Menu

Αν και οι ορισμοί των εννοιών είναι ενίοτε παρακινδυνευμένοι, θα τολμήσω να ορίσω τους Eyeless in Gaza ως το θρίαμβο της μνήμης επί του παρόντος. Παραφράζοντας τον Πλάτωνα, θα έλεγε κανείς ότι η μουσική, όπως και η γνώση, είναι ανάμνηση. Πρόκειται για μουσικό ιμπρεσιονισμό με πρόθεση, η οποία δηλώνεται απερίφραστα από το Μ. Βates στο προοίμιο του Photographs as memories: “impressions caught/trapped/a moment in flux crystallized”.

Οι Ε. in G.είναι μια μυθολογία μνήμης που καταγράφεται άριστα στους στίχους και το φωτογραφικό υλικό του Saw you in reminding pictures. H μουσική επαναπροσδιορίζεται και συντίθεται από ακινητοποιημένα στιγμιότυπα με απύθμενη εσωτερικότητα σαν το εξώφυλλο του Sixth Sense.

Eικόνες και εντυπώσεις καβαφικής ρητορικής απολαμβάνει ο ακροατής του Monstrous Joy, όπου η θλίψη λειτουργεί ως υποκατάστατο της ανθρώπινης παρουσίας (“sounds in a room/here is sorrow that speaks…that owns me”) και οι μνημονικές αντανακλάσεις στοιχειώνουν το δωμάτιο και το μυαλό. Ακόμη και το φως στοιχειώνει τα πράγματα αναδεικνύοντας την αληθινή τους υπόσταση. Άλλοτε μία προσομοίωση φωτός, όπως αυτή στο Mock sun, αρκεί για να εκμηδενίσει τις διαμελισμένες σκιές, ενώ το αρκτικό άσπρο φως, διαχεόμενο στον πάγο, αρκεί για να σκαλίσει παλιές πληγές στο Letters to a scattered family από την προσωπική δουλειά του Μ. Bates.

Oι φάσεις της ημέρας αγκαλιάζουν όλα τα στοιχεία της φύσης και στο Morning φαίνεται να υπνοβατεί κανείς πάνω στη θάλασσα υπνωτισμένος από την παλίρροια.

Αλλά και το απόγευμα προσδιορίζεται με ένα μοναδικό αισθαντικό τρόπο: “evening is a silence to understand each and every word unspoken”.

Τα φωνητικά του Μ. Bates, που είναι αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της μουσικής παλίρροιας, θα ταίριαζαν άριστα σε χριστιανική ψαλμωδία, αν δεν ήταν βγαλμένα από την κόλαση ενός προσωπικού οραματισμού.

Επιλογικά, στο κεφάλαιο Eyeless in Gaza επιλέγεται η αναφορά στο Drumming the Beating Heart-Pale hands I loved so well. Παιδικός λυρισμός στο Lights of April, καθαρός πρωτογενής ήχος αποκρυσταλλωμένης μουσικής ωριμότητας στο Transience Blues, μυστηριακές προεκτάσεις στο Pale Saints.

Mετά από όλ’ αυτά πώς μπορεί να αισθανθεί ένας ακροατής σε μία συναυλία των Εyeless in Gaza; Η σωστή απάντηση βρίσκεται στο Monstrous Joy: “…haunting, so beguiling, such a music that I cry”.

Οι Eyeless In Gaza δημιουργούνται το 1980 και δανείζονται το όνομά τους από τίτλο μυθιστορήματος που ανήκει στην πρώιμη συγγραφική περίοδο δημιουργίας του Aldous Huxley. Τα βασικά μέλη του συγκροτήματος είναι οι Martyn Bates και Peter Becker.

Βασική Δισκογραφία

Photographs as Memories

Caught in Flux/The Eyes of Beautiful Losers

Pale Hands I Loved So Well

Drumming the Beating Heart

Rust Red September

Back From the Rains

Kodak Ghosts Run Amok – Chronological Singles, etc., 1980-86 (collection)

Transience Blues

Orange Ice & Wax Crayons (Unissued songs and pieces 81-85)

Fabulous Library

Saw You in Reminding Pictures

Bitter Apples

All Under the Leaves, the Leaves of Life

Song of the Beautiful Wanton

Sixth Sense – The Singles Collection (collection)

Home Produce: Country Bizarre – The Tago Mago recordings: remixed and expanded

No Noise – The Very Best of Eyeless In Gaza

Plague of Years (songs and instrumentals 1980-2006)

Summer Salt & Subway Sun

Οι Eyeless In Gaza εμφανίζονται στις 23 Νοεμβρίου 2006 στο Gagarin 205. Support Group οι Έλληνες Human Puppets.

Παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον την παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου. Ευτυχώς,  χωρίς τη ματιά του ιδιαίτερα «ψαγμένου», ώστε να προσκολλώ σε διάφορες επιμέρους λεπτομέρειες… Παρότι το κείμενο του αρχαίου έλληνα τραγικού δεν είναι και από τα εύκολα, παραμένει επίκαιρο στο πέρασμα των αιώνων. Πόλεμος, πλεονεξία, ματαιοδοξία, τελικά θάνατος και θρήνος. Δεν λέμε να βάλουμε μυαλό με τίποτα και βέβαια «ουαί τοις ηττημένοις», όπως θα διατυπώσει λίγους αιώνες αργότερα ο μεγαλύτερος θεωρητικός του χριστιανισμού, Σαούλ (γνωστός και ως απόστολος Παύλος).

