Menu

Το EP τους “Morning Star” ήταν με διαφορά ότι καλύτερο κυκλοφόρησε την προηγούμενη χρονιά (2007) από ελληνική μπάντα.

Οι Vello Leaf συνεχίζουν να μας μαγεύουν ενώ το νέο τους τραγουδι “Now that we are…” συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή του Postwave.gr “Audiobook 3”.

Μετά την παρουσίασή τους στο e-Zine μας, οι Vello Leaf μας άνοιξαν την καρδιά τους και απάντησαν σε όλα αυτά που θα θέλαμε να γνωρίζουμε…

 

Μουσική αφετηρία σας ως συγκρότημα, αρχικά ως deep.insight αργότερα ως Vello Leaf, είναι τα Χανιά το 1999. Τι είδους μουσικά ερεθίσματα σας έδωσε η πόλη αυτή; Ποιες οι ευκαιρίες και ποιες οι ιδιαιτερότητές της; Περισσότερα “Vello Leaf – συνέντευξη στο Lost Echoes”

Αρκτική φούσκα, καναδική έκπληξη (μία ακόμα), εμπνευσμένος Cave

Arctic Monkeys – Favourite Worst Nightmare

Στην περίπτωσή τους ο βρετανικός τύπος έφτασε τα όρια της γραφικότητας, για να μην πω ότι τα ξεπέρασε, κι αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσει κανείς σε αυτά τα παιδιά από το Sheffield είναι ότι έκαναν καθόλου άσχημη διαχείριση του απίστευτου hype που είχαν την τύχη να τους περιβάλει από την day one που έγιναν γνωστοί.  Κατά τα λοιπά, ο δεύτερος δίσκος αν και διευρύνει το φάσμα των ήχων και επιτρέπει να διαγνωσθούν καθαρότερα κάποιες επιρροές, παρά τα όσα λέγονται κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θεωρώ ότι δεν υπερβαίνει σε αριθμό αξιοπρόσεκτων κομματιών τον αριθμό 5, αριθμός που σε καμία περίπτωση δεν τους δίνει δικαίωμα να διεκδικούν τον τίτλο του αριστουργήματος, ούτε μία θέση στη δική μου λίστα των καλύτερων του 2007.
Θα εμπλουτίσει σίγουρα, από την άλλη, το φορτωμένο συναυλιακά καλοκαίρι τους, όπου θα πρέπει να κερδίσουν όσα στοιχήματα έχασαν με αυτή την κυκλοφορία.

Φυσικά, περιλαμβάνει το καλύτερο κομμάτι που έχουν γράψει ποτέ, το Fluorescent Adolescent, με το αφελώς παιγμένο riff και το εκπληκτικό μείγμα φωνητικών για το φινάλε, ένα επικό κλείσιμο (505), ένα δυνατό πρώτο σινγκλ και βιντεοκλιπ (Brianstorm) και 2 ακόμα άρτιες συνθέσεις (Balaclava, Do me a favour). Σύνολο μάλλον πενιχρό, για ένα γκρουπ που θέλει να καταξιωθεί (ή θέλουν να το καταξιώσουν) στην παγκόσμια ελίτ, οπότε οι απανταχού Coldplay, U2, Radiohead και λοιπές δυνάμεις μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι για ένα ακόμα τουλάχιστον άλμπουμ ότι οι πιτσιρικάδες δε θα γεμίσουν arenas έξω από το νησί. Και επιτέλους, ας μην ασχολούμαστε μόνο με το μουσικό Sheffield! Ο John Higgins είναι ο νέος παγκόσμιος πρωταθλητής, αν δεν το έχετε πάρει χαμπάρι…

Malajube – Trompe l’Oeil

Ο Καναδάς συνεχίζει απτόητος να βγάζει διαμάντια, και μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να θεωρηθεί αυτή των Malajube που με την περσινή κυκλοφορία τους αποτέλεσαν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις μου τους τελευταίους μήνες, γι’αυτό και η απόφαση να τη μοιραστώ μαζί σας. Γαλλικός στίχος, ανακατεμένος σε έναν τόσο εκρηκτικό, όσο κι ανορθόδοξα μαγικό συνδυασμό alternative μοντέλων (Flaming Lips, Pulp, Mercury Rev και πολλά άλλα) που αναδύουν μια ιδιαίτερη ταυτότητα και άποψη. Χωρίς να κουράζουν, παραμένουν πάντα δροσεροί (ίσως και… κάτι παραπάνω, αν αναλογιστούμε το track Montréal -40ºC!) παραδίδοντας μαθήματα ανάλαφρης, αλλά μεστής ποπ – ροκ αισθητικής (Pâte Filo), πάντα απολαυστικά ρομαντικοί, υποστηρίζοντας τη δύναμη της τελευταίας φοράς (Étienne d’Août). Ανακαλύψτε τους, γιατί αξίζουν, ακόμη κι αν δεν κατέχετε τη γαλλική, κι έτσι θα χάσετε το μοναδικό πλεονέκτημα να εντρυφήσετε στα βαθυστόχαστα νοήματα της συμμετοχής των Ευρυδίκη – Κοργιαλά στη φετινή Eurovision.

