Menu

Τελικά τα καλύτερα έρχονται εκεί που δεν το περιμένεις. Όταν είσαι επιφυλακτικός, όταν δεν έχεις πολύ μεγάλες προσδοκίες, όταν περιμένεις κάτι απλά καλό και τίποτα παραπάνω.

Οι Τσέχοι Lakeside Church άλλαξαν (ελαφρώς) το όνομά τους σε Lakeside X, έβαλαν τα δυνατά τους, ωρίμασαν και κατάφεραν να παρουσιάσουν μια δουλειά λαμπρή. Με σεβασμό πάντα στα μουσικά τους πρότυπα ξετίναξαν κάθε υποψία κλωνοποίησης, “δημιούργησαν” τη δική τους ταυτότητα, πειραματίστηκαν και κατέληξαν σε ένα album πραγματικά καλό.

Δεν είναι μικρό πράγμα να ξεκινάς με διασκευές σε Cure και Depeche Mode, να προσπαθείς να βρεις τη μουσική σου ταυτότητα ανάμεσα σε groups όπως οι De/Vision, οι Mesh κλπ, και τελικά να καταφέρνεις με το 2ο μόλις δίσκο σου να εντυπωσιάσεις ακόμα και τους πιο δύσπιστους!

Μιλώντας με τον Igor Dvorsky, τον drummer της μπάντας πείστηκα να ακούσω προσεχτικά και χωρίς διακοπή το δίσκο από την αρχή έως το τέλος. Μου εξέφρασε την επιθυμία του να μην αφήσω τον εαυτό μου να γοητευτεί και να παρασυρθεί στο επιλεκτικό άκουσμα συγκεκριμένων τραγουδιών, τουλάχιστον στην αρχή…. «Είναι ολόκληρο concept, μια ιστορία με αρχή και …τέλος» μου είπε. Κι έτσι είναι… :

Η ιστορία του δίσκου ξεκινάει με το “Sway”. Ο ήρωας της ιστορίας παλινδρομεί ανάμεσα στη σύγχυση και τη ψευδαίσθηση. Προσπαθεί να επιβιώσει και να βρει το δρόμο του μέσα στο σκοτάδι που έχει καλύψει το μυαλό του. Ένα σκοτάδι γεμάτο αμαρτίες και μια ησυχία βασανιστική που δεν τον αφήνει να προχωρήσει. Και μόνη ελπίδα του αυτό το αμυδρό φως που φαίνεται εκεί μακριά… πολύ μακριά.

“You try to breathe more deeply
As your mind flows, twisted out of your head
Stained from all the sins you know”

Με το “Anywhere” προσπαθεί να δηλώσει σχεδόν απεγνωσμένα την παρουσία του (“Anytime you’re born and Anytime you’re dying… Anywhere you wander, My eyes are inside you”), ενώ λίγο αργότερα (“17”) μας αφήνει με την αίσθηση ότι 17 είναι οι σημαντικότερες, οι πιο όμορφες, και τώρα πλέον οι πιο βασανιστικές στιγμές που πρέπει να αφήσει πίσω του, αφού η ζυγαριά της ζωής, της πορείας και της στιγμής που τα συναισθήματα μορφοποιούν και καθορίζουν, χάνει την ισορροπία της από ένα και μόνο γεγονός, από μία και μόνο πληγή (“Seventeen burdens, but only one breaks you down, Seventeen chances, but only one way to go. Don’t cry over me”).

Κάποια στιγμή έρχεται η αναζήτηση και η ανάγκη για κατανόηση (“Tell me you understand me”) με ένα τρόπο σχεδόν σπαρακτικό (“Will you tell me all your secrets, Even if you know I won’t hear, Will you immerse in my dreams, When my demons overpower me, Tell me your love is blind, And maybe I’ll be free”), ενώ η συνειδητοποίηση ότι τα πάντα έχουν τελειώσει (“Wasted”), επαναφέρει το συναίσθημα του αδιεξόδου (“Take away all the weight, Of this suffering and wail, Come and lay with me”).

I’m in the line of the fallen ones
My skin is a mattering wound burned from the sun
Before I make my last mistake
I really want to hear my heart breaking
“Nicotine”

Κι όταν τα πάντα φαίνονται κενά ή “μισά”, έρχεται η ανάγκη για πίστη (“Do You Believe”), στη ζωή, στη ψυχή, στα όνειρα (“Do you believe that sin can make you clean, Do you believe that stars shine even if you can’t see”), ενώ ο πόνος συνεχίζει να γίνεται δυσβάσταχτος όταν ο ήρωας έρχεται κατά πρόσωπο με τη ψυχρότητα  (“And the white line, is flickering, As you’re falling down inside. Now your face is like a vacant lot, Pale and bright and out of tears”).

