις φήμες που θέλουν τους Sneaker Pimps να μην τον χρησιμοποιούν για τα φωνητικά στο 5ο τους album που βρίσκεται στα σκαριά, διαγράφοντας φαινομενικά το πλεονέκτημα εκείνο που τους διαφοροποιούσε άρδην από το μέσο όρο των electropop/trip-hop συγκροτημάτων. Φυσικά η δικαίωση ή μη κάθε επιλογής έρχεται μέσα από το ίδιο το τελικό αποτέλεσμα, που ουδείς άλλωστε ελπίζει να υπολείπεται των παρελθοντικών δημιουργικών τους καταθέσεων, όπως ακριβώς μας τις πρόσφεραν στα εξαιρετικά Splinter και Bloodsport. Δεν μπορείς όμως να παραγνωρίσεις πως η αισθαντικότητα της ερμηνείας του, απογείωνε ακόμα και τα πλέον μέτρια κομμάτια τους, συνθήκη που συνοδεύει εν γένει κάθε αξιόλογο τραγουδιστή. Περισσότερα “IAMX – The Alternative”

Πόσες φορές αποφεύγουμε να αποδομήσουμε τις εντυπώσεις που μας δημιουργούν πράγματα και καταστάσεις από φόβο μήπως οδηγηθούμε στην ουσία τους;;

Η απέριττη και καθαρή απόδοση μιας ιδέας, ενός γεγονότος, ενός ήχου…του ρυθμού (!) είναι υπόθεση δύσκολη, μιας και προϋποθέτει απογυμνωσή τους από κάθε στοιχείο που τα περιπλέκει..
Ο Colin Chapman, γνωστός όχι μόνο ως ιδρυτής της βρετανικής εταιρίας Lotus και πρωταθλητής της Formula 1, αλλά και ως εκπρόσωπος του μινιμαλισμού λόγω των σχεδιαστικών του προτιμήσεων που αφορούσαν σε αυτοκίνητα,  είχε πει κάποτε χαρακτηριστικά «Simplicate, then add lightness». Περισσότερα “Human Puppets – Future from the Past”

Δεν μοιάζει με κανέναν το εμβαδόν που καταλαμβάνει τώρα η σκιά του τέρατος και όσο το πλησιάζει. Κανένας ήχος όπως ο πικρός του μυκτηρισμός, καμιά σιωπή όπως η βουβή του ανάσα. Στα σύνορα που διαγράφει ο ίσκιος του βλέπει μια χλωμή επιφάνεια από μυρμήγκια, από τότε που τα ξέχασε επάνω του αλείφοντας μέλι για ν’ αποφεύγει τους αγνώστους. Για το ύψος του δεν θα μπορούσε να μιλήσει παρά ο ίδιος ο ουρανός που τώρα συσκοτίζεται. Στα ρουθούνια του σκύβαλα βοδιών τα οποία στέριωσε ανάμεσά τους για να μην αναγκάζεται όταν αλλάζει πλευρό ο βρυχηθμός του ν’ ανασταίνει τα πόδια του σε πήλινα φαράγγια.
Μέσα από το κεφάλι του κυλάει ο Νείλος πράος στο νότιό του βλέμμα, και σέρνεται ο κροταλίας στο βορά. Φωνάζει ότι θέλει και άλλο ότι θέλει όλη την αγάπη που μπορεί μα ήδη όταν έχουνε χωρίσει, αυτό είναι πια αδύνατο, όχι τόσο προς πληγή του όσο για εκείνους που περνάνε από μπροστά του. Είναι δεμένο με μια φλόγα, ο αστράγαλός του μ’ ένα φτεροπόδαρο βαρίδι, το άλλο πόδι μιμείται απλώς την κατεύθυνση του βλέμματός του, μοιραία μένει επόμενο του βήματος που προηγείται και εξακολουθεί να στάζει ρυθμικά ως το σκοτάδι. Στα γόνατά του σελώνουν τα φτερά τους άτια από χρυσάφι, τα γκέμια κρέμονται σαν φλέβες, τραβούν τα πέλματά του σπειρωτά αχνίζοντας τη σκόνη με σύννεφα μαζί.

