Menu

Big Tracks Little Tracks – Feeding the Flame Vol. 2
Η ομάδα του Lost Echoes “ψάχνεται” και ψάχνει…. ανακαλύπτει και προτείνει (σχεδόν άγνωστα) μουσικά κομμάτια που ξεχωρίζουν.

Ε, λοιπόν, αν υπάρχει εναλλακτικό σύμπαν, οι Hungry Ghosts απολαμβάνουν σε αυτό το status και τη γενικότερη αποδοχή των Dirty Three, την ώρα που οι τελευταίοι παραμένουν παραγνωρισμένοι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Περίεργα παιχνίδια της μοίρας ίσως, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ιδανικότερο alter ego με βάση τα χαρακτηριστικά τους: τρίο από την Αυστραλία -John Brooks (γνωστός κι ως J.P. Shilo), Tim Howden, Jason Boneham- που βασίζεται ως επί το πλείστον στη χρήση κιθάρας και βιολιού προκειμένου  να αναπτύξει τους οργανικούς του λυρισμούς, χαρίζοντάς μας 2 album εξαίσιας μουσικής ποιητικότητας που έμελλαν όμως να περάσουν στη λήθη της μαζικής αδιαφορίας.
Από το δεύτερο εκπόνημά τους, Alone Alone (2000), το κομμάτι “Nothing Has To Happen” περιφέρεται σε κόσμους αδήωτης ευαισθησίας και γκρίζας καθαρτικότητας. Έκτοτε τα ίχνη τους χάνονται και το πιθανότερο είναι να μιλάμε για μια ανενεργή περίπτωση…στα ευχάριστα όμως: ο J.P. Shilo θα κυκλοφορήσει album με τίτλο “As Happy as Sad is Blue” το Σεπτέμβρη μέσα από το label των Sonic Youth “Smells Like Records”. Αδημονώ…

Hungry Ghosts – Nothing Has To Happen / MySpace Site / SLR Site / J.P. Shilo’s MySpace Site / Emusic Samples

Αντώνης Λιβάνης


Περισσότερα “Big Tracks Little Tracks – Feeding the Flame Vol. 2”

Είναι κοινός τόπος ότι το σκηνικό πλαίσιο και το εξωτερικό περιβάλλον σ’ένα λογοτεχνικό έργο αποτελεί ερμηνευτικό κλειδί για το περιεχόμενό του. Συχνά μάλιστα υπάρχει απόλυτη συστοιχία μεταξύ των χαρακτηριστικών της σκηνογραφίας και των εσωτερικών διαθέσεων στους χαρακτήρες. Το ίδιο ισχύει και στα κινηματογραφικά έργα, των οποίων οι ερμηνευτικές ενδείξεις αποκαλύπτονται όχι μόνο με τη  σκηνογραφία, αλλά και τη μουσική επένδυση.

Εκκίνηση, λοιπόν, με τη μελέτη του τοπίου. Ένα τοπίο γοητευτικό και συνάμα απειλητικό: Αλγερία, Νιγηρία, Μαρόκο ενδεικτικά.  Άμμος, πέτρα και ήλιος στη Β.Αφρική, ένα λευκό φως που σχεδόν σε αρρωσταίνει, χαμηλά ορθογώνια σπιτάκια και ένας ουρανός σχεδόν στέρεος με τη μονιμότητα που γοητεύει και προφυλάσσει ταυτόχρονα. Ανάεροι ψίθυροι Ανατολής και πρόσωπα καλυμμένα με υφάσματα αμφίβολης καλοσύνης ή εχθρότητας.

Ο Πορτ (John Malkovich), συνθέτης και η Κιτ (Debra Winger), συγγραφέας, αποφασίζουν μετά από δέκα χρόνια γάμου να ταξιδέψουν μέσα σε μία παραισθητική έρημο, για να βρουν την έμπνευσή τους και να αναζωπυρώσουν ερωτικούς πόθους ακυρωμένους, ίσως, από την πλήξη μιας μακροχρόνιας συμβίωσης. Οι ερωτικές περιπέτειες του Πορτ και της Κιτ με τρίτους δεν αρκούν για να εξαλείψουν μια βαθιά ανομολόγητη αγάπη, καθώς και τους κακούς οιωνούς ενός επερχόμενου τέλους. Ο αφηγητής Paul Bowles μας προϊδεάζει από τις πρώτες σκηνές γι’αυτή την αόρατη απειλή «Στο τέλος όλα θα συνέβαιναν».