Αναφέρω συνοπτικά ότι το έργο διαδραματίζεται στην αυλή της περσικής αυτοκρατορίας, στο τέλος της πρώτης φάσης των ελληνοπερσικών πολέμων. Ο ποιητής έχει επιλέξει τις δραματικές στιγμές της αναμονής των μαντάτων από την Αθήνα, με τη μητέρα του βασιλιά να είναι η κεντρική (τραγική, πάντα) ηρωίδα. Πιθανόν, η επιλογή της ανάδειξης της άλλης πλευράς, στην εποχή μας να μην εκλαμβάνεται ως σεναριακό εύρημα, οφείλουμε όμως να γνωρίζουμε ότι οι «Πέρσες» αποτελούν την πρώτη απόπειρα αυτού του είδους, προκαλώντας μάλιστα εκτεταμένες συζητήσεις στους φιλοσοφικούς κύκλους των Αθηνών και όχι μόνο! Γιατί κάποιος «δικός μας» να ασχοληθεί με την αγωνία του «άλλου»; Του «εχθρού μας»; Αρχικά μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αισχύλος φάνηκε δεόντως ευαίσθητος. Άφησε προσωρινά τα περί συνόρων και αυτοκρατοριών και εστίασε στον ανθρώπινο πόνο και την αγωνία απέναντι σε εξελίξεις που ξεφεύγουν από τον έλεγχο. Και εκεί προβάλλει την άποψη ότι πίσω από το «μεγαλείο της εκστρατείας» και τη «στρατηγική ευφυΐα» κρύβονται άλλα «ελατήρια», βαθιά ανθρώπινα αλλά αρνητικού τελικά χαρακτήρα. Μήπως όμως η μεταφορά της δράσης στο «αντίπαλο στρατόπεδο» αποτελεί την τοποθέτηση του ποιητή, σε πολιτικό και διαλεκτικό επίπεδο, απέναντι όχι μόνο στην πατρίδα του την Αθήνα, αλλά και στην ίδια την Ιστορία που επαναλαμβάνεται, πάντα ως φάρσα; Μπορούμε για παράδειγμα να φανταστούμε την αγωνία των κατοίκων των μικρής στρατιωτικής ισχύος, εταίρων της Αθηναϊκής Συμμαχίας, όταν υπερασπιζόμενοι το δίκαιο (απέναντι στην κλοπή του ταμείου της Δήλου), βλέπουν της αθηναϊκές τριήρεις να πλησιάζουν;

Οι «Πέρσες», καταγράφοντας με τρομακτική ακρίβεια τον βαθιά ανθρώπινο ψυχισμό, καθίστανται έτσι ένα από τα πλέον διαχρονικά έργα Και αν ο Σοφοκλής τοποθετεί την Αντιγόνη να μάχεται απέναντι σε θεσμούς, άρχοντες και θεούς (παρουσιάζοντας έτσι την πρώτη αναρχική ηρωίδα), ο Αισχύλος καταφέρνει να αντιστρέψει την τοποθέτηση του θεατή, που ακόμα και στις ημέρες μας αρέσκεται στην ταύτιση με τους υποτιθέμενους «καλούς», τοποθετώντας την μητέρα του ηγεμόνα που στρέφεται ενάντια στην ίδια τους την ύπαρξη, στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ωστόσο, το ερέθισμα για το παρόν κείμενο το έλαβα από μια παρέα που καθόταν πίσω από εμένα, στα φιλόξενα νταμάρια των Βριλησσίων. Προφανώς είχαν σχέση με τον κόσμο του θεάτρου. Γκρίνιαζαν λοιπόν, άμα τη ολοκληρώση του δράματος, για την κινησιολογία που επέλεξε η σκηνοθέτις, όπου ήθελε τα μέλη του Χορού να διαθέτουν μια, ας πούμε, ρομποτική αίσθηση. Συνεπικουρούμενοι από τα κουστούμια με τα μεταλλικά τμήματα (όπως οι πολεμικές ενδυμασίες των αρχαίων περσών, αλλά σε post-industrial αισθητική), το ολομεταλλικό σκηνικό και την ηλεκτρονική μουσική υπόκρουση, προσωπικά μού δημιουργήθηκε η εντύπωση της ευθείας αντιπαραβολής του σκηνικού χρόνου με τον παρόντα γραμμικό χρόνο. Το ερώτημα βέβαια που γεννάται σε αυτή την περίπτωση είναι ποιος παίρνει τον ρόλο ποιανού;

Αυτός ο προβληματισμός, με οδήγησε συνειρμικά στην αναζήτηση αναφορών του 20ου αιώνα. Κατέληξα έτσι σε ένα κινηματογραφικό έργο «αναφοράς», το «Starship Troopers – Στρατιώτες του Σύμπαντος», του σπουδαίου ολλανδού σκηνοθέτη Πώλ Βερχόφεν, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Robert Heinlein . Εδώ ο χρόνος είναι μελλοντικός (23ος αιώνας. Όχι και πολύ μακριά, πάντως…). Η διαστημική αρμάδα, που αποτελείται από πολύ όμορφους, καλογυαλισμένους και άρτια εκπαιδευμένους στρατιώτες, προελαύνει σε εχθρικούς πλανήτες, που κατοικούνται από άσχημα τέρατα, γιγαντόσωμα έντομα και άλλες αποκρουστικές υπάρξεις. Το έργο κατηγορήθηκε με ευκολία από το κατεστημένο της σινε-κριτικής (διεθνούς και εγχώριας) ως «αλλοπρόσαλλο», «ναζιστικό κατασκεύασμα», «αμερικανική προπαγάνδα» και άλλα τραγελαφικά. Ευτυχώς κάποιοι επαναξιολογήσανε τη θέση τους, ωστόσο η ζημιά έγινε όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες. Εν πάση περιπτώσει, μια επίσκεψη στο DVDάδικο της γειτονιάς, είναι πράξη εφικτή.

Σε αυτό λοιπόν το όμορφο και καλογυαλισμένο μέλλον, οι άνθρωποι, που έχουν ήδη αποικήσει εκτός γης,  επεμβαίνουν σε διάφορα σημεία του σύμπαντος, σε άγονους πλανήτες. Οι ιθαγενείς κάτοικοι των πλανητών, δέχονται την επίθεση του high tech στρατού, πάντα με τηλεοπτική κάλυψη. Και αν τα μάτια των νεοσύλλεκτων τυφλώνονται από το εκτυφλωτικό φως των νικών και –κυρίως αυτό- των τρόπων που αυτές οι νίκες παρουσιάζονται από τηλεοράσεως, ο σκηνοθέτης δεν θα αργήσει να μας μεταφέρει στη σκοτεινή πλευρά όλου αυτού του σκηνικού. Μπορεί στο τέλος, οι «καλοί» να κερδίζουν, ωστόσο, με το τέλος της ταινίας εμφανίζεται και ο προβληματισμός: ποιοι τελικά είναι οι «καλοί» και ποιοι οι «κακοί» αυτής της ιστορίας; Αν και η απάντηση εξαρτάται πάντα από την οπτική γωνία του εκάστοτε θεατή, ο υπογράφων πιστεύει ότι τα έντομα και τα κτήνη δεν αποτελούν παρά την σχηματική μεταφορά αυτών που αποτελούν τους εν δυνάμει στόχους των πολέμων, με τη μορφή που αυτοί έχουν αποκτήσει μετά την πτώση του ανατολικού μπλόκ. Έντομα λοιπόν μπορούν να χαρακτηριστούν οι κάτοικοι του Ιράκ, της πρώην Γιουγκοσλαβίας, του Λιβάνου κ.ο.κ. Καθένας μπορεί να λάβει ή να δώσει αυτό το χαρακτηρισμό, κατά πώς συμφέρει. Και από κοντά, η αλαζονεία, η εξουσία που καταδυναστεύει, ορίζοντας δυνατούς και αδύνατους, σκορπίζοντας μιλιταρισμό και μίσος προς όλες τις κατευθύνσεις.

