Menu

Οk, ας αφήσουμε τους προλόγους και τις περιττές εισαγωγές, όλοι έχετε ήδη ακούσει τα νέα, το άλμπουμ, ή και κάποιες από τις εμφανίσεις τους στα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Οι Smashing Pumpkins (ή τουλάχιστον η νέα εκδοχή τους, χωρίς τα ιδρυτικά μέλη James Iha και D’Arcy) επέστρεψαν και έχουν ήδη εισπράξει μερικές από τις χειρότερες κριτικές της χρονιάς, τόσο για το album Zeitgeist, όσο και για τις εμφανίσεις τους. Έχουν όλοι αυτοί δίκιο, ή για άλλη μια φορά φταίει η μουσική βιομηχανία, όπως και το 2000, που τάχα ανάγκασε τον Billy Corgan να κυκλοφορήσει το Machina II αποκλειστικά μέσω του διαδικτύου; Με έκδηλη απογοήτευση, αλλά και έκπληξη, φτάνω εύκολα στο συμπέρασμα ότι το εγχείρημα αυτό είναι ό,τι χειρότερο έχει βγάλει ο Corgan στην καριέρα του.  Δε φταίει καμία βιομηχανία και κανένας Τύπος, αφού όλοι με ενθουσιασμό περίμεναν αυτή τη μεγάλη επιστροφή, τουλάχιστον μέχρι να αρχίσουν οι πρώτες εμφανίσεις στα τέλη Μαΐου και να αποκαλυφθεί η νέα σύνθεση.

Μια βιαστική και ανοργάνωτη επιστροφή, που δεν έχει τίποτα παραπάνω να προσθέσει, για την ώρα, από δύο τρεις ενδιαφέρουσες συνθέσεις. H πιο ξεκάθαρη απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού, είναι οι στιχουργικές επιδόσεις του Corgan. Από την εσωστρέφεια, τα προσωπικά αδιέξοδα και τα επώδυνα βιώματα των προηγούμενων ετών, επιχειρεί ανεπιτυχώς να γίνει τώρα ηγέτης μιας επανάστασης που δεν έχει τα κότσια να κατονομάσει. Αν ήθελε να ηγηθεί ενός τέτοιου κινήματος, αντί να βάζει τη φάτσα της Paris στα σινγκλς, ας προλάβαινε να συνεργαστεί με τους 3 R.A.T.M., οι οποίοι, μετά από μια άκρως ενδιαφέρουσα, λέω εγώ, συνεργασία με τον Chris Cornell, μοιάζουν να επιστρέφουν δυναμικά σύντομα ως 4.

Τι φταίει, λοιπόν; Κατ’ αρχήν, τα μισά τραγούδια ακούγονται με δυσκολία, συνθέσεις χαμηλότερης ποιοτικής στάθμης σε σχέση με όσα είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν. Και είναι απορίας άξιο πώς επέτρεψε ο Corgan να μπουν στο δίσκο. Κάτι Starz, Bleeding the Orchid, (Come On) Let’s go (!) και άλλα, εκτός από την αδιάφορη παραγωγή και την άστοχη επιλογή να κάνουν απλώς θόρυβο, δεν έχουν να παρουσιάσουν απολύτως τίποτα. Αλλά και όσα παρουσιάζουν ενδιαφέρον, μετά από τις απαραίτητες ακροάσεις, έχουν αδυναμίες που διακρίνονται εύκολα σε κάποιον που έχει μπολιάσει μέσα του τον ήχο του συγκροτήματος. Doomsday Clock: ξεκίνημα με drums α λα Cherub Rock, αλλά οι εποχές της οργής (ή της ανεμελιάς, θα έλεγα καλύτερα) έχουν περάσει, και ο Billy μοιάζει να απαγγέλει κάτι που βαριέται αφόρητα.