“This is the end of a broken star
Collapsing in one deep black spiral”
“Spiral”

Και το ταξίδι φαίνεται να μην έχει τέλος, μια πορεία στο σκοτάδι, με μοναδικό φως (“Ultraviolet”) αυτό που συνεχίζει να απομακρύνεται… (“If you ever say that’s all to give
I think I won’t demand. You just shine too bright for me, More than any light I see”).

Η ιστορία που αποτυπώνεται στο μυαλό σου όταν ακούς το “EXIT:NOWhere” συνοδεύεται από μια άρτια μίξη ηλεκτρονικών και κιθαριστικών μελωδιών. Το αποτέλεσμα είναι αν μη τι άλλο «διαπεραστικό» και δίνει το στίγμα μιας μπάντας που φαίνεται να έχει βρει για τα καλά το δρόμο της.

Tracklist

Sway
Anywhere
17
Tell Me You Understand Me
Wasted
Nicotine
Do You Believe
White Line
Spiral
Ultraviolet

Τελικά οι Manics θα μπορούσαν πολύ εύκολα να παρεξηγηθούν. Όχι ότι δεν έχει ήδη γίνει αυτό, απλά θα μπορούσε κανείς να πει ότι συνεχίζουν την παράδοση εκείνη που μπερδεύει κάποιους και τους γεμίζει με καχυποψία απέναντί τους. Δεν θα είχε άδικο αν κάποιος σκεφτόταν ότι η αυτή μπάντα πηγαινοέρχεται μεταξύ της επιθυμίας να πειραματιστεί με διάφορες εναλλακτικές μορφές pop μουσικής και του απωθημένου rock παρελθόντος από το οποίο κακά τα ψέματα έχουν απομακρυνθεί αρκετά, εδώ και χρόνια.
Ως fan της πρώτης κατηγορίας δουλειών τους – που όμως τρέφω απεριόριστο σεβασμό και θαυμασμό για τις παλαιότερες rock στιγμές τους – έχω μάλλον βαρεθεί να ακούω και να διαβάζω απαξιωτικά σχόλια σχετικά με το πόσο φλώροι, pop και δεν ξέρω και γω τι άλλο έχουν …καταντήσει.
Το ίδιο feedback λοιπόν φαίνεται να επηρεάζει και τους ίδιους κάθε φορά που βγάζουν ένα «φλώρικο» δίσκο, οπότε ξέρουμε όλοι από πριν ότι στην επόμενη στροφή θα πρέπει με μαθηματική ακρίβεια να περιμένουμε μια προσπάθεια για κάτι ας πούμε πιο ροκ, πιο άγριο και πιο κοντά στον παλιό ήχο του group.

Το “Lifeblood” προσωπικά το άκουσα πολύ, το αγάπησα και πλέον κατέχει υψηλή θέση στην δισκοθήκη μου. Μπορεί να μην ήταν κανένας τρομερά εγκεφαλικός ή επαναστατικός δίσκος, αλλά τη «δουλειά» του την έκανε μια χαρά, και είμαι σίγουρος ότι όσοι δεν είχαν το μικρόβιο της απόρριψης των «λιγότερο rock» Manics τον απόλαυσαν και με το παραπάνω. Οι υπόλοιποι αρκέστηκαν σε ένα επαναλαμβανόμενο κράξιμο, μία μοιρολατρική νοσταλγία του παρελθόντος. Και κάπως έτσι και οι Manics αποφάσισαν ότι είχε έρθει – γι’ ακόμη μια φορά – το πλήρωμα του χρόνου, κι έπρεπε να ξανά-προσπαθήσουν να ικανοποιήσουν τους πιο rock fans τους.

Τα κατάφεραν με το “Send away the Tigers”; Είναι νωρίς για να το πούμε αυτό. Οι πρώτες κριτικές είναι μάλλον θετικές, αν και κανείς δεν φαίνεται να μπορεί να αποδεχτεί – ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια – ότι οι Manics του παρελθόντος έχουν «τελειώσει» ανεπιστρεπτί. Και μπορεί κι εγώ που θεωρητικά ανήκω στην μάζα των fans που τους προτιμά πιο pop να χαμογελάω κάπως διστακτικά και επιφυλακτικά για το νέο τους rock εγχείρημα, αλλά …στο τέλος όλο και με κάποιο – μαγικό – τρόπο καταφέρνουν να με ικανοποιούν αυτοί οι Ουαλοί τραγουδοποιοί.