Είναι εύκολο να νιώσεις μίσος, αλλά δύσκολο να μην προβείς σε πράξεις μίσους και εκδίκησης. Και είναι εύκολο να πείσεις (ελέω των μηχανισμών προπαγάνδας) ότι ο άλλος είναι αυτός που φταίει. Ιδίως, τώρα πια, εάν αυτός βρίσκεται σε άλλο σημείο του πλανήτη. Όπου μπορούμε πιο εύκολα να τον διακρίνουμε μέσα από την παραμορφωμένη μας οπτική γωνία, ως ένα κτήνος, ως μια γιγαντιαία αράχνη. Οι δύο δημιουργοί μάς επισείουν την προσοχή: προσέξτε γιατί οι «κακοί» μπορεί να είμαστε εμείς!

Σημείωση: Οι Πέρσες ανέβηκαν από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου. Μου άρεσε πάρα πολύ η ύπαρξη ενός κουαρτέτου μουσικών, που εκτελούσαν ζωντανά μουσική με έντονα ηλεκτρονικά στοιχεία. Ακόμα ένα στοιχείο που φέρνει την παράσταση πιο κοντά σε εμάς, αλλά προσέδωσε και μια …Einsturzende Neubautten αίσθηση!

Σχετικά links

Μια ρωγμή στους «Πέρσες»

Wikipedia / Starship Troopers

Seabound – Double-Crosser, Released: October 2006, Dependent Records

Εδώ και δύο χρόνια η ηλεκτρονική μουσική και ειδικότερα η synthpop/EBM/futurepop εκδοχή της μοιάζει να εκκολάπτει νέα είδη της αν και τα αποτελέσματα της εκκόλαψης αυτής δεν είναι προς το παρόν …ακουστά. Οι επαναλαμβανόμενες, κάποτε πιασάρικες, ρυθμικές αποδόσεις των synthesizers δεν είναι δυνατόν να ξεσηκώνουν πάντα την ίδια διάθεση στα club ή να προκαλούν τις ίδιες μελαγχολικές μεταπτώσεις στους ακροατές τους.

Χρειάζεται ανανέωση στην παραγωγή και στην έμπνευση, ανατροπή στη βασική μουσική ιδέα, επανατοποθέτηση των ήχων στο παζλ των συνθέσεων και φρέσκια αξιοποίηση όλων των επιμέρους στοιχείων για τη δημιουργία ενός ηλεκτρονικού μουσικού κομματιού: μπάσσο, μπότα και μινιμαλιστικά πιατίνια, λούπες φτιαγμένες από νέα υλικά, από πρωτότυπα riffs κλπ….τέμπο, μελωδίες, ρυθμός σε συνδυασμό με ‘τολμηρά’ συνθετικά εφέ να συγκροτούν νέες συνταγές επιτυχίας …for the dancefloor or elsewhere.

Τη δική τους σημαντική, ίσως καθοριστική, συμβολή στην ήδη διαμορφωμένη αλλά και στην εν δυνάμει ανανεούμενη σκοτεινή-μελαγχολική-χορευτική-ηλεκτρονική pop έχουν να προσφέρουν η σουηδική, νορβηγική και γερμανική παραγωγή. Οι Γερμανοί Seabound ανήκουν εδώ. Έχοντας στο δισκογραφικό ενεργητικό τους δύο ολοκληρωμένα album, έχοντας επιτύχει στα πρώτα τους βήματα παραγωγή από Covenant, «πλάθουν» μουσικά τις μελωδίες τους απλά, αλλά πάντα σε ένα επίπεδο επεξεργασμένης αισθητικής που σου μένει.

Το 2001 οι Γερμανοί dark-electro-poppers κυκλοφορούν το No Sleep Demon και τρία χρόνια αργότερα το Beyond Flatline. Επηρεασμένοι, όπως οι ίδιοι ομολογούν, από το έργο του Edgar A. Poe και του αρχιτέκτονα, θεατρικού συγγραφέα και μυθιστοριογράφου Max Frisch, δημιουργού του γνωστού “Homo Faber”, αλλά και επεξεργαστές της θεματολογίας ταινιών που πραγματεύονται ιστορίες για χαμένες αγάπες και διαψεύσεις ονείρων, δημιούργησαν κομμάτια όπως το AVALOST, HOOKED, POISONOUS FRIEND, κλπ.

Η νέα τους δουλειά κυκλοφορεί παράλληλα με τις νέες δισκογραφικές δουλειές των And One και Front Line Assembly όπως άλλοτε (2004) το Beyond Flatline κυκλοφορούσε μαζί με το Civilisation των τελευταίων (FLA), ενώ ένα χρόνο νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει το Sternenstaub των Melotron (2003) κι ακόμα πιο πριν…ένα Northern Light από τους Covenant.

To Double Crosser μοιάζει ν’ ανατρέχει σ’ εκείνη την εποχή της μελαγχολικής, έντονα μελωδικής ηλεκτρονικής pop, θυμίζοντας έντονα τους Σουηδούς Covenant . άλλωστε ο Eskil Simonsson αναλαμβάνει την παραγωγή σε ορισμένα κομμάτια του παρόντος δίσκου. Με το πρώτο άκουσμα τα κομμάτια εκείνα που ξεχωρίζουν είναι τα Scorch the ground, The Promise, Sapphire, Castaway. Στον δίσκο αυτό δεν βρίσκει κανείς τις ηλεκτρονικές μελωδίες με το έντονα ρυθμικό περιεχόμενο που σε κάνει να χορεύεις με κλειστά μάτια, σιγοτραγουδώντας εκείνους τους στίχους που έχουν την ιδιότητα αυτόματης εντύπωσής τους στη μνήμη σου. Σίγουρα δεν θα βρεις ένα κομμάτι του στιχουργικού ύφους του ‘hooked’. Είναι δίσκος με προσεγμένες εισαγωγές, ολοκληρωμένα συνθετικά μέρη … και πολλές αναφορές σε “lost loves”, εμμονές σε πρόσωπα μυθοποιημένα από την πολλή σκέψη που τους αφιερώνεται, διαφυγή σε (ή φυγή με) νοσταλγίες και μνήμες, μεγάλες προσδοκίες κι άλλα τέτοια…

Πάντως, το καλό με αυτόν το δίσκο είναι ότι έχει τις πρέπουσες, σε ανεκτά επίπεδα, εναλλαγές «ύψους και βάθους» που μαρτυρούν δουλειά…Και η καλή δουλειά ακούγεται πάντα ευχάριστα σ’ ένα αυτί κουρασμένο από την καχεξία που προκαλεί η άγονη επανάληψη στην ηλεκτρονική μουσική.