Grinderman – Grinderman

Μετά από έναν από τους καλύτερους δίσκους που έχει βγάλει με τους Bad Seeds και τα εγκωμιαστικά σχόλια που μάζεψε από όλες τις μεριές, ο Nick Cave εκπλήσσει ευχάριστα αξιοποιώντας μερικούς από αυτούς και κάνοντας στροφή 180º προς τον ήχο των θρυλικών Birthday Party. Άμεσος και σαφής, σε εξαιρετική φόρμα, και με την καθοριστική συμβολή των Ellis, Casey, Sclavunos, φτιάχνει ένα ανένταχτο αποτέλεσμα που συναρπάζει από το πρώτο άκουσμα. Σε ένα άλμπουμ που όλα τα κομμάτια αξίζουν πολλαπλών ακροάσεων, θα ξεχώριζα παρακινδυνευμένα τα Get it on, Grinderman, Go Tell the Women, Man In the Moon… Ή μήπως να αλλάξω γνώμη;! Συμπέρασμα: Cave συν οι συγκεκριμένοι τρεις, ίσον μοναδικός, εμπνευσμένος συνδυασμός, βγαλμένος από τα παλιά αλλά και εμποτισμένος με τις σωστές δόσεις garage/ psychedelic πειραματισμού που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον και σε τελική ανάλυση είναι καταδικασμένος να πετύχει. Ασυζητητί εισιτήριο για τα καλύτερα του 2007· εύγε και εις ανώτερα, συνονόματε.

Μπαίνοντας κάθε φορά σε μια κινηματογραφική αίθουσα, ειδικότερα όταν ο σκοπός μου είναι να δω μια ταινία που μου δίνει την σιγουριά ενός μικρού ταξιδιού στην πραγματικότητα, στην φαντασία, στην αλήθεια ή και στο ψέμα, οπουδήποτε, προσπαθώ να στήσω μια ατμόσφαιρα κατάλληλη ώστε να οδηγηθώ στα βάθη των χαρακτήρων και των εικόνων της . Είναι μια διαδικασία τηλεμεταφοράς σε ξένα μονοπάτια, η προετοιμασία για μια νέα οπτική συνθηκών που θεωρώ από πριν δεδομένες. Αυτή η διαδικασία εφαρμόζεται από μένα όμως σε ταινίες χωρίς όραμα, χωρίς διάθεση για αναζήτηση .Ο Aronofsky ευτυχώς δεν γυρνά τέτοιου είδους ταινίες. Η κινηματογραφική του οπτική με οδηγεί από μόνη της.  Δεν χρειάζομαι κανένα προσωπικό μπούσουλα, καμία προσταγή, καμία διάθεση. Δεν χρειάζομαι  τίποτα παραπάνω από το να έχω ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά για να εισχωρήσω στους κόσμους που αυτός αναπτύσσει . Η μόνωση της λογικής στις ταινίες του, απλώνει ένα συμπαγές πέπλο ονείρου γύρω μου, μερικές φορές και εφιάλτη γεμίζοντας τον εγκέφαλο μου με παράξενες «συναισθηματογενής» ουσίες, που ρέουν με την ένταση της απεγνωσμένης προσπάθειας ενός κεραυνού να ενώσει τα επί της γης με τα ουράνια. Το Fountain ήταν μια από αυτές τις ταινίες που μου πρόσφεραν ανοιχτόκαρδα την ευκαιρία να χαθώ, χωρίς τον φόβο του γυρισμού. Και αφού με άφησε να χαθώ με πήρε από το χέρι και με οδήγησε σε καταστάσεις συναισθηματικής έξαρσης, σε καταστάσεις που η πραγματικότητα φαντάζει μια κακοφτιαγμένη καρικατούρα. Περισσότερα “Death is the Road to Awe / The Fountain [cinema]”

Η μουσική βιομηχανία τα έχει βρει σκούρα. Γνωστό αυτό. Προσπαθώ να φτιάξω μια εικόνα στο μυαλό μου, με στελέχη πολυεθνικών εταιριών που μάλλον έχουν μετανιώσει για την προ εικοσαετίας απόφασή τους να πετάξουν τους δίσκους βινυλλίου στα σκουπίδια της μουσικής (και όχι μόνο) ιστορίας και να λανσάρουν τον ψηφιακό συμπαγή δίσκο, ή αλλιώς compact disc. Διότι λίγα χρόνια αργότερα, η πληροφορική και η εξέλιξη της τεχνολογίας θα έριχνε το πρώτο …τάκλιν στον πανίσχυρο αυτό τομέα. Αρχικά προορισμένα για επαγγελματικές εφαρμογές, αλλά πολύ σύντομα για όλους,  τα CD-Recorders αποτέλεσαν το σύμβολο φετίχ των απανταχού μουσικόφιλων, πέραν των λοιπών hackers, αρχειολάγνων κάθε λογής κτλ. Στο άρθρο μας απασχολεί η μουσική, οπότε συνεχίζω με αυτή. Με τα CD-R λοιπόν, ξεκίνησε ο κόσμος που κατέθετε σε τακτικά χρονικά διαστήματα χρηματικά ποσά, να παίρνει την εκδίκησή του. Οι αντιγραφές των ασημί δίσκων έδιναν και έπαιρναν. Η ηχητική απόδοση υποχωρούσε (λιγότερο στις μεμονωμένες συσκευές, αισθητά περισσότερο στους υπολογιστές), αλλά ποιος νοιαζόταν (εκτός του «κόσμου» των απανταχού audiophiles), όταν με κόστος ελάχιστο μπορούσες να αποκτήσεις «προϊόν» που πωλείτο σε ακριβή τιμή; Και στην Ελλάδα, ακόμη ακριβότερη από την υπόλοιπη Ευρώπη;

Οι εταιρίες προσπάθησαν να βρουν λύσεις, να πληρώνονται τουλάχιστον κάποια δικαιώματα, κτλ. Κατάλαβαν όμως ότι το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Το ερώτημα ήταν, εκεί στα τέλη του ’90 πλέον, πόσο μεγάλο θα ήταν το ποτάμι που ακουγόταν να κατεβαίνει. Θυμάμαι, τότε γύρω στο 1998-99, δούλευα ως συντάκτης στο περιοδικό Ήχος. Το θέμα μας απασχολούσε, αφενός τεχνολογικά (οι συσκευές CD-R αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης και ..λατρείας, με τις εταιρίες να πληρώνουν υπέρογκα ποσά σε διαφήμιση) αφ’εταίρου λαμβάναμε μηνύματα από δισκογραφικές εταιρίες και καλλιτέχνες ότι «οι πωλήσεις πέφτουν». Οι παράνομες κόπιες έκαναν ήδη δυναμική εμφάνιση (οι πρώτοι δίσκοι μάλιστα ήταν κανονικοί, από glass master, σε εργοστάσια της Βουλγαρίας, με καταπληκτική ηχητική απόδοση!) και οι δισκοθήκες …αναπαραγόντουσαν με ρυθμό που θα ζήλευε και θεοφοβούμενη κουνέλα!