Ταξίδι αυτοπαρατηρησίας για τους δυο ταξιδιώτες σ’ένα τοπίο που γοητεύει και απελπίζει με τη συμβολή του Ryuichi Sakamoto σ’ένα μοναδικό συνδυασμό παραδοσιακών ανατολίτικων ήχων και του βασικού θέματος «The Sheltering Sky» με πιάνο ή έγχορδα.

Ατμοσφαιρική επένδυση άψογα συνδυασμένη με τον αισθησιακό ρεαλισμό του Bertolucci, για να θυμίζει το αντίτιμο μιας αλήθειας που οφείλει να πληρώσει ο άνθρωπος, όταν τη συνηδειτοποιήσει ετεροχρονισμένα. Ο συνθέτης δείχνει να ξέρει να διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή, όπως θα έκανε ο Ρέμπραντ, για να αποδώσει εξίσου καλά την αθωότητα και τη μοχθηρία, την ομορφιά και την αποκρουστικότητα, το φόβο και την υπέρβασή του. Τυνησιακοί ρυθμοί και ανατολίτικες γυναικείες απαγγελίες πλαισιώνουν το βασικό ορχηστρικό θέμα ως σύμβολα ενός αφιλόξενου  και πανάρχαιου πολιτισμού, απαραίτητου σε αυτοαναφορικά ταξίδια.

“The sheltering sky” (Τσάι στη σαχάρα) – a Bernardo Bertolucci film, 1990, music by Ryuichi Sakamoto (“The Last Emperor”, “Little Buddah”).

Περισσότερα “A tribute to “The sheltering sky” [cine article]”

Τελικά υπήρχε πιο ακατάλληλη χρονική περίοδος ακρόασης του συγκεκριμένου demo από αυτή του περασμένου Πάσχα; Η επιβεβλημένη ιερότητα εκείνων των ημερών με είχε φέρει στα όρια της ενοχής και του εσωτερικού αυτομαστιγώματος, μια και το παράταιρο με την ευλάβεια  της περιόδου περιεχόμενο του εν λόγω demo ξύπνησε τις Ερινύες σε χρόνο dt…οι Mary & The Boy άλλωστε δε φείδονται ακραίων εκφραστικών μέσων, που κατά βάση μεταχειρίζονται τη συνειδητή χυδαιότητα, τον παρορμητικό αισθησιασμό και την ανόθευτη ελευθεριότητα για να προτάξουν το εκάστοτε αισθητικό ζητούμενο. Περισσότερα “Mary & The Boy – Demo”

Big Tracks Little Tracks – Feeding the Flame Vol. 1
Η ομάδα του Lost Echoes “ψάχνεται” και ψάχνει…. ανακαλύπτει και προτείνει (σχεδόν άγνωστα) μουσικά κομμάτια που ξεχωρίζουν.

Πότε ήταν η τελευταία φορά που νομίσατε πως ο τραγουδιστής τραγουδάει στα γαλλικά, αν και οι στίχοι αποδίδονταν στα γερμανικά (κι ας είστε γαλλομαθείς!);;; Θυμάμαι, προς στιγμήν, την περίπτωση των Endraum κι έπειτα για άλλη μια φορά έρχονται να με μπερδέψουν οι νεοεμφανιζόμενοι Klee προερχόμενοι από την Κολωνία της Γερμανίας.  Ακούγοντας το Gold των Klee μπορεί να απολαύσει κανείς την παγωμένη συνθετική «αρχιτεκτονική», η οποία αποδίδεται αισθησιακά -α λα γαλλικά- από τη Suzie Kerstgens. Το Gold θα περιληφθεί σε επερχόμενη κυκλοφορία ονόματι Honeysuckle ενώ υπάρχει ήδη στο δίσκο Jelängerjelieber που κυκλοφόρησε το 2005. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικές με το συγκρότημα, αλλά και για το επιθυμητό downloading, μπορείτε να απευθύνεστε στο http://www.kleemusik.de.