Κι ένα στιχάκι για το τέλος: “Echoes separate truth from lies”…

Tracklist

01 Scorch The Ground [ version ]
02 The Promise
03 Doubleplusungood
04 Sapphire
05 Domination
06 Every Last Grain
07 Castaway
08 October Song
09 Traitor [ extended ]
10 Breathe

To bonus CD και τα εξής bonus tracks:

01 The Promise [ Club ]
02 The Promise [ Covenant Mix ]
03 Asymmetry [ Seabound vs. Tankt ]
04 Scorch The Ground [Rotersand Mix]
05 Poisonous Friend [Hymn]

Official site: http://www.seabound.de/

Ημερομηνία: 10 Νοέμβρη 2006, Τόπος: Βρυξέλλες, Vorst Nationaal, Κείμενο: Νίκος Βογιατζής

«Σημασία έχει αν βλέπεις το ποτήρι μισο-άδειο ή μισο-γεμάτο». Αν αυτή η φράση έχει εφαρμογή στα προβλήματα της ζωής, μπορεί εύκολα να βρει εφαρμογή και σε μια συναυλία, αν παρομοιάσουμε μια καταπληκτική συναυλία που σε …ξεδιψάει και σου γεμίζει τις μπαταρίες με ένα γεμάτο ποτήρι νερό, το αντίθετο, με ένα σχεδόν άδειο. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που το ποτήρι είναι γεμάτο μέχρι τη μέση; Εκεί πιθανότατα θα παίξουν ρόλο άλλα πράγματα, όπως η κούραση, η διάθεση, η προσμονή, προκειμένου το πρόσημο να πάρει μια θετική ή αρνητική, εν τέλει, φορά.  Νομίζω ότι μια από αυτές τις περιπτώσεις ήταν και το λάιβ των Tool την Παρασκευή, για να είμαστε πιο ακριβοδίκαιοι, ας δεχτούμε ότι το ποτήρι ήταν γεμάτο κατά τι πιο πάνω από τη μέση.

Για τους εν λόγω κυρίους δε χρειάζονται και πολλές συστάσεις. Μετά την κυκλοφορία του Lateralus έγιναν massive, μάλιστα παρατηρήθηκε η δημοτικότητά τους να αυξάνεται χρόνο με το χρόνο από το 2001 και μετά, για να φτάσουμε στο 2006 και το άλμπουμ να φτάσει στο νούμερο 1 του ελληνικού chart. Φαίνεται λειτούργησε άψογα η από στόμα σε στόμα καλή μαρτυρία, και πλέον το συγκρότημα, από κει που ήταν προνόμιο των ακροατών του σκληρού ήχου (και πάλι όχι όλων) πλέον απολαμβάνει της εκτίμησης και του θαυμασμού της μεγαλύτερης μερίδας των μουσικόφιλων. Όχι άδικα.

Στα πλαίσια του δεύτερου σκέλους της ευρωπαϊκής περιοδείας τους (η πρώτη έλαβε χώρα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2006) οι Tool πέρασαν από τις Βρυξέλλες στις 10/11 και φυσικά όπως είναι γνωστό θα περάσουν επιτέλους και από την Αθήνα στις 16 του Δεκέμβρη. Αφορμή ο νέος δίσκος 10,000 days, που αποτελεί κατά την –εξ ορισμού υποκειμενική- άποψή μου την πιο αδύναμη κυκλοφορία του συγκροτήματος, κυκλοφορία που σε κάθε περίπτωση δεν κατάφερε να κάνει την αίσθηση που αναμενόταν, δεν παύει όμως να είναι άλμπουμ των Tool, επομένως (και αυτόματα) μια προσεγμένη δουλειά που αξίζει να αποκτήσει κανείς.

Για να έρθουμε στην εμφάνισή τους, ας ξεκινήσουμε από τα θετικά. Long gone τα σχόλια για αντικοινωνική συμπεριφορά του Keenan προς τους θεατές, που είχα διαβάσει σε πολλά παράπονα ευρωπαίων φαν σε σχετικές ιστοσελίδες. Για την ακρίβεια, ο Maynard είχε πολλά κέφια, ευχαρίστησε θερμά αρκετές φορές το κοινό για την παρουσία του, υποσχέθηκε ότι θα επιστέψουν, στο τέλος μοίρασε μπουκάλια νερό κάνοντας και πλάκα σε ποιον θα τα δώσει και φυσικά διατήρησε (όσο τα κατάφερε, τελοσπάντων) τα συστατικά της μυστηριώδους περσόνας που θέλει να περάσει, βγαίνοντας στη σκηνή με μάσκα οξυγόνου που κρατάει το μικρόφωνο, μαλλί ξυρισμένο εκτός από μια λωρίδα στο μέσον, και φυσικά γυμνός από πάνω για να φαίνεται και το τατουάζ στην σπονδυλική στήλη. Αυτό συν η συνολική διάρκεια της συναυλίας (100 λεπτά) με κάνει να σκεφτώ ότι ίιιισως (και το γράφω έτσι γιατί περιέχει μεγάλες δόσεις δυσπιστίας) και να έλαβαν υπόψη κάποια αρνητικά σχόλια από εαρινές και καλοκαιρινές ευρωπαϊκές διαμαρτυρίες.

Επιπλέον, ο ήχος δεν ήταν άσχημος. Επειδή έχω πλέον σχηματίσει γνώμη για τα περισσότερα βελγικά venues, νομίζω ότι τα όποια μικρο-προβλήματα (κυρίως με το μπάσο του Chancellor) θα πρέπει να βαρύνουν το συγκρότημα και όχι τους οργανωτές. Και μια που τον ανέφερα, θα πρέπει να σημειώσω πως ο Justin κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις επί σκηνής, καθώς είναι μάλλον ο μόνος που σου δίνει την εντύπωση ότι ζει πραγματικά τα κομμάτια. Άσε που θες δεν θες τον ακούς πάντα και πολύ καθαρά, καθώς η ένταση του μπάσου είναι ιδιαιτέρως υψηλή.