Στο στομάχι του ο ομφάλιος λώρος τίκτει, η στείρα γέννα σε μια αλυσίδα συμβάντων, σαν σφήκα ερμητικά πτεροέντων εμφανή. Και το υπόλοιπο μέρος του κορμιού του συνεχίζει απ’ την άκρη του λώρου όπως στο στέρνο αυτός ανεβαίνει ζητώντας το υπόλοιπο. Και τα μαλλιά του χλωρά αρπάζουν φωτιά, ανοίγουν σε τρεις χέρσες νήσους, το δέρμα του κρυμμένο ξεπροβάλλει τονισμένο πια.

I don t exist when you don t see … αυτό το στίχο βρήκε δίπλα στο κτήνος και τώρα σκέψου… αυτός ο στίχος χαραγμένος ήταν με δικό της κραγιόν – κ αυτός τον διάβασε – και άραγε προοριζόταν γι’ αυτόν: …και αν είναι έτσι, τα δικά της χείλη χρησιμοποιώντας μπορούσε να τον προφέρει μόνο…σε άλλη μπορούσε να απαγγείλει:… μα πώς να γίνει αυτό, όταν αυτή τον έγραψε για να τον δει αυτός που μόνο βλέποντας εκείνη μέσα του μπορεί να τον διαβάζει:… πώς να γίνει να τον κλείσει σε άλλα χείλη που δεν είναι δικά της:… μήπως όταν τα κοιτάζει δεν του ανήκει παρά η σάρκα τους και έχει χάσει τα λόγια του σε εκείνη: … μα αν είναι αλήθεια αυτό τότε πώς να μιλά πια με ξένα χείλη, θηλυκά, χωρίς να φοβάται ότι απλώς και μόνο χαράζει γραμμές ανάμεσα στις πορφυρές της αναμνήσεις:

Ή μήπως αυτός ο στίχος ο ίδιος προοριζόταν για το Κτήνος: – για να το αγαπήσει: – κ αν ήταν έτσι πώς κατόρθωσε να δει τι έγραφε: … και αν το Κτήνος γι’ αυτό αλυχτά:… γιατί τώρα νιώθει πάνω του το βάρος της μη ύπαρξης:… γιατί δεν το κοιτάζει αυτή:… μα αν είναι αλήθεια πια αυτό, τότε πού κρύβεται:  (όπου ανακαλύπτει τον στίχο της ύπαρξής της, αλλά δεν γνωρίζει αν προορίζεται γι’ αυτόν ή για το τέρας)

Αρχίζει να τη φωνάζει

μέσα στα δέντρα

μήπως εμφανιστεί.

Παίρνει ένα κλαδί, το κάνει δαδί. Ο μέσος όμηρος αυτού του δάσους. Τα πόδια του λυγίζουν στο αβαθές της άμμου. Προχωρά με το ένα σανδάλι στον κύκλο που μέσα του σπαράζει το τέρας, η φωνή του λιμνάζει στα ίδια ερτζιανά που κάποτε συντονίζανε τα κορμιά τους, όμως δεν την ακούει ούτε την βλέπει. Με ποιο δικαίωμα εκπέμπει το Κτήνος σε μια συχνότητα που φτιάξανε μαζί αν εκείνη δεν ανήκε παρά μόνο σ’ αυτόν: Με ποιο δικαίωμα τα κύματα θα καλύψουν ένα καινούριο κορμί με διαφορετικά μέλη, με άλλες συλλαβές υφάλους να τον τραβήξουν πάνω τους στην άμπωτή της: Τι θα μείνει μέσα απ’ αυτή τη φωτιά που άναψε για να τη βρει αφού δεν μπορεί να κοιτάζει παρά μόνο τη βελόνα που αρμενίζει καυτηριασμένη προς τα μάτια του: Είναι καιρός που σκαλίζει τα μάτια του Κτήνους, μα δεν μπορούν ούτε αυτά να την δουν, είναι αυτή σαν Fata Morgana που περιμένει το φθηνό απόσταγμα από το φανελάκι του για να γεμίσει νερό δεύτερο χέρι, που περιμένει τα χέρια του να ριζώσουν ανεπανάληπτα στα στήθη της, όπως τότε που μάλαζε τον ουρανό. Είναι κοντά της, φωνάζει πασχίζοντας να πιστέψει ότι δεν είναι ένας ακόμη άνθρωπος που παγιδεύτηκε ανάμεσα σε – όταν, εάν, αφού – προθέσεις – γιατί, αν και. Αλλά οι προθέσεις είναι ένας ακόμη κροταλίας που τρώει την ουρά του, γράφοντάς τις ξεχνάς ότι υπήρξε κάπου ένα δυνατό σημείο του ορίζοντα, ότι δεν αρκούν τα again, again, again. Και όμως βλέπει τόσες να περνάνε αλλά όχι εκείνη, τις ρωτά αλλά καλύπτουν τα πρόσωπά τους με ύφασμα. Τις ρωτά ως που η βελόνα να βγάλει τα μάτια του, φοβισμένος από την αναλγησία που συσσωρεύει η κατάψυξη όταν ξεχνάς μέσα της την καρδιά σου.