Klee – Gold / Επίσημο Site

Σωτηρία Σιγαλού


Περισσότερα “Big Tracks Little Tracks – Feeding the Flame Vol. 1”

Πόσο καιρό σας παίρνει συνήθως για να ξεπεράσετε κάτι; Έμενα μου πήρε σχεδόν μια δεκαετία να ξεπεράσω το γεγονός ότι οι Pearl Jam δεν είχαν την πορεία που ήθελα. Δεν άντεχα την σκέψη ότι αυτή η μπάντα θα παρέμενε για πάντα το συγκρότημα των δυόμιση άλμπουμ. Αυτός ο διχασμός είναι παγκόσμιος ανάμεσα στου fans τους, ακόμη και οι ίδιοι τους χωρίζουν σε αυτούς της προ και μετά Vitalogy εποχής. Για να είμαι ειλικρινής προσωπικά εγκατέλειψα κάπου στο No Code.  Από κει και μετά έπαψαν να με ενδιαφέρουν οι νέες τους κυκλοφορίες. Τις άκουγα δηλαδή αλλά χωρίς να περιμένω τίποτα. Έτσι και μ’αυτόν τον δίσκο ήρθε στα χέρια μου και κάποια στιγμή άνεσης μπήκα στην διαδικασία της ακρόασης του.

Το να περιμένεις από κάποιον να παίζει 15 χρόνια τα ίδια πράγματα και με την ίδια ένταση το θεωρώ παράλογο Δόξα το Θεό παραδείγματα τέτοιου τύπου υπάρχουν άπειρα στην χώρα μας π.χ. Κατσιμίχας ή και έξω (βλέπε New Order). Κανένα κομμάτι (παλιό ή καινούριο) από τους δυο προηγούμενους δεν μου κάνει  αίσθηση πλέον. Ειδικά μάλιστα όταν προσπαθούν να το “εκτελέσουν” ζωντανά. Έτσι λοιπόν σε αυτόν το δίσκο δεν θα βρούμε πουθενά το Jeremy ή το Alive. Αυτά έφυγαν δίνοντας την θέση τους στο “Life Wasted” ή το “World Wide Suicide” πιο χαλαρά αλλά τελικά ίσως και πιο ταιριαστά για την εποχή μας.

Στις αρχές του ’90 οι Pearl Jam δήλωναν ότι επαναστατούσαν ενάντια στην κοινωνία, στην πορεία η κοινωνία τους έφτυσε (βλέπε υπόθεση Ticketmaster) αλλά οι ίδιοι το παλεύουν ακόμη και τώρα. Δίνουν το βιντεοκλίπ τους στο Google για περιορισμένο δωρεάν downloading. Σε αυτό τον δίσκο τα λένε στα ίσα στον Bush “World Wide Suicide”, μιλάνε για κοινωνικά προβλήματα “Unemployable”,  αλλά και προσωπικά κολλήματα “Life Wasted” . Όλα αυτά όμως ήταν αναμενόμενα ας δούμε όμως αν και το μουσικό κομμάτι του δίσκου ακολουθεί την σχετικά σταθερή πορεία των δύο προηγούμενων κυκλοφοριών του σχήματος

Τα πρώτα δύο τραγούδια ανταγωνίζονται το ένα το άλλο για το ποιο είναι το καλύτερο σινγκλ. Το “Comatose” που ακολουθεί είναι και η πιο σκληρή στιγμή του δίσκου θυμίζει παλιές καλές εποχές αλλά η φωνή του Vedder δεν έχει τόση οργή πλέον μάλλον περισσότερη απόγνωση/αγανάκτηση βγάζει. Το “Severed Hand” ξεκινάει με τα πρώτα φωνητικά να μας χαλαρώνουν ενώ τα δεύτερα να μας κουρδίζουν Στην πορεία τα βρίσκουν και μάλιστα αλλάζουν θέσεις κανα δυο φορές. Λίγο πριν το τέλος οι τόνοι πέφτουν παραπλανητικά για να μας αποχαιρετήσουν δυνατά οι κιθάρες Στην συνέχεια μοιάζουν πολύ με τους παλιούς κακούς εαυτούς τους. Έτσι χωρίς να’ναι άσχημο το “Marker in the Sand” θυμίζει έντονα τα μπαλαντοειδή single από τους δίσκους τους που μαζεύουν σκόνη στο ράφι. Προετοιμασία ήταν όμως για το πολύ χαμηλών τόνων “Parachutes” το όποιο αν δεν το πάρεις στα σοβαρά και βάλεις τα κλάματα μάλλον θα το αφαιρέσεις από την playlist σου μετά την πρώτη ακρόαση. Δυστυχώς μαζί το “Unemployable” του οποίου η αρχή θυμίζει υπερβολικά επικίνδυνα πολύ γνωστό κομμάτι, είναι τα πιο αρνητικά σημεία του cd το οποίο θα λειτουργούσε μάλλον καλύτερα χωρίς αυτά.