Μια μέρα ήρθε και μας βρήκε ένας συνάδελφος, «πληροφορικάριος», από το αντίστοιχο τμήμα. Μας ρώτησε: «πόσα τραγούδια πρέπει να έχει μια δισκοθήκη για να θεωρείται μεγάλη;». Η ερώτηση μας ξένισε, καθώς οι δισκοθήκες μετριούνται σε δίσκους. Κάναμε μια πρόχειρη αναγωγή, λέγοντας ότι τουλάχιστον 20.000 τραγούδια. Λίγες ημέρες αργότερα ήρθε περιχαρής και μας ανακοίνωσε ότι «έσπασε» το όριο των 20.000 τραγουδιών, άρα μπορεί να αισθάνεται εξ’ίσου περήφανος με έναν παραδοσιακό μουσικόφιλο! Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, εν έτη 2007 πλέον, ότι ο ευτυχής συνάδελφος είχε ανακαλύψει τον μαγικό κόσμο του .mp3 και του δωρεάν «downloading». Η επανάσταση είχε ούτως ή άλλως ξεκινήσει, χωρίς «εμάς». Στο «εμάς» περιλαμβάνω τις δισκογραφικές εταιρίες, τους μουσικούς/δημιουργούς, τους μουσικοκριτικούς, τους κατασκευαστές συσκευών αναπαραγωγής ήχου και τους φιλόμουσους κάθε είδους… Οι «κομπιουτεράδες» κατέβαζαν με μανία ότι αρχείο .mp3 βρισκόταν μπροστά τους, στις πλατφόρμες ανταλλαγής που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια, προκαλώντας τον μεγαλύτερο σεισμό στην ιστορία της μουσικής, από τότε που ο Έντισον «έξυσε» με μια μεταλλική ακίδα έναν κέρινο κύλινδρο. Η μουσική δημιουργία ήταν ελεύθερη, τσάμπα (ναι, τσάμπα, έτσι απενοχοποιημένα, διότι η ιστορία αυτή έχει πολλές πλευρές…) και το κυριότερο, δεν απαιτούσε ακριβή υποδομή: ένα τερματικό και μια σύνδεση στο internet ήταν αρκετή! Έτσι, το «προϊόν» έγινε «αρχείο» και μάλιστα δημοκρατικότατα διαχειριζόμενο! Ακολούθησαν διάφορα ευτράπελα, λίγο-πολύ γνωστά: δίκες και καταδίκες των εμπνευστών των πρώτων πλατφόρμων, έφοδοι του FBI σε πανεπιστήμια των HΠΑ, συλλήψεις DJs στην Ευρώπη, «μπλοκάρισμα» των σχετικών δικτυακών τόπων στην Ασία κοκ.

Το .mp3 όμως ήρθε για να μείνει και τώρα έχουμε πια εισέλθει σε μια (ίσως όχι και τόσο) μακρά περίοδο ανακατατάξεων, στην έξοδο της οποίας η μουσική βιομηχανία δεν θα είναι ίδια. Το για ποιόν και υπό ποιες συνθήκες, θα είναι καλύτερα τα πράγματα, θα εξετάσουμε ευθύς αμέσως.

Α) Οι  πολυεθνικές δισκογραφικές εταιρίες.

Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες δέχθηκαν το πρώτο και άμεσο κτύπημα. Σπασμωδικές κινήσεις που κατέληξαν σε τραμπουκισμούς κάθε είδους, έκαναν ζημιά στην εικόνα τους. Τα εκατομμύρια δολαρίων (και ευρώ, και γεν) που έχαναν και εξακολουθούν να χάνουν, είναι η αιτία των ανακατατάξεων. Και επειδή, είναι καλύτερα τον εχθρό σου, όταν δεν μπορείς να τον κερδίσεις να τον κάνεις φίλο σου, αλλάζει θεαματικά και η ταχτική τους. Νόμιμες πλατφόρμες, όπου ο χρήστης αγοράζει ολόκληρό τον δίσκο ή μόνο τα κομμάτια της επιλογής του, οι συσκευές τύπου iPod αποτελούν πλέον εκ των ων ουκ άνευ στον «εξοπλισμό της καθημερινότητας» πολύ κόσμου αλλά και επαναφορά των singles, που είχαν κριθεί ασύμφορα οικονομικά, πρίν ξεκινήσει όλη αυτή η ιστορία. Είναι ενδεικτικό ότι σε σχετική αναφορά των New York Times, τα CD έχουν ήδη χάσει από πέρυσι την πρωτιά σε πωλήσεις άλμπουμ (έναντι νόμιμων οδών, όπως του iTunes) ενώ πρίν το πρώτο μισό του τρέχοντος έτους, η αγορά .mp3singles έναντι ολόκληρων των .mp3 άλμπουμ είναι 19:1! Με δεδομένο ότι δεν είναι δυνατή η καταπολέμηση της πειρατείας, οι εταιρίες ελαχιστοποιούν το κόστος παραγωγής και διανομής (όχι αναγκαστικά και της διαφήμισης…), αλλάζουν όμως και τη σχέση τους με τους μουσικούς. Ένα συγκρότημα τώρα θα πρέπει να κάνει καλές ψηφιακές πωλήσεις σε ένα, δύο ή τρία το πολύ τραγούδια, ειδάλλως θα δει την «πόρτα» της εξόδου πάραυτα. Θα εξετάσουμε παρακάτω την παράμετρο αυτή.