Και βέβαια πώς θα μπορούσα να παραλείψω το background, πραγματικά εντυπωσιακό, με μια ποικιλία χρωμάτων, λέιζερ, προβολέων πίσω από τα μέλη και το τρισδιάστατο θέμα από το artwork να εμφανίζεται στο Rosseta stoned, αν θυμάμαι καλά, πράγματα που καταφέρνουν σε ένα βαθμό να απογειώνουν σημεία των τραγουδιών και να μεταφέρουν μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας, όποτε χρειάζεται.
Δυστυχώς υπάρχει έδαφος και για αρνητική κριτική. Ας ξεκινήσουμε από το σετλιστ. Greatest hits συν μερικά από το καινούργιο άλμπουμ. Συμπέρασμα; Ουδεμία έκπληξη. Και ελάχιστη έως καμία παραλλαγή από αυτά που έπαιξαν στο πρώτο σκέλος. Φυσικά στα φόρα έγινε μεγάλο θέμα το ότι έπαιξαν το Swamp song (και το έπαιξαν καλά, είναι αλήθεια) από το Undertow, το οποίο ναι, είναι έκπληξη, από την άλλη, πόσο μπορεί να ικανοποιεί η παραλλαγή του σετλιστ κατά …ένα κομμάτι; Κατά τα άλλα, μαντέψτε και κερδίστε: Stinkfist, Aenema, Schism, Vicarious…Κατά συνέπεια, δεν έλειψαν μόνο πιο εσωστρεφή και συναισθηματικά φορτισμένα κομμάτια από το νέο άλμπουμ, όπως το επικό Wings for Marie, αλλά και παρελθοντικοί danny-carey-ικοί θρίαμβοι, όπως αυτοί αποτυπώνονται στον καμβά του Eulogy ή του The Grudge.

Και μια που μιλάμε για Carey, πίσω από το εντυπωσιακό drum set κάθισε ένας μεγάλος, ομολογουμένως drummer, που κατάφερε ωστόσο να εκτελέσει τα κομμάτια χωρίς να προσθέσει απολύτως τίποτα που θα μπορούσε να κάνει το θεατή να στρέψει με θαυμασμό το βλέμμα προς τα κει. Ακόμη και στο heavy-metal-ικό σόλο του, δεν παρουσίασε κάτι που θα περίμενε κανείς από έναν μουσικό της κλάσης του.
Καλά, για τον Adam έχουν ειπωθεί τόσα πολλά, αλλά …να και μερικά ακόμα! Για όσους δε γνωρίζουν, ο κύριος Jones εκτελεί τα κομμάτια σχεδόν ακίνητος. Το οποίο δεν είναι καθόλου …good news, αν σκεφτεί κανείς ότι στα ξεσπάσματα το κοινό περιμένει από τον κιθαρίστα να ακολουθήσει τον φρενήρη ρυθμό του κομματιού. Φυσικά, ο κάθε μουσικός έχει το προσωπικό του στυλ, αλλά εδώ δεν μιλάμε για κλασσική μουσική. Στο συγκεκριμένο μουσικό είδος, όπως θέλει ας το ονομάσει κανείς, περιμένουμε περισσότερα από τον άνθρωπο που έχει κληθεί να παίζει κιθάρα, τελεία. Συν το ότι και επί της ουσίας δεν εντυπωσίασε, παίζοντας περίπου ό,τι και στους δίσκους, ίσως και λίγο χειρότερα.

Τέλος, κάτι που σίγουρα δεν αφορά τους Tool, το βελγικό κοινό αποδείχθηκε εντυπωσιακά …αδρανές! Μπορεί κάποιος να διανοηθεί το εξής – picture this, if you will, που λέει και ο Maynard: ήμουνα περίπου έβδομη – όγδοη σειρά (άρα σε απόσταση …αναπνοής!), η συναυλία άνοιξε με το Stinkfist και είχες απλά μερικά κεφάλια να κουνιούνται και έναν (1) τύπο που προσπάθησε να κάνει λίγο σαματά αλλά …διαπιστώνοντας ότι είναι απελπιστικά μόνος, εγκατέλειψε την ιδέα! Ζηλεύω ήδη την ενθουσιώδη ανταπόκριση του αθηναϊκού κοινού όταν ακουστούν οι πρώτες νότες του κομματιού, αν και εφόσον ανοίξουν και στην Αθήνα με το Stinkfist, κάτι που δεν αποκλείεται. Σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω την ακραία βία σε μια συναυλία, αλλά και η …ήρεμη και άνετη παρακολούθηση έχει τα όριά της!

Θα κλείσω όμως με κάτι πολύ ζεστό και αναπάντεχα ευχάριστο, σημειώνοντας και μια μικρή εκτίμηση, ότι στον επόμενο δίσκο-περιοδεία, νομίζω ότι το συγκρότημα θα πρέπει να ανακατέψει λίγο περισσότερο την τράπουλα. Ανκόρ, ο Chancellor αφήνει στην άκρη το μπάσο, πλησιάζει στο σημείο όπου τραγουδάει ο Keenan, κάθεται, ανάβει έναν αναπτήρα, σηκώνει το χέρι και κοιτάει το πλήθος που γέμισε το αμφιθεατρικό National Forest. Σύντομα τον ακολουθούν και οι άλλοι τρεις, τα φώτα χαμηλώνουν, το κοινό ανταποκρίνεται, και ξεκινάει επί ένα λεπτό περίπου αυτή η χωρίς λόγια ουσιαστική επικοινωνία (και γιατί όχι, ένα αμοιβαίο «ευχαριστώ») ανάμεσα σε συγκρότημα και θεατές. Μαγεία…

*Photo: Αρχείου / toolshed.down.net

Bruce Springsteen and the Seeger Sessions Band
Ημερομηνία: 7 Νοέμβρη 2006, Τόπος: Αμβέρσα, Sportpaleis, Κείμενο : Νίκος Βογιατζής

Και ναι, επιτέλους έφτασε η στιγμή να δω τον πολυαγαπημένο μου Bruce Springsteen μετά από αρκετά χρόνια αναμονής! Δε θα μπορούσα ωστόσο να αποφύγω μερικές εισαγωγικές παρατηρήσεις, όπως ας πούμε ότι είναι ανεξήγητα υποτιμημένος στην Ελλάδα. Μια πιθανή ερμηνεία θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι το «αφεντικό» (the boss) είναι πολύ «Αμερικάνος». Και όντως, ισχύει αυτό. Όμως θα πρέπει να σταθούμε στο ποια ακριβώς Αμερική πρεσβεύει ο Bruce, που δεν έχει φυσικά καμία σχέση με το μεγαλοϊδεατισμό των περισσότερων Αμερικανών προέδρων που συνάντησε στο διάβα της καριέρας του. Ο αγώνας για το αμερικανικό όνειρο, η φιλία, η δουλειά στο εργοστάσιο, το πρότυπο του πατέρα που λέει ιστορίες στο γιό του και γίνεται μετά πρότυπο αυτός, τα γκέτο, το αδιέξοδο του νέου Αμερικάνου σε πόλεις όπως το New Jersey, και τέλος, οι τάσεις φυγής στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους, είναι μερικά από τα αγαπημένα, και φυσικά απόλυτα αμερικανικά θέματα των τραγουδιών του. Ενίοτε και αριστουργημάτων του.