Περνάμε λοιπόν στο δεύτερο μισό αυτής της κυκλοφορίας. Οι τόνοι ανεβαίνουν πάλι με το “Big Wave” για να ξαναχαθούν στην άβυσσο του “Gone”. Εδώ παρατηρούμε την άψογη χρήση της φωνής του Eddie σε τρεις διαφορετικούς τόνους ανάλογα με το σημείο του τραγουδιού. Τρία σε ένα λοιπόν, ίσως για αυτό μετά από δω να δυσκολεύεσαι να δώσεις προσοχή στο τι ακολουθεί.  Η πενήντα δευτερολέπτων εκδοχή του “Life Wasted” στο “Wasted Reprise” σε χτυπάει πιο άσχημα από το ίδιο το single και σίγουρα έχει παραπάνω λόγο ύπαρξης από ότι ένα απλό γέμισμα. Με το “Army Reserve” οι μουσικοί ροκίζουν οπισθοδρομικά προς τα μπρος αφήνοντας τα φωνητικά ως το μόνο σταθερό σημείο του συγκροτήματος. Στο “Come Back” δεν δηλώνουν κάτι ιδιαίτερο έτσι το αφήνουμε για να συνεχίσουμε με το “Inside Job” που σχεδόν κλείνει τον δίσκο (μιας και έχουμε και ένα μελωδικό πέρασμα δέκα δευτερολέπτων κάτι σαν το τέλος του “Wasted Reprise”). Εδώ συναντάμε μια μουσική αναδρομή σχεδόν όλης της πορείας τους μέσα σ’ένα κομμάτι.

Αν και σχετικά άνισος σαν δίσκος την πρώτη φορά που είδα τους Pearl Jam παρακάλαγα μην τυχόν θυμηθούν και παίξουν κάποιο από τ’αγαπημένα μου κομμάτια Αυτήν την φορά δεν έχω καμία αμφιβολία μιας και μερικά πλέον είναι μέσα από αυτόν.

Pearl Jam – Pearl Jam

1. Life Wasted
2. World Wide Suicide
3. Comatose
4. Severed Hand
5. Marker In The Sand
6. Parachutes
7. Unemployable
8. Big Wave
9. Gone
10. Wasted Reprise
11. Army Reserve
12. Come Back
13. Inside Job

Χρήστος Αναγνώστου

Βαθμολογία:7

Δείτε ή κατεβάστε το video του Life Wasted

Τέσσερις πικάντικες πιπεριές αποβιβάζονται στο Μάντσεστερ. Αποσκευές σίγουρα υπέρβαρες. Κουβαλούν μαζί τους ένα τεράστιο – τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα- δημιούργημα (Stadium Arcadium) καθώς και μια εξίσου τεράστια – για τους ίδιους ακριβώς λόγους- συλλογή από τραγούδια προερχόμενα από την υπόλοιπη δισκογραφία τους. Η διαδρομή συγκεκριμένη. Από το αεροδρόμιο στο Manchester Arena. Ή ακόμα καλύτερα στο κατάμεστο Manchester Arena. Τα ατίθασα νιάτα μπορεί να αποτελούν πλειοψηφία όμως με χαρά βλέπεις τριγύρω και μεγαλύτερες ηλικίες.

Ώρα 8.40. Τα videowall της αρένας ζωντανεύουν. Flea και John Frusciante εμφανίζονται στις οθόνες. Ζωντανό backstage πλάνο με τους δύο Peppers να οδεύουν προς τη σκηνή τζαμάροντας παράλληλα.  Τα φώτα φεύγουν οι Peppers έρχονται. Ο Chad Smith παίρνει τη θέση πίσω από το drum kit. Το τζαμάρισμα συνεχίζεται στη σκηνή πλέον. Το κοινό, εξοπλισμένο με μια υπέροχη ροκ ιδιοσυγκρασία που σου παρέχει μια πόλη σαν το Μάντσεστερ, φωνάζει, χειροκροτεί, λυκνίζεται, x-στασιάζεται, απογειώνεται. Αδύνατον να σταματήσει.. Can’t Stop, το πρώτο γνώριμο riff..  Ο υπερκινητικός Anthony Kiedis συμπληρώνει το κουαρτέτο.  Non-stop καταιγισμός με Dani California, Scar Tissue, Charlie, Other Side και Snow (Hey Oh!).