Β) Ανεξάρτητες και ειδικευμένες δισκογραφικές εταιρίες.

Άργησε να τους πάρει η μπάλα, αλλά τώρα τρέχουν και δεν φτάνουν∙ να… βάζουν λουκέτα! Αρχικά, το .mp3 αποτέλεσε το καταφύγιο των «κομπιουτεράδων», οπότε κανένας σοβαρός μουσικόφιλος δεν ασχολήθηκε μαζί του. Ούτως ή άλλως, τα εμπορικά τραγούδια ήταν αυτά που αναζητούσαν οι περισσότεροι, σε σχέση με το κοινό που ψάχνει πιο σοβαρή μουσική να ακούσει και που έχει συναισθηματικό δέσιμο με τους ασημί και μαύρους δίσκους. Όμως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ομαλά. Ομαλά για αυτές τις εταιρίες, διότι κατά τα άλλα μια χαρά εφαρμόζονται οι νόμοι της διαλεκτικής! Το πρόβλημα εδώ είναι λίγο διαφορετικό: από τη στιγμή που οι υπολογιστές εισχωρούν ολοένα και πιο βαθιά στη ζωή μας, είναι δύσκολο να μην μπει κάποιος στον πειρασμό να «κατεβάσει» ένα άλμπουμ δωρεάν. Οι «μεσαίες» και «μικρές» εταιρίες, οι ανεξάρτητες και ειδικευμένου ρεπερτορίου, αναγκαστικά πουλάνε ακριβότερα, έχουν πιο περιορισμένη διανομή και βασίζονται σε επιλεκτικό κοινό. Χάνοντας έστω και μέρος αυτού του κοινού, βλέπουν το τέλος τους να έρχεται. Ευτυχώς, όχι όλες. Εταιρίες με ισχυρές βάσεις φαίνεται ότι όχι μόνο αντέχουν στη λαίλαπα του .mp3, αλλά κερδίζουν και έδαφος έναντι της καταστάσεως. Οι «ηλεκτρονικές» είναι αυτές που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα, μιας και απευθύνονται σε κοινό που έχει ούτως ή άλλως στενότερη επαφή με τους Η/Υ.

Το underground όμως είναι αυτό που παίρνει την εκδίκησή του! Η κουλτούρα που θέλει τη μουσική και την τέχνη γενικότερα, απαλλαγμένη από τους «νταβατζήδες» και τους «μεσάζοντες», έχει δημιουργήσει το δικό της κύκλο. Αυτοργανωμένα label και μεμονωμένα οι ίδιοι οι δημιουργοί, ξεκινώντας παλαιότερα με το ταπεινό κασετόφωνο, συνεχίζοντας με το CD-R (αλλά και τις περιορισμένες κοπές σε CD και βινύλlιο), φαίνεται ότι βρίσκουν σε μεγάλο ποσοστό στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τον κατάλληλο τρόπο διακίνησης. Το εκρηκτικό φαινόμενο «MySpace.com», αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα του πώς το διαδίκτυο φέρνει πιο κοντά ανήσυχους δημιουργούς, ανεξάρτητα labels και ακροατές (έστω τους ακροατές του .mp3). Αλλά και το καναδέζικο νεοσύστατο net-label Xynthetic.com, κατάφερε να προσελκύσει ακροατές των electro ιδιωμάτων, προσφέροντας δωρεάν, τις δικές του προσεγμένες παραγωγές.

Είναι φανερό, ότι η νέα εποχή επιφυλάσσει και ευχάριστες εκπλήξεις, διεκδικώντας μάλιστα και μεγαλύτερο μερίδιο από την «πίτα». Το .mp3 όμως, σαν ηχητική απόδοση παραμένει φτωχό και η διαδικασία ακρόασης και «κατεβάσματος» παραπέμπει πολλούς συνειδητοποιημένους ακροατές ευθέως στα ταχυφαγεία και τα multiplex σινεμά…

Γ) Η μουσική και οι μουσικοί

Μέχρι στιγμής έχουμε ασχοληθεί με την διάθεση και τη διακίνηση της μουσικής και όχι με τη μουσική, αυτή κάθε αυτή. Είναι πολλοί οι αναλυτές που υποστηρίζουν ότι η μουσική, σαν μορφή τέχνης, έχει ήδη ξεκινήσει να υποβιβάζεται στην συνείδηση του κόσμου. Ακούγεται παντού, σαν «μοκέτα» του ηχητικού μας περιβάλλοντος. Γίνεται όλο και πιο εύκολο να την αποκτήσεις, φθηνότερα μέσω νόμιμου «κατεβάσματος», «τζάμπα» μέσω του παράνομου. Άρα, ο ακροατής δεν έχει την ευκαιρία να προσηλωθεί σε ένα έργο. Το εξετάζει αποσπασματικά και ωθείται να «κατεβάζει» αρχεία. Εξαφανίζεται λοιπόν αυτή η περιβόητη ιεροτελεστία, που ξεκίναγε από το δισκάδικο και κατέληγε στο στερεοφωνικό σύστημα. Και αντίστοιχα, ένας δημιουργός θα κρίνεται από τα «κλίκ» των χρηστών του διαδυκτίου. Άρα, παραγωγές ακόμα πιο εύπεπτες, προσαρμοσμένες στην κακή ηχητική ποιότητα του απωλεστικού αλγόριθμου και των ασθενών ηχητικών επιδόσεων των υπολογιστών (φθηνές κάρτες ήχου, πλαστικά ηχειάκια πάνω στο γραφείο κτλ). Χμ, το σκηνικό θα μπορούσε να παραπέμπει στην απαρχή της εποχής «Demolition Man», όπου η μουσική είχε αντικατασταθεί από σύντομα ηχητικά jingles.