Bruce Springsteen and the Seeger sessions band. Διότι, μετά από τρεις και βάλε δεκαετίες καριέρας, αποφάσισε να βγάλει τον πρώτο δίσκο με διασκευές. Το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής είναι σχεδόν εξαιρετικό, όμως προσοχή: εδώ θα ακούσετε κατά βάση παραδοσιακά τραγούδια ενορχηστρωμένα από τον Bruce, τα οποία αφού επέλεξε από το ρεπερτόριο του Pete Seeger, τα ενορχήστρωσε με τέτοιο τρόπο ώστε μόνο απαρχαιωμένα να μην ακούγονται.

Η ατμόσφαιρα ήταν καταπληκτική στο στάδιο της Αμβέρσας. Καρφίτσα δεν έπεφτε (sold out εδώ και πολύ καιρό, παρόλο που η τιμή του εισιτηρίου ήταν τσουχτερή). Παρατηρούσα το ντεκόρ στη σκηνή. Πέντε μωβ φωτισμένοι πολυέλαιοι, κουρτίνες, το logo του δίσκου στο κέντρο. Και ατέλειωτη αναμονή για να βγει ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης. Γύρω μου όλες οι ηλικίες (αναμφίβολα διαχρονικός) και να κάτι το εντυπωσιακό: ακόμη και άνθρωποι γύρω στα πενήντα πέντε είχαν έρθει ώρες πριν για να πιάσουν καλή θέση μπροστά στη σκηνή! Φυσικά δεν υπήρχαν τα σπρωξίματα ή τα κύματα εισβολέων από το μέσον της αρένας προς τα μπροστινά κάγκελα. Εδώ όποιος ερχόταν νωρίς έπιανε καλή θέση.

Και κάποια στιγμή βγήκε ο Bruce Springsteen στις 9 παρά τέταρτο και ακολούθησε κάτι μαγικό, σχεδόν διαστημικό. Είναι δύσκολο να περιγράψεις μία τόσο μοναδική συναυλία, θαυμασμός και μεγαλείο, οι δύο πρώτες λέξεις που μου έρχονται στο μυαλό. Έπαιξε σχεδόν όλα τα κομμάτια από τον καινούργιο δίσκο, συν μια χούφτα δικά του, εντελώς παραλλαγμένα πάντως (συνολικά δυόμιση ώρες). Από αυτά τα τελευταία θα ξεχώριζα το Ghost of Tom Joad, χωρίς όμως να σημαίνει ότι οποιοδήποτε τραγούδι κατά τη διάρκεια του λάιβ υστέρησε.

Η μπάντα του αποτελούνταν από 17-18 άτομα αν μέτρησα καλά, μαζί με εκείνον. Που σημαίνει ότι είχαμε βιολιά, ακορντεόν, πνευστά, πιάνο, κιθάρες, κρουστά, μπάντζο, και πολλά άλλα, σε μια πανδαισία χρωμάτων και ήχων. Ο Bruce μετέτρεψε τη σκηνή σε μεγάλο μουσικό θέατρο της δεκαετίας του 30 (αν πω saloon θα ακουστεί υπερβολικό, αν και το πιάνο ήταν βγαλμένο από τις σελίδες του …Λούκι Λουκ!) όπου οι περισσότεροι ήταν ντυμένοι με γιλέκα, τραγιάσκες, αλλά το κυριότερο, κέφι και διάθεση να περάσουν στον κόσμο την αγάπη τους για τα συγκεκριμένα τραγούδια. Ο Springsteen όμως ήταν ο αδιαφιλονίκητος άρχοντας στη σκηνή. Φορώντας πουκάμισο, γιλέκο, μπότες, παίζοντας μόνο ακουστικές κιθάρες ή φυσαρμόνικα σε κάποια σημεία, και φυσικά τραγουδώντας εκπληκτικά, δε σταμάτησε να ξεσηκώνει το κοινό, να διατρέχει τη σκηνή, να «δείχνει» με την κιθάρα του τα μέλη που σόλαραν, και μετά ως μαέστρος, να σηκώνει τα χέρια ψηλά και να δίνει το σύνθημα για ένα ακόμα ξέσπασμα. Κι έπειτα, να καταλαγιάζει την δημιουργική ένταση με μία μόνο έκφραση του προσώπου του. Σπάνια βλέπει κανείς τόνους ενέργειας να μεταφέρονται από ένα άτομο σε τόσο πολύ κόσμο, προσωπικά, μόνο τον Bono και τον Eddie Vedder μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή, που καταφέρνουν κάτι παρόμοιο, όμως ο Bruce τους ρίχνει κάτι …χρονάκια! Αλήθεια είναι αυτός ο άνθρωπος 57; Μοιάζει απίστευτο αν αναλογιστεί κανείς την καθαρότητα και τη δύναμη της φωνής του, το πάθος του, την όρεξή του. Πάντα χαμογελαστός και υπερκινητικός, μου θύμισε εκείνο το DVD που είχε κάνει στη Νέα Υόρκη (πριν την 11/9) με την E Street Band επανενωμένη, από πλευράς κεφιού και ενέργειας επί σκηνής. Και κάπου εδώ να περάσω στην τελειομανία του.