Το That’s the way (my love is) είναι ένα ωραίο τραγούδι στο οποίο, προφανώς με τις ευχές του Tery Date, επιλέχθηκε παραγωγή τύπου Machina, η οποία, από κοινού με τους στίχους, απλώς δεν ταιριάζουν με το υπόλοιπο. Το δυνατό single Tarantula μπερδεύει με τις ανεξήγητες εναλλαγές του και τα αλλεπάλληλα μακροσκελή σόλο (εκ των οποίων το πρώτο είναι πανέμορφο και θα …αρκούσε!) αλλά σε κάθε περίπτωση είναι το δεύτερο καλύτερο κομμάτι του δίσκου μετά το Neverlost. Το οποίο μοιάζει να ξεχωρίζει τόσο πολύ από την μετριότητα που το περιτριγυρίζει, που απορείς μήπως ξεχάστηκε από την εποχή Mellon Collie. “Let’s kill these hours and fill desire, I’m in touch with you” τραγουδάει εκπληκτικά ο Corgan, στο μοναδικό κομμάτι που όλα είναι όπως πρέπει και αξίζει να αποτελεί στοιχείο ενός Pumpkins δίσκου. Ακολουθεί το Bring the Light με την εξαιρετική μελωδία, αλλά και πάλι αδυναμίες στην παραγωγή: γιατί η προσπάθεια ένα pop κομμάτι να μεταμορφωθεί στο τέλος σε ένα hard rock έπος; Τέλος, το 80ς For God and Country μουσικά μου αρέσει, αλλά οι στίχοι είναι ανεπαρκείς και αδιάφοροι.

Κοντολογίς, το Zeitgeist, που δεν εξηγεί καθόλου τον τίτλο του, παρά μόνο ενδυναμώνει τους ισχυρισμούς ορισμένων ότι πρόκειται για ένα ακόμα εμπορικό τρικ (όπως άλλωστε και η υποτιθέμενη επανένωση) είναι ένα ανεξήγητα σκληρό album, που όσες ευκαιρίες και να του δώσεις, δεν πρόκειται να σε αποζημιώσει. Διαβάζουμε στο φυλλάδιο: Jimmy Chamberlin: drums, Billy Corgan: all the rest! Εκτιμώ πως αυτό το σχήμα δεν είναι (ακόμα) οι Smashing Pumpkins που θα έρθουν τελικά Αθήνα στις 29 Αυγούστου. Είναι, όπως σωστά αναφέρθηκε, μια εναλλακτική εκδοχή των Zwan. Και δύσκολα θα σπεύσω να τους δω (εκτός αν πάω για τους Manics και τους Kasabian, αλλά έτσι είναι δυσανάλογα πολλά τα λεφτά), γιατί πολύ απλά τους είχα θαυμάσει στο (υποτιθέμενο, πλέον) farewell tour του 2000 και η εμπειρία αυτή έχει χαραχθεί βαθιά μέσα μου, σε σημείο που η όποια απομυθοποίησή της δεν διαπραγματεύεται, ή μπαίνει σε ρίσκο.

Το αν υπάρχει περιθώριο πραγματικής επανένωσης, όπως απαιτούν πολλοί πλέον, εξαρτάται από τις διαθέσεις του Billy, που θα πρέπει να κάνει αυτός πια το πρώτο βήμα. Όσοι σπεύσουν να πουν πως κάτι τέτοιο μάλλον το έχει ξεκαθαρίσει και αποκλείσει με κάθε πειστικό τρόπο, θα τους θυμίσω τους όρκους του το 2000 ότι δεν θα ξαναέπαιζε στο μέλλον ποτέ τραγούδι των Smashing Pumpkins. Υπάρχει και Plan B, άκρως δελεαστικό για μας: να συνεχίσει να βγάζει υπέροχους ηλεκτρονικούς ή μη προσωπικούς δίσκους (δεν το λέω ειρωνικά, το Future Embrace το λάτρεψα) και να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι θα παίζει, πλέον, σε μικρότερα venues.

Ό,τι κι αν γίνει, κι εδώ είναι που διαφωνώ σε μεγάλο βαθμό με την, καλοπροαίρετη ή όχι, κριτική που του ασκείται από πολλές μεριές, κανείς δεν μπορεί να τραβήξει μια γραμμή και να διαγράψει την καινοτόμα του προσφορά στη δεκαετία του 90, που τον καθιέρωσε στην κορυφή αυτού που έμεινε στην ιστορία ως εναλλακτικό ροκ και κανείς ακόμα δεν έχει καταφέρει να βρει τι είναι. Το Zeitgeist μπορεί να αρέσει σε λίγους, να απογοητεύσει περισσότερους, σε κάθε περίπτωση όμως, το συμπέρασμα ότι ο Corgan είναι ‘a has-been’ είναι βιαστικό και παρακινδυνευμένο.