Τις ρωτά αλλά όλες θέλουν να πλυθούν στα καθαγιασμένα νερά του Νείλου και χαϊδεύουν τα μάγουλά του. ‘Υπομονή αγάπη μου’. Η υπομονή είναι το συστατικό με την μεγαλύτερη δερμάτινη επιφάνεια στον κόσμο των καθισμάτων γραφείου, αλλοιώνεται μόνο από τη λεκάνη και κάτω και είναι συμβατή με τη λύδια λίθο της ανάληψης, που είναι η επόμενη κοπέλα στο δρόμο του. Όμως προς το παρόν στο δάσος που δεν ήξερε πώς να το διασχίσει, φαίνεται μικρή η απόσταση ανάμεσα σ’ εκείνη και μια νύχτα πίσω όταν ακόμη παλεύανε να φυτέψουν τους καρπούς τους σε ραδιοφωνικές φωτοσυνθέσεις χωρίς το δυνατό φωτισμό και τα γερά παρακλάδια. Και έτσι κρατώντας από τα ρουθούνια τα άλογα, σαν αγωνιστικά ποδήλατα προσδίδοντάς τους μια ατέρμονη λυρική αεροδυναμική καταλύει το κενό ενόσω επιδίδεται σε χειραψίες με τους υπόλοιπους κενταύρους. Γνώριζε κανέναν: Γνώριζε να ξενυχτά: Τη ρωτά. Και όμως έμαθε από το σκοτάδι γύρω του να το κάνει και αυτό. Έμαθε ν’ ακούει τους χτύπους της καρδιάς του, να επαναλαμβάνει ρήματα με τη σαθρή βεβαιότητα της υπεροχής της επανάληψης και να λυγίζει τον κορμό του όσο καλύτερα μπορεί όταν βάζει ο κάθε περίεργος το δάχτυλό του στις ιδιωτικές κουφάλες του προσπαθώντας να σχηματίσει τον αριθμό του τηλεφώνου του. (όπου την αναζητά αλλά πέφτει συνέχεια επάνω στο τέρας)

Τι είδε που μπορεί να υιοθετήσει: Το δαδί καίγεται ακόμη. Υπάρχουν χρώματα για όλους. Διατίθενται σε τιμές χοντρικής. ‘Ξετυλίγετε έναν χάρτη και τον απλώνετε επάνω του, τα τσακάλια του δρυμού τον δαγκώνουν από τις δυο του πλευρές και τον τραβούν, έπειτα τοποθετείτε ένα μικρό φακό περιμένοντας να πέσει ο ήλιος, είναι μια απλή δουλειά, και έπειτα παίρνει φωτιά το σώμα του χαράζοντας επάνω του τις συνισταμένες για τον έρωτα’.

(Αυτός) : ‘Μα εσείς πώς με βρήκατε: Δεν υπάρχω παρά μόνο όταν βλέπει. Γελάτε: Με τι ακριβώς: Με τα δεσμά: Αυτά που διανύω ως Κτήνος: Τι εννοείτε:’
Φωνάζει. Again, and again, and again, and again, and again, and again, and again.
Για το κορίτσι. Φωνάζει όπως θα κάνετε και εσείς όταν η πορφυρή φλόγα με την οποία είναι λυμένος πυρώσει μέσα σας την επιθυμία να ξαναβρείτε αυτό που βλέπετε γραμμένο δίπλα του με το κραγιόν της. Εκπλήσσεστε:  Πώς το ξέρω: Μα άραγε το έγραψε αυτό για σας: Ή για εμένα: Αναρωτηθήκατε: Μήπως δεν είμαι σαφής:

(O Έρωτας) :  « Όχι απλώς την κοπέλα σας την κατασπάραξα – όπως άλλωστε με κατασπάραξε και εκείνη – αγαπητέ και θα πάρετε τη θέση μου, του κτήνους, τουλάχιστον ως που να έρθει κάποια άλλη, που να ψάχνει τον αγαπημένο της. Και να συντονίσει τους χτύπους της καρδιάς του μαζί σας. Τους ακούτε ήδη»: Again and again and again and again and again and again and again. Σας θυμίζουν τίποτε: (όπου χωρίς να το καταλάβει έχει γίνει ο ίδιος τέρας, τον κατασπάραξε η ανάμνησή της, και τώρα δεμένος με τα δεσμά του κανιβαλισμού, περιμένει την επόμενη κοπέλα που θα αγαπήσει για να την κατασπαράξει και ν’ απελευθερωθεί από την ανάμνηση της προηγούμενης).

Το ταξίδι : όπου οι ταξιδιώτες καθορίζουν οι ίδιοι την πορεία τους

Αφού τους μίλησαν για δέκα περίπου λεπτά, αφήνοντας την αιώρα, τους αμόλησαν στο πέλαγος όπου τα σκάφανδρα των εχθρικών στρατευμάτων είχαν αναδυθεί για να τους συνοδεύσουν στο δάσος. Η πράσινη θάλασσα που γεμάτη από την αναλφάβητη αλμύρα σχημάτιζε αδιόρατες εκφράσεις στα πλάγια του καραβιού έμπλεκε τον ήλιο αποπροσανατολίζοντάς τον, πότε σπρώχνοντας τους πίσω του, πότε αναγκάζοντάς τον να τους ακολουθεί, πότε φέρνοντάς τον ακριβώς από πάνω τους.  Ήταν δεκατέσσερα άτομα και κατευθύνονταν στον ωκεανό ρίχνοντας κουβάδες νερό επάνω στους φακούς που είχαν προσαρμόσει αντί για πανιά οι προπάτορες, ώστε να μην ανάψει κάποια φωτιά που θα τους στοίχιζε κάμποσες ημέρες κολύμβηση. Οι φακοί συγκέντρωναν το φως του ήλιου και, διαθλώντας το ο ένας μέσω του άλλου, δημιουργούσαν ένα δίχτυ από ακτίνες που ευθυγράμμιζαν την πορεία τους και τους παγίδευαν στο αραχνοειδές αυτό ταξίδι. Ο ίδιος ήλιος άλλοτε στεκόταν σύμμαχος και άλλοτε εχθρός καθώς η παραμικρή απόκλιση από την πορεία και την κλεψύδρα ήταν δυνατό να αναπροσαρμόσει το ηλιακό δίχτυ σε ένα καινούριο σχήμα, κάτι που αν γινόταν επανειλημμένα θα εκνεύριζε τους νοητούς διώκτες που είχαν την εντολή, αν διαπίστωναν ότι παραμελούν επίτηδες το καθήκον τους να τους σκοτώσουν και να γυρίσουν πίσω στην ακτή ζητώντας καινούριους ποντοπόρους.

Τα αληθινά προβλήματα εμφανίζονταν τις νύχτες με την κρέμα ομίχλη που έπεφτε και ανάγκαζε να τυλίγουν τα κορμιά τους με βαμβάκι λίγο πριν πέσει ο ήλιος ώστε ανάβοντας μια φωτιά επάνω του, ο καθένας με ξεχωριστή σειρά, να προκαλεί εγκαύματα στο σώμα του και με τον τρόπο αυτό να ζωγραφίζει τον ‘χάρτη’ επάνω σ’ αυτό. Στη νύχτα δεν υπήρχε τρόπος να δεις το μέγεθος των τραυμάτων και γι’ αυτό εμφανιζόταν συχνά ολόιδιος ο Πόνος και ζητούσε να τον κατανοήσουν, ότι δεν έφταιγε ο ίδιος αλλά η γραφειοκρατία που τον ανάγκαζε να γίνει Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και να υποδιαιρεθεί σε τόσα κομμάτια όσα το ημερολόγιο καταστρώματος που φανέρωνε τη φιλοδοξία της. Δεν ήταν ό,τι πιο ευχάριστο να τον αντικρίζεις, το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο από την μεγάλη χρήση, είχε αλλοιωθεί από τις σφραγίδες που του αναγνώριζαν την υπαρξιακή υπηκοότητα, ενώ το βλέμμα του τρεμόπαιζε σαν να κατεδαφίζεται μέσα στα ίδια του τα μάτια. Το πλαδαρό δέρμα το δικαιολόγησε λέγοντας ότι οι απότομες αυξομειώσεις βάρους τον εμπόδιζαν να προσαρμοστεί στο τεχνοκρατικό ωράριο και αναγκαζόταν συχνά να μένει αρκετά κοντά στους εργοδότες του που τον έτρεφαν.