Είχα διαβάσει και γω πόσο perfectionist είναι, αλλά δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι αυτός ο άνθρωπος θα κατάφερνε δεκαεπτά εξαιρετικούς μουσικούς που πιθανόν μικρή σχέση έχουν με το ροκ των 00ς ή την μουσική που ο ίδιος γράφει γενικά, να τους δέσει τόσο πολύ ώστε, αφενός να καταφέρνουν να είναι απολύτως αλάνθαστοι, αφετέρου να μοιάζουν να σολάρουν τόσο φυσικά (ή να συνοδεύουν, αντίστοιχα) ούτως ώστε να φαίνεται ότι ουσιαστικά τζαμάρουν! Και όλα αυτά μέσα σε ένα πνεύμα χορού, κεφιού, περισυλλογής ενίοτε, εκκωφαντικών εκρήξεων. Τον έπιασα μερικές φορές να παρατηρεί την εκπληκτική κοπέλα στο βιολί να παίζει ένα πολύπλοκο, ομολογουμένως, θέμα κι όταν τελείωσε να τρέχει στο μικρόφωνό του με ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση! Να σταθώ επιπλέον στις επικές εισαγωγές και τα κλεισίματα. Ουσιαστικά παράλλαξε όλα τα τραγούδια, σε άλλα έδωσε μια πιο soul χροιά, σε άλλα μια πιο bluesy, γεγονός όμως είναι ότι το α-λα Bruce Springsteen rock δεν ακούστηκε καθόλου τη βραδιά αυτή. But who cares? Στο Old Dun Tucker νομίζω απέδωσε φόρο τιμής στον Seeger, καθώς ξεκίνησε με μπάντζο επί ένα λεπτό περίπου το οποίο έπαιξε μια παραλλαγή του ρεφρέν του κομματιού. Άλλες φορές, είχες θεματικά ξεσπάσματα ακόμα και από το ..τρομπόνι, άλλες πάλι, saloon bar εισαγωγές από το χαρακτηριστικό ξύλινο πιάνο, ή γυναικεία soul φωνητικά… Κοντολογίς, ένα τεράστιο project που σε αφήνει άναυδο όχι μόνο λόγω της τελειότητας στο μουσικό σκέλος (όπως είπα, μια αφρόκρεμα από νέους, κατά βάση blues, soul, country, rock n roll μουσικούς, που εκτός των άλλων τραγούδησαν κιόλας, όπως συνηθίζει να επιθυμεί ο Springsteen), αλλά και λόγω του mood που επικράτησε στη σκηνή από την αρχή μέχρι το τέλος! Οπότε περιττεύει να αναφέρω την εξαιρετική ποιότητα και καθαρότητα του ήχου, την πλήρως εναρμονισμένη κίνηση στη σκηνή, ακόμη και τις μικρές πλάκες μεταξύ τους, αλλά και με το κοινό (πχ όταν προσπάθησε να πει κάτι στα ολλανδικά –η Αμβέρσα ανήκει στο φλαμανδικό κομμάτι του Βελγίου).

Όπως σημείωσα και πιο πριν, δύσκολα περιγράφονται τέτοιες στιγμές, περισσότερο αφήνεσαι να σε συνεπάρουν για να βιώσεις μετά την απόλυτη αμηχανία όταν καλείσαι να μετατρέψεις όλες αυτές τις εικόνες σε ένα κείμενο. Πάντως, υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει, αφού ευχαρίστησε για την υποστήριξη της δουλειάς του. Στο Βέλγιο. Στο φινάλε, μετά το American Land που κλείνει πάντα το setlist (όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να το βρουν στο www.brucespringsteen.net) δίνει ένα hug σε όλα τα μέλη, σηκώνει το χέρι ψηλά, και χάνεται χαμογελαστός πίσω από τη θεόρατη κουρτίνα. Και αυτόματα ανανεώνω το ραντεβού μαζί του στην επόμενη ευρωπαϊκή περιοδεία, είτε εμφανιστεί σόλο, είτε με την E-street band, είτε με κάποιο νέο πρότζεκτ. Γιατί είναι πολλά περισσότερα από «το αφεντικό»: μια μουσική ιδιοφυία και ένας χαρισματικός περφόρμερ.

*Photos: Αρχείου / Google Images

Ποια η αξία της τέχνης αν δεν πειραματιστείς με τα εργαλεία αυτής; Ο μεγαλύτερος πειραματιστής του κινηματογράφου (στα δικά μου μάτια και αυτιά) ο Stanley Kubrick απέκτησε τεράστια υστεροφημία μέσα από μάχες με τα δικά του «τέρατα», ατελείωτες ώρες δουλειάς και ιδιοφυείς, ανείπωτες μέχρι τότε ιδέες. Εκτός από την εισαγωγή του ονόματός του στην καταγεγραμμένη ιστορία άνοιξε ένα νέο δρόμο για τους επόμενους, καθώς και δίδαξε τι σημαίνει κινηματογράφος . Μπορεί να «διαπράττω ύβρη» αλλά ο Kubrick μπορεί να ήταν και ένας νέος Όμηρος…

Ο μόνος που μπορεί να χρησθεί διάδοχος του σπουδαίου αυτού μυαλού και κινηματογραφιστή (πάλι στα δικά μου ματιά και αυτιά), ο μονός που πλησίασε την κοφτερή ματιά του, είναι ο «πιτσιρικάς» Darren Aronofsky. Είναι ακόμα νωρίς για τις μεγαλοστομίες μου αλλά ένα καθαρό ταλέντο φαίνεται, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο από το να δει κάποιος τις δυο του ταινίες, ένα κινηματογραφικό «πείραμα» προσαρμοσμένο στις επιρροές του από την ηλεκτρονική μουσική, τη ταχύτητα των πληροφοριών και την ένταση των συναισθημάτων, σε σουρεαλιστικούς ρυθμούς γεμάτους υπερβολή αλλά και αλήθεια.

Αρχίζοντας λοιπόν το ταξίδι του στον κινηματογράφο, με ένα καθαρά εφηβικό ένστικτο ο Aronofsky δημιούργησε το «Pi». Ένα χαοτικό κόσμο από το πρίσμα ενός τρελού, ευφυούς επιστήμονα, που προσπαθεί μέσα από τα μαθηματικά να εξηγήσει την ζωή σαν μια ακολουθία αριθμών . Όμως η προσπάθεια εξήγησης του κόσμου δεν είναι κάτι απλό για οποιονδήποτε άνθρωπο, ακόμα και για μια ευφυΐα, με αποτέλεσμα ο πρωταγωνιστής να εισχωρεί τόσο βαθιά σε αυτή την αναζήτηση που έχει χάσει τον δρόμο της δικής του στη ζωή. Η ερμηνεία του Sean Gullette δεν χωράει ιδιαίτερης κριτικής ακόμα και παρατήρησης, αφού ξεπερνάει τα όρια του ρόλου μπαίνοντας στην ψυχοσύνθεση ενός ψυχασθενούς ανθρώπου μέσα σε μια συναισθηματική φουρτούνα, καταβεβλημένο από ένα ολοκληρωτικό φόβο, που παραλύει εξίσου την ισορροπία του και το μυαλό του.