Δεν το καταφέρνουν σε όλες τις στιγμές στη νέα δουλειά τους, αλλά το περίεργο με τους Manics είναι ότι ακόμα και σε στιγμές σχετικά αδιάφορες, έχουν την ικανότητα να σου «λένε κάτι». Κοντολογίς, ακόμα και τα αδιάφορα tracks στις δουλειές τους, αν τα ακούσεις δυνατά και αφεθείς, όλο και κάτι θα σου πουν, όλο και με κάποιο τρόπο θα σε τραβήξουν ώστε να μη καταφύγεις στο …skip!

Τα “The Second Great Depression” και “Indian Summer” είναι με διαφορά τα καλύτερα κομμάτια, ενώ από κοντά ακολουθεί το πρώτο single του δίσκου “Your Love Alone is Not Enough”, που όμως δεν παύεις να αναρωτιέσαι κατά πόσο θα σου «έκανε» χωρίς τα catchy φωνητικά της Nina Persson (των Cardigans). Πολύ συμπαθητικό και το “I’m just a Patsy”, το οποίο πάντως για κάποιο παράξενο λόγο μου φέρνει στο μυαλό παλιά hard rock group της δεκαετίας του 80 (τους λεγόμενους και «δεινόσαυρους» … πλέον). Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω και το “Autumnsong” που ξεκινάει με ένα Guns n’ roses – ικό riff αλλά μετά χρωματίζεται άμεσα και μορφοποιείται από τα γνωστά, αγαπημένα φωνητικά του James Dean Bradfield.

Οκ λοιπόν. Οι Manics επέστρεψαν με έναν rock δίσκο. Δεν είναι η καλύτερη δουλειά τους αλλά ούτε και η χειρότερη. Ίσως να είναι κάτι ενδιάμεσο. Ίσως να είναι απλά το καρότο που ήθελαν να ρίξουν στους rock fans τους για να μην τους αποξενώσουν περισσότερο από όσο ήδη έχουν κάνει. Όπως και να ‘χει, είναι κι αυτός ένας αρκετά αξιόλογος δίσκος που έρχεται να μας θυμίσει πως ότι και να βγάλουν οι Manics θα είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρον. Τα υπόλοιπα θα τα δούμε και θα τα κρίνουμε στο πέρασμα του χρόνου.

Tracklist:

1. Send Away The Tigers 2. Underdogs 3. Your Love Alone Is Not Enough 4. Indian Summer 5. Second Great Depression 6. Rendition 7. Autumnsong 8. I’m Just A Patsy 9. Imperial Bodybags 10. Winterlovers

DEVASTATIONS  – The saddest sound… Βράδυ Παρασκευής, 2 του Νοέμβρη. Gagarin.

11.20 μμ. Σεμνή είσοδος, υπέροχη σκηνική παρουσία. Οι Conrad Standish και  Tom Carlyon τραγουδούν το “oh me, oh my” και αμέσως χάνουμε την αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Μεταφερόμαστε σε σκοτεινά μονοπάτια του Βερολίνου, όπου ηχογραφήθηκε το “Yes, U”. Σε σκοτεινές σκέψεις, σε σκοτεινές σχέσεις.

Πολύ σκοτάδι. Πολλή μελαγχολία. Προφανώς η συναυλία απευθύνεται σε όσους γουστάρουν να αποκαλύπτουν τη μελαγχολική τους διάθεση, ή απλά είναι συμφιλιωμένοι μαζί της. Περισσότερα “Devastations live, Αθήνα 02.11.2007”

Δε ξέρω κατά πόσο θα μπορούσα να είμαι ποτέ αντικειμενικός με τη μπάντα του Francis Healy. Οταν πολλές από τις δουλειές των Travis έχουν αποτυπωθεί πάνω σου σαν tattoo, όταν έχεις πιάσει τον εαυτό σου να παρασύρεται με τις ιστορίες τους, όταν έχεις συνδυάσει μερικές από τις πιο σημαντικές και όμορφες (αλλά σε καμία περίπτωση “εύκολες”) στιγμές στη ζωή σου με τις μελωδίες τους, τότε μάλλον η λέξη “review” είναι άκυρη.
Ίσως να φταίει και το ότι είναι από τις λίγες βρετανικές μπάντες που δεν χρειάστηκαν ποτέ να καταφύγουν σε εκκεντρικότητες και ξεσπάσματα για να αποδείξουν την αξία τους και τη δύναμή τους.
Από την άλλη ίσως τελικά να μην είναι και τόσο “δυνατοί” – τουλάχιστον όσον αφορά τον εκτόπισμα που έχουν τώρα σε σχέση με το παρελθόν – αλλά δε νομίζω ότι είναι μακριά από την πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός “ποιοτική αγγλική μπάντα”.