Επειδή οι ουλές που άφηναν τα χνώτα του όταν μιλούσε ήταν επώδυνες για το άτομο που είχε υποστεί τα εγκαύματα φρόντιζε να στρέφεται προς την ανατολή και να μονολογεί δημιουργώντας ωστόσο νωπές λωρίδες σύννεφων που καθυστερούσαν τον πρωινό ήλιο. Απ’ ό,τι αντιλήφθηκαν οι ταξιδιώτες, οι συνοδοί τους δεν τον καταλάβαιναν. Όταν χάραζε εμφανίζονταν τα εγκαύματα αυτού που την προηγούμενη είχε υποστεί το επώδυνο φιλτράρισμα του ήλιου μέσα από του φακούς και το οδυνηρό θέαμα του σώματός του έριχνε τον ίσκιο του στο μεθυσμένο κατάστρωμα που το υποδεχόταν νοτισμένο με μαυροδάφνη, μήπως κατορθώσει και απαλείψει τον πόνο. Οι υπόλοιποι έπαιρναν τις θέσεις και καθώς οι πρώτες ακτίνες διυλίζονταν κλείνανε το ένα μάτι ώστε να τους ταιριάζει το μονόκλ που αντιστοιχούσε στον αμφιβληστροειδή του καθενός.

Βέβαια το να μένει με το ένα μάτι ανοιχτό για τόση ώρα δεν ευχαριστούσε κανέναν, όμως καθώς δεν είχαν άλλη λύση, φροντίζανε να ρίχνουν σταγόνες αψέντι πάνω του ώστε να συνθέτει το φως σε μια πιο μαλακή υφή. Ένας αντίκριζε το γενικό σχήμα που δημιουργούσε η αντανάκλαση και έδινε οδηγίες στον τιμονιέρη που ακολουθούσε με τη βοήθεια ενός περιστεριού τον δρόμο προς τη στεριά. Δεν γνώριζαν καθόλου πώς ήταν το Δάσος μια και κανείς δεν είχε επιστρέψει από εκεί για να το περιγράψει, πολύ δε περισσότερο δεν γνώριζαν τίποτε για το τέρας που κατοικούσε ανάμεσα στα δέντρα του. Τους είχαν πληροφορήσει ότι αν ακολουθούσαν σωστά τις ακτογραμμές του μεγάλου αστεριού θα φτάνανε το πολύ σε δέκα ημέρες, με κάποιες μικρές λοξοδρομήσεις.

Την θερμή ατμόσφαιρα αντιλαμβανόταν κανείς στο κεντρικό κατάρτι που το αποτελούσε ένα τεράστιο θερμόμετρο ζυγισμένο με ένα βαρομετρικό χαμηλό και μια υποψία ουράνιου τόξου όποτε τύχαινε κάποιο θαλασσοπούλι να φτερουγίζει νερό στη επιφάνειά του. Καθώς ο Nathaniel αντιλήφθηκε ότι από την κορυφή του ίσως να φαινόταν αχνά κάποιο κομμάτι σάρκας δοκίμασε να σκαρφαλώσει ως εκεί αλλά σε ένα σεβαστό ύψος τον χτύπησε μια δίνη από θερμά ρεύματα και τον ανάγκασε να επανέλθει κάθιδρος και τρέμοντας από τον πυρετό. Χρειάστηκε να μεταφερθεί στο υπόγειο όπου και ξάπλωσε ως που να συνέλθει ενώ οι συνοδοί γελούσαν προφανώς γιατί ό,τι είχε προηγηθεί το είχαν ξαναζήσει με άλλους πρωταγωνιστές. Το κατάρτι δέσποζε απειλητικό ενώ από το σημείο που έπεσε ο Nathaniel ανάβλυζε αίμα που έφτανε ως το κατάστρωμα. Αναγκάστηκαν να τυλίξουν στη βάση του μια πελώρια προβιά κενταύρου με την οποία, όταν σταμάτησε η αιμορραγία, σκεπάσανε τον Nathaniel για να θρέψει το λιπόσαρκο σώμα του. Τα χέρια του έσκαβαν μέσα στο παραλήρημα το ίδιο του το δέρμα, όμως το θερμόμετρο μάτωνε. Απ’ αυτό συμπέραναν ότι ίσως η κνίδωση που είχε καταλάβει το σώμα του να ήταν το μοναδικό αντίδοτο για τα εγκαύματα. Και πραγματικά πριν περάσουν λίγες ώρες, εκείνος εμφανίστηκε στο κατάστρωμα απαλλαγμένος από το απαίσιο περίβλημα των εγκαυμάτων.