Από την άλλη, υπάρχουν ήδη αμέτρητοι πολλοί νικητές. Αναφέρομαι, σε συνέχεια της παραγράφου «Β», στους μουσικούς που μπορούν πλέον να εκθέσουν τις δημιουργίες τους και να τις διανέμουν ανέξοδα σε όλο τον πλανήτη. Έστω και χωρίς να υπολογίζουν σε έσοδα. Μήπως όμως και αυτή η νίκη, ωφελεί μεν ένα σωρό δημιουργικούς ανθρώπους αλλά αποδειχθεί «Πύρρειος»; Διότι, οφείλω να συμμεριστώ την αγωνία παραγόντων, από διαφορετικά πόστα, που θεωρούν ότι όλη αυτή η «συμμάζωξη» μουσικής, δεν επιτρέπει ένα πρώτο, ικανό φιλτράρισμα, που θα υποχρέωνε τους μουσικούς να αγωνίζονται για βελτίωση τόσο των δικών τους επιδόσεων όσο και των παραγωγών τους. Αφού όλα θα μετριόνται με τον αριθμό των «download», τότε η συνεχής τροφοδότηση με νέο υλικό εκ μέρους τους δημιουργού θα αποκτήσει μεγαλύτερη αξία από την ποιότητα του υλικού. Και αυτό ισχύει εν πολλοίς σήμερα με το εμπορικό σκέλος της μουσικής βιομηχανίας, ίσως όμως έχει ήδη αρχίσει να παρασέρνει και το underground.

Το να κατηγορήσει κάποιος όλη αυτή την κατάσταση, είναι εύκολο, ασφαλές και ανέξοδο. Μπορεί όμως να την εμποδίσει; Και γιατί να το πράξει αυτό, μιας και είδαμε ότι υπάρχουν και κάποιες θετικές πλευρές; Ας μην γελιόμαστε, το ποτάμι είναι ορμητικό και όπως είναι γνωστό, δεν γυρίζει πίσω. Για τα κέρδη των πολυεθνικών εταιριών και τα τζιμάνια που επί μισόν και πλέον αιώνα κερδοσκόπησαν σε βάρος της μουσικής, των δημιουργών και ημών των ακροατών, δεν πρέπει να μας καίγεται καρφί. Για όλους τους άλλους όμως, εάν δεν βρουν τη θέση τους στην νέα κατάσταση, τα πράγματα θα εξελιχθούν άσχημα για όλους μας. Είμαι αισιόδοξος, διότι στη Φύση και στη Διαλεκτική δεν αρέσουν τα κενά. Όσοι αναζητούμε καλή μουσική θα τη βρίσκουμε. Όσοι αναζητούμε ηχητική αρτιότητα, επίσης θα μπορούμε να την απολαμβάνουμε. Οι μουσικοί θα μπορούν πιο εύκολα να φθάσουν στο ακροατήριό τους, άσχετα εάν αυτό θα είναι διασκορπισμένο σε όλη την οικουμένη. Και συναυλίες θα εξακολουθήσουν να γίνονται.

Αυτό που με ανησυχεί είναι άλλο. Έχοντας παρακολουθήσει το πώς ο κόσμος ωθείται στην αποκοπή της φύσης του, τολμώ να συμπεριλάβω τον εαυτό μου σε αυτούς που αναφέρουν ότι ο ευτελισμός της μουσικής αλλά και η συνολική υποβάθμιση του ήχου που θα φθάνει στα αυτιά μας, θα έρθει να προστεθεί σαν ένα ακόμα κομμάτι ενός πολύ περίεργου πάζλ. Ο άνθρωπος των μεγάλων πόλεων, έχει ξεχάσει τι σημαίνει φυσικό έδαφος. Τι σημαίνει ελεύθερος, αδόμητος χώρος. Τι σημαίνει ορίζοντας και καθαρός αέρας. Βλέπει το δάσος και ονειρεύεται την μεζονέτα του (δεν ξέρω για αλλού, αλλά στην Ελλάδα από αυτό και αν υποφέρουμε!!!). Καταναλώνει φαγητό, εν πολλοίς τεχνητά δημιουργημένο, με συστατικά που βλάπτουν την υγεία του. Κλείνεται όλο και περισσότερο σπίτι του, για διάφορους λόγους και όταν βγαίνει από αυτό, θεωρεί δεδομένο ότι πρέπει να ξοδέψει χρήματα και να συμπιεστεί με αμέτρητους άλλους, με τους οποίους δεν θα αλλάξει ούτε μια κουβέντα. Τα τεράστια εμπορικά κέντρα, που τα τελευταία χρόνια έκαναν την εμφάνισή τους και στην Ελλάδα, αποτελούν σημείο αναφοράς, πολλές φορές με άξονα την λαϊκότερη μορφή τέχνης, τον κινηματογράφο. Αν και το θέμα θα απαιτούσε ακόμα ένα άρθρο, εν τούτοις δεν μπορώ παρά να μην αναφέρω την αηδία μου κάθε φόρα που ακούω ή διαβάζω τις διαφημίσεις. Blockbusters, «shopping», «ποιοτικό fast food», χαμογελαστά πρόσωπα νεόπλουτων μικροαστών οικογενειαρχών στις φωτογραφίες και τα διαφημιστικά σπότ… Η μουσική βιομηχανία, με τη σειρά της, μετά τις κολοσσιαίες σε όγκο και κόστος παγκόσμιες περιοδείες και τα εκατομμύρια πωλήσεων, ακολουθεί στρατηγική διατήρησης κεκτημένων που υποβαθμίζουν την πλέον αρχέγονη αισθητική αναζήτηση του ανθρώπινου είδους: την μουσική. Και με θλίβει το γεγονός ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι που δεν έχουν ακούσει μουσική από βινύλλιο, από ένα σοβαρό ηχητικό σύστημα, προκειμένου να βιώσουν το τι μπορεί να προσφέρει μια τέτοια εμπειρία. Μήπως σιγά-σιγά όλο και λιγότεροι θα ασχολούνται και με την εκμάθηση (και τη σκληρή μελέτη) που απαιτεί η μουσική;