Pause. Οι Peppers έχουν κέφια. Το περίεργο φυσικά θα ήταν αν δεν είχαν. Ο καθένας τους μια ξεχωριστή persona. Τόσο στυλιστικά όσο και ως σκηνική παρουσία. Ο Flea, με μία ακόμα αλλόκοτη στολή από την ιδιαίτερη γκαρνταρόμπα του, ταλαιπωρεί το μπάσο του καθώς και το σβέρκο του. Ο Kiedis, ντυμένος με τατουάζ και με πολύχρωμα γάντια, είναι σε μεγάλη φόρμα τραγουδιστικά αλλά και χορευτικά. Ο Frusciante, έχοντας υιοθετήσει ένα γουέστερν look, διαπρέπει στις κιθάρες και στα δεύτερα φωνητικά (δύο ρόλοι που έχουν αποκτήσει τη δική τους περίοπτη θέση στη μουσική των Peppers). Ο Chad Smith πιάνει επιδόσεις αντιστρόφως ανάλογες με τη λιτή και γερασμένη όψη του όντας εκρηκτικός καθ’όλη τη διάρκεια του set.

Ο ήχος δυνατός, με τον κατάλληλο όγκο και την απαιτούμενη διαύγεια (πάρα την πληθώρα από fx στα έγχορδα). Ίσως η φωνή χάθηκε ελαφρώς αρχικά αλλά πολύ νωρίς βρήκε τη θέση της μέσα στο mix. Όμως οι Peppers και οι συνεργάτες τους διαπρέπουν σε ένα ακόμα πεδίο. Αυτό των visuals. Το lighting show σε συνάρτηση με τις προβολές στα videowall συνέβαλαν καταλυτικά στο πολυδιάστατο show. Ειλικρινά, θα ήταν παράλειψη αν δε γινόταν αναφορά στη σκηνοθεσία των προβολών κατά τη διάρκεια του By The Way και του Californication.

Play. Η συνέχεια επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις. Blast from the past με Blood Sugar Sex Magic και Me and My Friends. Επιστροφή στο παρόν με Tell Me Baby και Throw Away Your Television. Ο Kiedis συμβουλεύει μια κοπέλα στη  frontline να μην προσπαθήσει να ανέβει στη σκηνή για να της δώσει ένα ζουμερό γαλλικό φιλί (πιστή μετάφραση). Χμμ..   Το Future Lovers έχει γίνει must για τις συναυλίες των Peppers και ο κόσμος ανταποδίδει με χορό.  Τα κορμιά, αλλά όχι και τα αυτιά, του γκρουπ και του κοινού κάνουν τακτικά διαλείμματα άλλοτε με νωχελικά και άλλοτε με ηλεκτρισμένα τζαμαρίσματα των Flea και Frusciante.

Pause. Αγάπη. Αλληλοεκτίμηση. Σεβασμός.  Είναι αδύνατον να περάσει απαρατήρητο πόσο αγαπημένα είναι μεταξύ τους τα μέλη του γκρουπ. Δεν απλώνονται στη τεράστια σκηνή του Arena αλλά μένουν στο κέντρο συσπειρωμένοι, ανταλλάσοντας  ενέργεια, χορεύοντας και παίζοντας ο ένας για τον άλλο και όλοι μαζί για τον κόσμο τους που με τη σειρά του συμμετέχει σ’ αυτή την αδιάκοπη ανταλλαγή θετικών vibes. Δεν είναι τυχαίο πως είναι όλοι τους εξίσου πολύτιμοι και υπεύθυνοι για τον ήχο των Peppers. Όπως επίσης δεν είναι διόλου τυχαία τα γραφόμενα του  Frusciante στο website του γκρουπ: Born four separate people they have successfully become one. Their music is proof that four minds can become one, which prompts the question, why not a billion minds?

Play. Μάθαμε το Roadtrip. Μάθαμε το Eurotrip. Ήρθε η ώρα να μάθουμε και το Livetrip. Τα projections εναρμονίζονται με τα Californication και By The Way. California here we come! Οι Peppers αποχωρούν από τη σκηνή αλλά το Manchester Arena δε σωπαίνει καθότι το κοινό με πολυμορφικούς ήχους και φωνές απαιτεί το encore που δικαιούται. Μία solo performance του Frusciante και δύο εντυπωσιακές και παθιασμένες εκτελέσεις των θρυλικών Give It Away και Under The Bridge μας αφήνουν καταγοητευμένους να χαζεύουμε των Frusciante να βγάζει το τελευταίο λογίδιο της βραδιάς «Ήταν τιμή μας να παίξουμε στην πόλη που γέννησε μεγάλους καλλιτέχνες όπως οι Joy Division και οι New Order». Ditto

Review & photos: Γιώργος Μουζής