Οι φρουροί ραντισμένοι με δηλητήριο και ακουμπώντας τους αγκώνες τους επάνω στην επιφάνεια της θάλασσας τους παρατηρούσαν χαμογελώντας. Αχειροποίητοι, καθένας ένα πλάσμα και είδος από μόνος του που θα τους συνόδευε ως το μικρό λιμάνι και έπειτα θα γίνονταν είδος υπό προστασία ή συνδικαλιστές δημοσίων οργανισμών που είχαν κηρυχθεί διατηρητέοι. Ανά πάσα στιγμή θυσίαζαν το γκροτέσκο που είχαν λάβει ως ανταμοιβή για τη φλόγα που άναβαν μέσα τους τα κάρβουνα με τα οποία τρέφονταν ως επικεφαλής της καιγόμενης βάτου, την οποία εκπροσωπούσαν. Νοικιάσανε τη φθορά σε τιμή ευκαιρίας και τους την προσφέρανε σε ένα παλιό φιλμ από ροδόσταμο, όμως είχαν εθιστεί στη σκουριά την οποία καλαφάτιζαν για να προσαρμόζονται στις μακρινές επιφάνειες της υγρής ερήμου.

Και έτσι προχωρούσαν όταν ένα δυνατό βράδυ γεμάτο drum βροχή ανακάλυψαν ότι τους έβλεπαν από παντού όπου δεν είχαν πάψει ν’ αγρυπνούν. Υπήρχε μια μηρυκαστική σιγή που αναμασούσε βαριά τα σύννεφα επάνω τους καθώς ανεβοκατέβαιναν θέλοντας να γειώσουν την υπομονή. Και όλοι περιμένανε να βρέξει ασυνείδητα, όπως καλπάζουν οι οπλές. Τότε δεν είχαν δει ότι η φυλλοβόλος σιμή μύτη του Θεού έσταζε επάνω τους
κρούστες από μετάξι, σκεπάζοντας τους με τα δάκρυά Του, τότε δεν είχαν ακόμη την αίσθηση ότι είχαν σωθεί. Αλλά ένας κρουνός από άλικο χυνόταν στα μάτια τους με την τρυφή του ορίζοντα ως μακρινή και τα λεπτά του δέρματα μακριά από τα κορμιά τους.

Μόνο ο άνεμος ξεκούραζε τα σκέλια των μακρινών σειρών από γρανίτη, φυσώντας μέσα τους διακόσια χρόνια πριν μήπως τις μετατρέψει σε ρινικό αποσυμφορητικό εκνέφωμα για να ανακουφίσει την μύτη Του. Όμως ήταν σαν να έβγαιναν τα πρώτα αστέρια όταν υπόκωφο εδόθη λάκτισμα από τα κύματα και έβρεχε Θεό και οι αστραπές εξέτρεπαν από τη ροή την αίσθηση που θα τους χορηγούσε μια χρήση ενδοφλέβια. Από εκεί, μες στη βροχή των όντων, αγωνίστηκαν σαν την αυγή να ανατείλουν τις εισπνοές τους σαν πηλό και να τις φέρουν μπροστά στο στόμα φυσώντας τα γυαλιά. Παρήγαν ένα κιτρινωπό αδένα από καθρέφτη, μια ύπουλη διαύγεια μες από κεραυνούς χείμαρρους που έμοιαζαν ιπτάμενοι ακέραιοι και έσπαγαν επάνω στο θερμόμετρο, με τη δίνη δεκαδικού εκκένωναν το σώμα του Nathaniel από τα λήμματα του ήλιου. Μα το καράβι προχωρούσε αφήνοντας πίσω του στάχτη όπως όταν ο ωκεανός συναντά τον διάβολο στο ρέμα του τροπαιοφόρου και αναγκάζεται να χυθεί στο κενό με ένα κοντάρι γέφυρα και το μοχθηρό καμένο πίσω του. ‘Σύνελθε,, φώναζαν στον Nathaniel, ‘χτες μόλις έφτασε το αύριο πίσω πάλι από το φίδι που τρώει την ουρά του για να σε γιατρέψει’ και ξύπνησε δυο μέρες μεγαλύτερος απ’ ό,τι ήταν και με το χάρισμα να ζει τα προχθεσινά σαν να συνέβαιναν όποτε του ζητούσαν να πλησιάσει πιο κοντά το μέλλον, είχε μέλη από γυαλί και δεν μπορούσε να κοιτάζει παρά μόνο εκεί όπου δεν άγγιζε ο ήλιος.