Θα κλείσω με δύο συνοπτικές αναφορές, αντικρουόμενες μεταξύ τους, ενδεικτικές ωστόσο της περιόδου που διανύουμε. Φίλος, καθηγητής σε τμήμα ΙΕΚ μουσικής τεχνολογίας, ρωτώντας μαθητές που ήδη έχουν σπουδάσει (σε κάποιο βαθμό έστω) μουσική, ρωτάει: πόσοι από εσάς αγοράζουν δίσκους; Από τους είκοσι σπουδαστές, μόνο ένας σήκωσε το χέρι του.(Στη συνέχεια, αυτός ο ηρωϊκός ένας, παραδέχθηκε ότι δεν αγοράζει ποτέ ελληνικές παραγωγές… Άλλο θέμα, άξιο λόγου και αυτό.)

Οι δίσκοι βινυλλίου, θεωρούνται από τους ημιμαθείς απαρχαιωμένο μέσο. Εν τούτοις, το βινύλλιο όχι μόνο επέζησε των διώξεων, αλλά βιώνει μια εκ νέου άνθηση, με νέες κυκλοφορίες, με επανακυκλοφορίες ιστορικών ερμηνειών αλλά και την κατασκευή πικάπ, που κάνουν οποιοδήποτε ψηφιακό μέσο να …αυταναφλεγεί από ντροπή. Μπορεί το εγχώριο δισκογραφικό τραστ να σνομπάρει το βινύλλιο, ωστόσο ακόμα και οι εμπορικότεροι των εμπορικότερων στο εξωτερικό, παράγουν και μια συλλεκτική έκδοση. Πρόκειται για μια μεγάλη νίκη αυτών που απλά δεν γουστάρουν να υποβαθμίζεται η ζωή τους. Ας διαλέξουμε «στρατόπεδο» λοιπόν!

Ημερομηνία: 24 Μαρτίου 2007, Τόπος: E-Werk, Κολωνία, Κείμενο: Νίκος Βογιατζής

Πόσο κουράγιο πρέπει να έχεις για να αποδεχτείς το γεγονός ότι μια από τις αγαπημένες σου μπάντες του σκληρού ήχου αυτοκτονεί επί σκηνής; Ότι αυτό που βλέπεις είναι κάτι άλλο, ένα διαφορετικό συγκρότημα, μια απομίμηση, ένα tribute band; Αυτές και άλλες σκέψεις με απασχολούν από το βράδυ του Σαββάτου και ακόμα είμαι διστακτικός να ακούσω κάποιο από τα τραγούδια τους που με συντρόφευαν τις τελευταίες μέρες και ειδικότερα την παραμονή του live, φοβούμενος μια ακόμα οδυνηρή σύγκριση.

Είχα ετοιμάσει μια ωραιότατη εισαγωγή, για το πόσο τους εκτιμώ σαν συγκρότημα, ποια είναι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά στοιχεία που τους διαχωρίζουν από τους υπόλοιπους θιασώτες του nu metal (ή alternative metal, για τους φανατικούς των ταμπελών), την εξέλιξή τους και τη διάθεση για πειραματισμό, τη φωνή του Moreno. Όμως όταν από την απογοήτευση αναγκάζεσαι να αποχωρήσεις από το λάιβ πριν καν τελειώσει, μια τέτοια αντίφαση θα έμοιαζε στα μάτια του αναγνώστη ένα κακόγουστο αστείο. Την απόφαση την πήρα νωρίς, συγκεκριμένα στο σημείο όπου κατάφεραν να κατακρεουργήσουν ίσως το αγαπημένο μου κομμάτι, το Be Quiet and Drive (Far Away), δυστυχώς για μένα όμως την υλοποίησα αργότερα. Το πραγματικά αστείο είναι ότι για πρώτη φορά έχω το setlist, το οποίο αντέγραψα με ενθουσιασμό από τον ηχολήπτη λίγα λεπτά πριν αρχίσει η συναυλία, μην μπορώντας σε εκείνο το σημείο να προβλέψω ότι δε θα μείνω μέχρι τέλους να επαληθεύσω την τήρησή του. Σας το παραθέτω με κάθε επιφύλαξη.