Έχοντας προσωπικά λατρέψει τις 12 αναμνήσεις που με περίσσια εσωστρέφεια είχαν επιλέξει να μας εξιστορήσουν στον προηγούμενο δίσκο τους, είναι αλήθεια ότι αρχικά αντιμετώπισα το νέο album με κάποια επιφύλαξη. Όχι επειδή δεν τους πίστευα, αλλά ίσως επειδή δεν ήμουν σίγουρος για το αν θα μπορούσαν να μείνουν στην κορυφή (του δικού μου μυαλού).

Και μπορεί να είναι νωρίς για να κρίνω αν όντως και ο νέος δίσκος τους θα έχει την επίδραση (προσωπική) και τη διαχρονικότητα που είχε ο προηγούμενος, αλλά μπορώ με σιγουριά να πω ότι έχουμε να κάνουμε με μια συλλογή κάτι παραπάνω από αξιόλογη.

Με βάζει λίγο σε σκέψεις που το “The Boy With No Name” δεν έχει στα σπλάχνα του ένα “Re-Offender” αλλά μετά ακούω το “Colder” και οι επιφυλάξεις μου απομακρύνονται. Μετά πάλι θυμάμαι τις σχεδόν bittersweet αποχρώσεις του “Happy to hang around” και τελικά καταλήγω στο υπέροχο (θαυμάσιο…) “Battleships”. Και όταν αφήνω τον δίσκο να με παρασύρει στα μουσικά μονοπάτια του “Closer”, του “One Night”, του “3 Times and you Lose” και του “Big Chair” χάνομαι πάλι σε αυτή την 13η ανάμνηση που ποτέ δεν πρόλαβα να ζήσω.

Οι Travis με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο καταφέρνουν να με κρατούν κοντά τους γι’ ακόμα μια φορά. Με αποτρέπουν από το να αφιερώσω χρόνο για να γράψω κάποιο συνηθισμένο …review. Με βάζουν στον τοίχο και με τον δικό τους μαγικό καθρέφτη με τυφλώνουν και με βοηθούν να ταξιδέψω εκεί που κάποτε τα χρώματα κυριαρχούσαν… Είναι με τον τρόπο τους “παγωμένοι” και συνάμα “θερμοί”, αλλά ποτέ αδιάφοροι…

“and the sky is falling down
and there’s an angel on the ground
it’s getting colder
I’m standing looking down
there’s not a sound around the town
it’s getting colder
colder”

Από τότε που πρωτοείδα τους Pet Shop Boys live μέχρι τώρα έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι. Η πρώτη φορά, το 2000 επί ελληνικού εδάφους, ήταν μνημειώδης. Η δεύτερη, δύο χρόνια αργότερα, στοιχειώδης: Διαφορετική, μ’ αισθητά λιγότερο κόσμο, ακουστική και περισσότερο οικεία παρά την άτυχη επιλογή της Τεχνόπολης ως συναυλιακό χώρο. Έτσι λοιπόν, επτά χρόνια και 4 άλμπουμ (συλλογών συμπεριλαμβανομένων) αργότερα, η προοπτική της τρίτης φοράς συνοδευόταν από πολλούς δισταγμούς κι αμφιβολίες: θα είναι όπως παλιά; Θα είναι, αν όχι όπως παλιά, τουλάχιστον καλά; Θα διατηρήσουν το μύθο τους ή θα διαλυθεί το συννεφάκι και η εγκεφαλική ποπ τους θα προορίζεται πλέον μόνο για κατ’ οίκον κατανάλωση; Περισσότερα “Pet Shop Boys live (Open Air), Αμβούργο, 17.05.2007”

Big Tracks Little Tracks – Feeding the Flame Vol. 5
Η ομάδα του Lost Echoes “ψάχνεται” και ψάχνει…. ανακαλύπτει και προτείνει (σχεδόν άγνωστα) μουσικά κομμάτια που ξεχωρίζουν.

Μας σύστησαν ένα crescendo γεγονότων και το περιοδικό τυχαίο των μελωδικών ανακαλύψεων σε κεντρικό δισκοπωλείο της Αθήνας. “The Burning Paris”, σε δισκογραφική «ανθο»-λογία. Άνθη και στο εξώφυλλο σε σκουρόχρωμο φόντο. Μελωδικά υποστρώματα σε τόνους υποτονικούς: τσέλο, κιθάρες, πλήκτρα, ντραμς, και φωνή απόμακρη, υπονομεύοντας την «ομαλότητα» του ρυθμού, ερμηνεύοντας το νόημα …ποιων στίχων;

The Burning Paris – “Half-truths and Indiscretions: The Anthology”
Magic Bullet
2006 Περισσότερα “Big Tracks Little Tracks – Feeding the Flame Vol. 5”