Προχωρούσαν αφήνοντας πίσω τους το φερμουάρ από αφρό, βγάζοντας σιγά το vintage ύφασμα του ατέλειωτου βυθού και ανακαλύπτοντας στο βάθος πόσο πολύ οι αιώνες είχαν ταιριάξει επάνω του με την αμμώδη τους επένδυση. Σαν να ετοιμάζονταν για την πολυεστέρα ακτή που επεφύλασσαν οι μεγάλες καμπύλες τσέπες του διαβήτη ήλιου άρχισαν να περνάνε από μικρά ερημονήσια ναφθαλίνης και με το μέτωπό τους βουτηγμένο στην προ πλύση να φλέγονται από το ιώδιο. Μα ήταν μια θυσία μόνο, τίποτε παραπάνω από λίγη χλωρίνη και στα χέρια εμφανίζονταν καινούρια σχήματα – there is a light that NEVER goes out – ζωγραφικές από το παρελθόν. Είπαν, ότι όσο περισσότερα σχήματα εμφανίζονταν στο κορμί, τόσοι οι ανεκπλήρωτοι έρωτές τους.

Μα αυτά τα τατουάζ δεν έμοιαζαν μόνο ως προς την ξεβαμμένη τους προέλευση, πολύ περισσότερο εισχωρούσε η αγάπη στο δέρμα, αναπόδραστη της μνήμης και καταλυτική αλυκή του απτού. Θυμάται ακόμη ένα τατουάζ που εμφανίστηκε στο χέρι της : Κοιμόταν όταν έγινε, απείχε να το δει, γι’ αυτό πάντα σημάδευε τους γύρω. Το ακρόπρωρο χαλκευμένο στη στητή του κορμοστασιά ύψωνε το χέρι του προς το φιτίλι, το φιτίλι μόλις που προλάβαινε να του ξεφύγει προς τη δύση, η δύση έπεφτε με ορμή στα περαστικά κύματα, τα κύματα τραβούσαν μια ευθεία από μπαρούτι και εκτινασσόταν ο ορίζοντας αλλάζοντας την ημέρα με τη νύχτα. Μπαρουτοκαπνισμένα πέταγαν συχνά από αόρατα μπαλκόνια τα δελφίνια τραβώντας με ορμή πάλι προς το μέρος τους το παραπέτασμα για να έρθει η αυγή φορώντας πέδιλα με βαμβακερά καλσόν από πλημμύρα. Το φως αυτό που τους προστάτευε από το φως γεννιόταν.

Όταν το σχήμα είχε πάρει την τελική του όψη, όταν πια είχαν διανύσει το θύσανο που φλέγεται, τότε νιώσανε από μακριά τη στεριά που τους περίμενε. Τεράστιο οδοντωτό καπάκι, το νησί περιτριγυριζόταν από ανθρακικό gazer, σαν να περίμενε το τιρμπουσόν από ανθρώπινη σάρκα να το απαλλάξει από τη βλάστηση που είχε γίνει πρόζα.  Το δάσος ήταν μια βασίλισσα από διαμάντια που γαλάζια σκοτείνιαζαν στο στήθος της,
έπειτα κυλούσαν στο κορμί της και ξυπνούσε γαλαζοαίματη.