Και πάμε στα του Σαββάτου: τα τραγούδια των Deftones είναι δομημένα έτσι ώστε ο Moreno να επωμίζεται κατά κύριο λόγο το μελωδικό μέρος (κάτι που λατρεύω) και οι υπόλοιποι να δημιουργούν συχνά το κατάλληλο χαλί για να μπορέσει να ξεδιπλώσει το ταλέντο του. Είναι πολύ απλό: όταν αυτός δεν τραβάει, τα κομμάτια χάνουν μεγάλο ποσοστό από τη δυναμική τους. Η ικανότητά του να μεταπηδάει με άνεση από τα κανονικά στα brutal φωνητικά και από τις υψηλές στις χαμηλές νότες, από τις εσωστρεφείς ερμηνείες (βλ. verse στο Change –in the house of flies) στα δαιμονικά ξεσπάσματα (εδώ δεν χρειάζεται να αναφέρω παράδειγμα!) οριοθετεί, θα έλεγα, μαζί βέβαια με τις ηλεκτρονικές προσθήκες και τις indie επιρροές που ποτέ δεν αρνήθηκε ο φρόντμαν τους, την καινοτομική συμβολή του συγκροτήματος από το Sacramento στο χώρο και δικαιολογεί για ποιους λόγους ακριβώς κέντρισαν το ενδιαφέρον ακροατών που δεν ανήκουν παραδοσιακά σε αυτόν. Πρώτο πρόβλημα• οι τεράστιες ηλεκτρονικές βοήθειες που εισπράττει ο Moreno δεν του επιτρέπουν να ερμηνεύσει, χωρίς να εξετάζω αν όντως είναι σε θέση. Μου έδωσε την εντύπωση ότι είτε δεν μπορεί, είτε δεν θέλει, δεν έχει όρεξη, δεν έχει έμπνευση πάνω στη σκηνή. Έπειτα, μπορεί η εκκωφαντική ένταση να καλύψει τις αδυναμίες; Δε νομίζω. Με ερμηνεία αδιάφορη και ανεξήγητα επιθετική, το μόνο που κατάφερε είναι να στερήσει από τα κομμάτια το χρώμα τους, το οποίο ο ίδιος έδινε με τη φωνή του, και τελικά το μοναδικό που θύμιζε Moreno ήταν το χαρακτηριστικό μαύρο σορτσάκι και οι κάλτσες μέχρι το γόνατο που εξακολουθεί να φορά.

Για να μη μιλήσω για τους αγαπητούς Carpenter και Cheng. Για τον μεν πρώτο, επιγραμματικά θα έλεγα: ήχος κακός και μπερδεμένος, χαμένα ριφ, απλούστευση, επανάληψη. Ο δε Cheng, σε σημεία περιορίστηκε να χτυπιέται από το να παίζει το μπάσσο του• μάλλον τον ενημέρωσαν από το κοντρόλ ότι μέσα στο γενικότερο χαμό δεν ακούγεται καλά, anyway. Να μην ξεχάσω ωστόσο να πω δυο καλά λόγια για τον πολυχώρο με industrial αισθητική E-Werk, που μου θύμισε αναπόφευκτα Τεχνόπολη.
Είναι πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνω στο σύμπαν των Deftones. Πώς μπορώ να μιλήσω για παρακμή ή κάτω βόλτα, όταν το άλμπουμ που έβγαλαν λίγους μήνες πριν ήταν σε υψηλά επίπεδα, και θα μπορούσε άνετα να βάλει υποψηφιότητα για το καλύτερό τους αν δεν υπήρχαν ένα δυο χαζά κομμάτια, όπως π.χ. το Pink Cellphone. Αντίθετα, μετρήστε: Hole in the earth, KimDrackula, Combat, Cherry Waves, κ.ά. Από την άλλη, διαβάζω σε πρόσφατη συνέντευξη του Moreno στο Kerrang να διαβεβαιώνει ότι έχει κόψει τα ναρκωτικά, ακούει Godspeed You! Black Emperor και ουσιαστικά «δείχνει» τον Carpenter για την προσκόλληση στα κλισέ και την αισθητική του nu metal. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά! Το πρόβλημα δεν εστιάζεται στα κλισέ και στον σκληρό ήχο, παρά μόνο στη γενικότερη αντίφαση που προκύπτει από τα λάιβ, τις δηλώσεις, τα άλμπουμς, τη στάση του συγκροτήματος και τις προτιμήσεις του κάθε μέλους. Το μέλλον θα δείξει πώς ακριβώς θα χειριστούν την κρίσιμη αυτή καμπή στην ιστορία τους, με δεδομένο πια μειονέκτημα ότι η άνθιση που γνώρισε το nu metal έως και τις αρχές των 00ς, πλέον δεν υφίσταται.

Είναι μεσημέρι Κυριακής και επιτέλους βάζω να ακούσω στο iPod κομμάτια από τον τελευταίο δίσκο, στη συνέχεια το Drive, όπως αποτυπώθηκε το έτος 1997 στο δίσκο Around the fur. Όπως αποτυπώθηκε στο κομμένο, δυστυχώς, βιντεοκλιπ των 3.30 λεπτών, όπου ένας Moreno πιο νέος ερμήνευε το κομμάτι, σε πλήρη αρμονία με τη μουσική και με τα κατάλληλα ξεσπάσματα, και όχι ως «παράφρων» 33άρης που χτυπιέται ανεξήγητα για να εκμαιεύσει το head banging των πιτσιρικιών στις μπροστινές σειρές, εκτελώντας αδιάφορα τη δουλειά του (το εκτελώντας ας ερμηνευτεί και με τις δύο έννοιες). Από τότε, δυστυχώς για μένα, έχουν περάσει δέκα χρόνια. Άργησα…

Setlist: Korea, Feiticeira, Digital Bath, Knife Prty, Be Quiet And Drive (Far Away), My Own Summer (Shove It), Lhabia, Beware, Root, Nosebleed, Hole In The Earth, Cherry Waves, Passenger, Around the Fur, KimDracula, Minerva, Bored
Encore:
Back To School (Mini Maggit), Change (In The House Of Flies), 7 Words.