Η βοήθεια του Aronofsky στην δημιουργία ενός τόσο ευρηματικού ρόλου ήταν κάτι παραπάνω από μεγάλη. Το μεταλλικό φόντο και οι σκληρές αντιθέσεις του φωτός από την ασπρόμαυρη κινηματογράφηση ήταν ο καμβάς για να απλωθεί η δημιουργικότητά του στην οθόνη. Τα σκηνοθετικά του πειράματα με την κάμερα (τα κοντινά του πλανά, τα ασταμάτητα καρέ, οι ξαφνικές εναλλαγές των πλάνων) σε ρολό σκληρού πινέλου ζωγράφισαν μια ατμόσφαιρα άδρως περιθωριακή με μοναδικό σκοπό την ανάδειξη του απόλυτου χάους που δημιουργεί ο φόβος και η αναζήτηση πάνω στην ζωή . Το μικρό του πινελάκι, που έδωσε και τέτοια ώθηση στην ταινία του, ήταν η καταπληκτική του ιδέα όσο αναφορά την μουσική της επένδυση. Η απόφαση του να χρησιμοποιήσει ήχο καθαρά επηρεασμένο από την ηλεκτρονική μουσική (σε συνεργασία με τον καταπληκτικό Clint Mansell) ήταν τόσο επιτυχημένη και ταιριαστή με την εικόνα, που όλα μαζί αυτά τα στοιχεία συνέθεσαν ένα τραχύ, πειραματικό κινηματογραφικό επιχείρημα κάτω όμως από μια φρέσκια, νεανική ματιά με κύριο χαρακτηριστικό την διαφορετικότητα, στο τέλος του οποίου οποίος καταφέρει να μην λαχανιάσει από τον ρυθμό της είναι πραγματικός ήρωας. Το πείραμα είχε ήδη αρχίσει… .

Όμως ο Aronofsky δεν μπόρεσε να κατευνάσει το ανήσυχο πνεύμα του στην κινηματογραφική του αναζήτηση (και είμαι τόσο ευγνώμων για αυτό!) και συνέχισε στον δρόμο του «Pi» με την ταινία κοινωνικού περιεχομένου το «Requiem for a Dream». Οι έννοιες του χάους και του φόβου, με την προσθήκη του ονείρου μέσα σε αυτά, συνέχισαν να είναι οι κεντρικοί «ήρωες» του, γαρνιρισμένοι με τις έννοιες της αποξένωσης, του αποκλεισμού και κυρίως της μοναξιάς. Αφήνει πλέον το πινέλο, σταματά να δημιουργεί εικόνες και πιάνει στα χεριά του την πένα για να γράψει ένα από τα πιο μαύρα και καταθλιπτικά ποιήματα στο χώρο του κινηματογράφου. Η ταινία του είναι μια αναφορά στην πολυπλοκότητα των μορφών του εθισμού, εστιάζοντας κυρίως σε αυτόν των ναρκωτικών, μέσα από την ματιά τεσσάρων απλών ανθρώπων, που ψάχνουν να ανοίξουν μια τρυπά στο αδιέξοδο με τα όνειρα τους. Από την πρώτη σκηνή κιόλας γίνεται αντιληπτό το ότι δεν πρόκειται για μια απλή ταινία, αλλά για κάτι πιο βαθύ, κάτι καθηλωτικό…

Το λαχάνιασμα που σου είχε προκαλέσει το «Pi» ξαναέρχεται στην επιφάνεια, μονό που αυτή τη φορά συνοδεύεται από ένα μόνιμο κόμπο σε στομάχι και λαιμό. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, οπού γίνεται και κατά κάποιο τρόπο η παρουσίαση των ροών, η απόδοσή τους είναι τόσο κρυστάλλινη που σε κάνει να νομίζεις ότι είναι διπλά σου, ότι είναι φίλοι σου ή καλυτέρα οι φανταστικοί φίλοι σου. Μια παρουσίαση που γίνεται τόσο μονωμένα από το περιβάλλον τους που αφήνεται η εντύπωση ότι είναι μόνοι τους στον πλανήτη, ότι είναι πρωταγωνιστές σε ένα όνειρο, στο δικό τους όνειρο… Στο δεύτερο μέρος όλα είναι διαφορετικά. Η ένταση κλιμακώνεται συνεχώς με σταθερό ρυθμό, τα πλάνα και τα συναισθήματα εναλλάσσονται όλο και πιο γρήγορα, η μοναξιά δίνει την θέση της στον εθισμό, ο φόβος στην παράλυση και ο ρεαλισμός στον σουρεαλισμό… το όνειρο γίνεται εφιάλτης … Η στροφή κατακλείδα (μάλλον οβίδα) του «ρέκβιεμ» αυτού είναι τα 15 τελευταία λεπτά του, μια βόμβα που σκοτώνει τον συναισθηματισμό των χαρακτήρων του, βουτώντας τους μέσα στη λάσπη του εθισμού και εξυψώνει αυτόν του θεατή… . είναι πολύ δύσκολο να μην κλείσεις τα μάτια….

Για να ολοκληρωθεί όμως ένα «έπος» κάποιος έπρεπε να αναλάβει την μελοποίηση του και αυτός δεν ήταν άλλος από τον παλιό φίλο του Αρονοφσκι, Clint Mansell, ο οποίος δεν άφησε κανένα περιθώριο να αγνοήσεις αυτή την ταινία. Οι αρμονικές του μελωδίες στην αρχή, τα τσιριχτά βιολιά έπειτα και ο αποκρουστικός ήχος στην τελική σκηνή συνθέτουν την απόλυτη συντριβή τεσσάρων ανθρώπινων ζωών.

Η πίστη μου στο ταλέντο του Αρονοφσκι, εκτός από φανατικό πλέον οπαδό του,  με κάνει και αισιόδοξο για την επόμενη του δουλειά που ήταν και η αφορμή να θυμηθώ τις δυο του προηγούμενες ταινίες του. Η καινούργια του δουλειά λοιπόν, το «The Fountain» είναι μια νέα συνεργασία με τον Clint Mansell και πέρασε από χίλια κύματα μέχρι να γίνει η διανομή της, αφού ο βασικός της πρωταγωνιστής Brand Pitt αποχώρησε από το project, ο προϋπολογισμός της ταινίας κόπηκε στο μισό και η καθυστέρηση της ολοκλήρωσής της την έκανε να φαίνεται άπιαστο όνειρο. Επιτέλους όμως η ώρα είναι κοντά, ένα ταξίδι ακόμα πλησιάζει… .

Σαν επίλογο, έχω να δώσω μια μικρή συμβουλή… .
Για να πας σε ένα «ταξίδι» πρέπει πάντα να προετοιμαστείς κατάλληλα, γι’αυτό προτείνω στους θεατές της ταινίας (αυτής και των προηγούμενων) να είναι απολύτως έτοιμοι για αυτήν. Οι πιθανότητες για κάτι όμορφο δείχνουν να είναι υπέρ τους…