Στο Νησί : όπου ψάχνει για το Τέρας του έρωτα, για ν’ ανακαλύψει ότι: έχει την μορφή της, ότι οι αναμνήσεις γίνονται δεσμά, ότι οι καρδιές τους πάλλονται στην ίδια συχνότητα (again and again), ότι ο Έρωτας είναι κανίβαλος. Όπου όταν την βρίσκει ανακαλύπτει ότι το Κτήνος έχει πάρει πια την δική του όψη και περιμένει να καταβροχθίσει την επόμενη κοπέλα που θα ερωτευτεί.

‘Πού με γνωρίζεις:’ του είπε ξαφνικά καθώς αγγίζανε τα χείλη τους μ’ εκείνα του λιμανιού. Είναι άγνωστοι πια, αν και τη θυμάται, αυτή δείχνει να τον έχει ξεχάσει, τόσους σκελετούς μαζί και όμως μέσα της δεν σηκώνεται ούτ’ ένα ίχνος από βήματα. Και προχωρά χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι το δέρμα της ξηλώνεται αν και της φωνάζει, εγκαύματα μακριά πια με τα νερά ως το γόνατο.

(Αυτός) : Δεν έχει καλή σχέση με τη λογική, όταν είναι μαζί μιλάνε ψιθυριστά μόνο για να μην ξυπνήσει. Αποκλείει μεθοδικά όλες τις πιθανότητες μέχρι να φτάσει στη στιγμή που γεννήθηκε. Μέσα σ’ αυτό το δάσος είναι εύκολο να σε ανακαλύψουν. Αν και όλοι χωριστήκανε για να βρουν το μυθικό τέρας και να το ξεκοιλιάσουν. Θυμάται κάποιον που διάβασε τον Ντόριαν Γκρέη και μόλις έκλεισε το βιβλίο είχε γεράσει. Αναρωτιέται αν το τέρας είχε την ευκαιρία να ερωτευτεί. Άλλωστε τι είναι ο έρωτας: Συχνά ο έρωτας δεν είναι παρά ν’ αγκαλιάζεις κάποιον έστω και αν δεν το μάθει κανείς – πολύ περισσότερο αυτός που αγκάλιασες. Συχνότερα έρωτας είναι να λες σε κάποιον ότι τον αγαπάς χωρίς να το μάθει κανείς – πολύ περισσότερο εσύ. Φοβάται μήπως το τέρας είναι ερωτευμένο, φοβάται μήπως τον περιμένει με υπομονή θέλοντας να τον ακούσει να του λέγει πως το αγαπά. Ποιος θα το μάθει έξω από τους δυο τους: Και όμως γιατί να διστάσει να του υποσχεθεί κάτι που δεν στοιχίζει παρά έναν κανίβαλο δαίδαλο ώστε να του πολλαπλασιάσει την επιθυμία ν’ αγαπήσει – έστω χωρίς να γνωρίσει κανέναν:   : ο έρωτας και το τέρας.

Κρατιέται δειλά από το δέρμα της Αριάδνης για να την ξαναβρεί στην Έξοδο, παρατηρώντας τις μικρές δεσμίδες φωτός που λευκαίνουν τις ράχες των πυκνών δεντροστοιχιών. Στοίχημα ότι, όταν ανοίξει μια πληγή, το θηρίο σε βρίσκει ευκολότερα, μα πάντα έτσι δεν γίνεται: Στοίχημα πια ότι εκείνοι που είναι κοντά σου έχουν γίνει ήδη βορά της διαίσθησης. Στριφογυρίζουν άλλοι γύρω: Δεν θα ήταν λογικό να βρεθεί κάποια στιγμή μαζί τους: Περπατά μέσα στο σκοτάδι όπου τα απαραίτητα σε κάνουν να ξεχνάς προς τα πού είναι η ανατολή και ο βορράς, χρειάζεται άραγε όταν συγκρούονται οι προσωπικότητές σας:

Κοιτάζει τα δάχτυλά του, αυτά που πίστευε ότι θα τον βοηθούσαν να δείξει προς το μέρος του κτήνους και βλέπει ότι έχουν γίνει δολώματα, από τις άκρες τους κρέμονται σκουλήκια από μετάξι, βουτά τα χέρια στο νερό και έχει γεννήσει δυο πεταλούδες στη θέση τους. Είναι τώρα που μόνο άνθη αγγίζει.

(συνεχίζεται…)