*Photos: Αρχείου / Google Images

Αναρωτιέμαι συχνά, το πόση υπομονή και θέληση πρέπει να διαθέτει ένας άνθρωπος που επιθυμεί να μετουσιώσει τις καλλιτεχνικές και πνευματικές του ανησυχίες, σε Τέχνη. Με κεφαλαίο «Τ» η λέξη, εννοώντας βέβαια, ένα πνευματικό και όχι εμπορικό «προϊόν». Και αν αναφερόμαστε στη μουσική, όπου τα μέσα παραγωγής και διανομής γίνονται ολοένα και πιο προσιτά σε κόστος και λειτουργία, τότε η υπομονή και η θέληση πρέπει να καλλιεργούνται πρέπει να καλλιεργούνται από τον επίδοξο συνθέτη / μουσικό / στιχουργό εν είδη αρετής, όπως στους ασιάτες ασκούμενους των πολεμικών τεχνών! Είναι απίστευτο το γεγονός ότι ο κάθε Τριανταφυλλοβαλαντοsabrel και η κάθε Βισσοβανδοκοκκίνου βρίσκουν ένα άρτια οργανωμένο κύκλωμα προκειμένου να μας ζαλίζουν με ολοένα και χαμηλότερης πνευματικής στάθμης πολιστικά υποπροϊόντα και από την άλλη, να μην υπάρχει πλέον σχεδόν καθόλου χώρος για ανεξάρτητους δημιουργούς που λειτουργούν σε σαφώς υγιέστερη βάση.

Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν και οι Garden In Black. Για την ακρίβεια, ο Θοδωρής Κολσουζόγλου, αποτελεί το ένα και μοναδικό μέλος του σχήματος που ανά τακτά χρονικά διαστήματα απασχολεί την ανεξάρτητη σκηνή, ήδη από τις αρχές του 2000. Ξεκινώντας με κασέτες και cdr, έφθασε πλέον να μας παρουσιάσει τον πρώτο του επίσημο, ομώνυμο, δίσκο. Ο ήχος γνώριμος, για όσους έχουν παρακολουθήσει αυτή την προσπάθεια: σκοτεινά electro μοτίβα, φορτισμένοι ηλεκτρονικοί ήχοι, παραμορφωμένα φωνητικά, αλλά όλα ενταγμένα σε πλαίσιο ατμοσφαιρικό, gothic. Και οι στίχοι, ελλειπτικοί, χωρίς να εκβιάζουν την κατηγοριοποίηση τους.

Ο Κήπος Στα Μαύρα «πλέκει» το πυκνοδομημένο σύμπαν του, χωρίς να λογαριάζει αναγκαστικά εάν η απόπειρα ενός τρίτου προσώπου να εισέλθει εντός του θα τον συνθλίψει ή τελικά θα τον παρασύρει σε μονοπάτια υφέρπουσας χαμηλής έντασης και αθέατου εσωτερικού τρόμου.

Η πλειοψηφία των συνθέσεων βασίζεται σε μοτίβα που άλλες φορές παραπέμπουν σε electro gothic καταστάσεις και λιγότερο σε καθαρόαιμο industrial. Και στις δύο περιπτώσεις, η επεξεργασία με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή έχει συμβάλλει τα μέγιστα, αν και ο ήχος του ηλεκτρικού μπάσου κάνει συχνά την εμφάνισή του. Κατά τα άλλα συνθετητές, φωνητικά δείγματα και ατελείωτο «κόψε-ράψε» επί των κυματομορφών αποτελούν τα εργαλεία έκφρασης. Τα τύμπανα αποτελούν συνδυασμό ανθρώπινης εκτέλεσης και ψηφιακών ήχων. Ίσως σε κάποιους ορισμένες στιγμές του cd να φαντάζουν πιο λιτές, σε σχέση με το συνολικό κλίμα. Ίσως κάποιοι άλλοι να ζητήσουν μερικά ακόμη πιο γρήγορα τραγούδια. Άλλοι πάλι να αναζητήσουν την ενορχηστρωτική καθαρότητα, με περισσότερες κιθάρες, όπως σε παλαιότερες συνθέσεις.

Όπως και να έχει, οι Garden In Black χρησιμοποιούν τελικά τα μέσα, και όχι το αντίθετο, όπως μπορεί να συμβεί σε αυτές τις περιπτώσεις. Για αυτό και δεν έχουν «ηθικό» πρόβλημα ούτε με τη χρήση της τεχνολογίας ούτε με την συχνή αλλαγή της ενορχήστρωσης σε ότι αφορά στις επιλεκτικές ζωντανές εμφανίσεις. Έχω παρακολουθήσει συναυλία με πέντε μουσικούς επί σκηνής αλλά και με δύο. Στην τελευταία εξ’αυτών μάλιστα υπήρχε και προβολή εικαστικού βίντεο.

Συνηθίζουμε να λέμε ότι το undergroung γεννάει τα καλλιτεχνικά κινήματα. Και εντός αυτού απαντώνται δημιουργοί με πραγματικά νέες προτάσεις και πρωτότυπες ιδέες. Ο δίσκος των Garden In Black και η συνολική παρουσία του Θ.Κ. εντάσσονται σε αυτή ακριβώς την κατηγορία και αξίζει να ασχοληθούμε μαζί τους.

www.gardeninblack.com
www.myspace.com/gardeninblack
www.deadscarletrecords.com

ΥΓ Στα πλαίσια της εισαγωγής του κειμένου, πρέπει να εντάξουμε και τις δισκογραφικές εταιρίες, οι ισχυρότερες των οποίων δύσκολα ξεφεύγουν από το τρίπτυχο «σουξεδάκι-κολλαράκι-μπουκαλάκι». Πρόβλημά τους. Για αυτό έχουν πάρει όλοι την κάτω βόλτα. Ευτυχώς, βρίσκονται κάποιοι άνθρωποι που έρχονται να υποστηρίξουν τις ανεξάρτητες προσπάθειες. Στη Φύση και τη Διαλεκτική δεν αρέσουν τα κενά. Η Dead Scarlet Records κάλυψε ένα κενό που είχε δημιουργηθεί στην εγχώρια (θολή) δισκογραφία, μετά το κλείσιμο της Cyberdelia και της Capp. Η δεύτερη μάλιστα αποτέλεσε και στέγη των GIB, ταλαιπωρώντας τους αρκετά…