Θα κλείσω με ένα χιουμοριστικό τρόπο (ως προς την τελευταία  φράση), αναπαράγοντας το post κάποιου από το board του amazon.com, που περιέχει μεγάλες δόσεις αλήθειας και προσωπικής επιδοκιμασίας:

«A.pe says:

But as you know very well, both Darcy and James had their say in the song structures. You can’t ignore the band chemistry and give Billy all the credit. He himself said that Darcy had quite a significant say when something didn’t work. And don’t forget that James was the co-founder of the band. And he wrote some of the most beautiful SP songs, too: Soma and Mayonaise. I think it’s a shame that they are not on board. Yes, it’s more like a ZWAN reunion than anything else. I feel betrayed. It feels like my dad has a new wife».

1. Doomsday Clock
2. 7 Shades Of Black
3. Bleeding The Orchid
4. That’s The Way (My Love Is)
5. Tarantula
6. Starz
7. United States
8. Neverlost
9. Bring The Light
10. Come On Let’s Go
11. For God And Country
12. Pomp And Circumstances


Συχνά η γυναικεία ευαισθησία ταυτίζεται με τη μελαγχολία. Στο μουσικό έργο της Colleen όμως η ευαισθησία αποδείχνεται ευεργετικά μελαγχολική και παραδόξως ευχάριστη. Ίσως γιατί, σύμφωνα με το Νίτσε, η ηδονή είναι πολύ πιο βαθιά από την  οδύνη και έτσι ο συνθέτης μπορεί να εκφράζει πόνο, ενώ ταυτόχρονα η ίδια η μουσική να σιγοτραγουδάει την ευτυχία (Βruno Walter). Στην προκειμένη περίπτωση η Cecile Schott (Colleen) αποσυνθέτει το προσωπικό της βίωμα σε μουσική, ώστε να το μοιραστεί με τους ακροατές του άλμπουμ “Les ondes silencieuses” και να αφυπνίσει τις σκοτεινές τους χορδές με τις χορδές της κιθάρας, το κλαρινέτο, τη βιόλα και την παρόρμηση ήχων που κατακλύζουν τον ακροατή, χωρίς να τον πνίγουν.

Η αφύπνιση ξεκινάει με το “This place in time” χάρη στο διεγερτικό ήχο των εγχόρδων και συνεχίζει αρμονικά με κλασικίζουσα διάθεση στο “Le Labyrinthe”.

To τρίτο κομμάτι “sun against my eyes” μοιάζει να συμπληρώνει στιχουργικά τους Sad Lovers and Giants: “My hand against the sky…” και αποσαφηνίζει την προσπάθεια της Sylvia Plath να αναχαιτίσει το δυσβάσταχτο φως του ήλιου με τη σκιά της παλάμης της.

Η κορύφωση γίνεται με το έβδομο και ένατο κομμάτι,”Sea of tranquillity” και “Le bateau”, τα οποία με κοινό παρονομαστή την κιθάρα συνθέτουν την εξής μουσική  αλληγορία : η θάλασσα είναι η μουσική, όπου πλέει το καράβι των μουσικών εμπειριών με τον ταξιδευτή – ακροατή να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον καπετάνιο – συνθέτη σε μια ηθελημένη πορεία εξερεύνησης. Έτσι η ακρόαση είναι μία “καθ΄οδόν” γνώση που παραπέμπει στην εμμονή του Caspar Friedrich να ζωγραφίζει πλοία στο ηλιοβασίλεμα αισθητοποιώντας μ’αυτόν τον τρόπο το ταξίδι της ζωής.

Στους πιο επιφυλακτικούς ακροατές θα συμβούλευα να ρίξουν μια ματιά στο εξώφυλλο  του άλμπουμ, για να έχουν μία πρόγευση μίας βαθιάς και ουσιαστικής μουσικής γευσιγνωσίας.

1. This Place In Time
2. Le Labyrinthe
3. Sun Against My Eyes
4. Les Ondes Silencieuses
5. Blue Sands
6. Echoes And Coral
7. Sea And Tranquility
8. Past The Long Black Land
9. Le Bateau

Ήταν ακριβώς πριν ένα χρόνο – μόλις είχε γεννηθεί το Lost Echoes – που σφόδρα γοητευμένος από τις μαγικές μουσικές του ιδιοφυούς Chris Corner (IAMX) έψαχνα στο net για να βρω τυχόν σπάνιες δημιουργίες του. Σε μία από αυτές τις αναζητήσεις μου, είχα βρει το soundtrack της ταινίας Sky Fighters, το οποίο κατά βάση αποτελείται από τραγούδια του ίδιου. Και ήταν τόσο μεγάλη η γοητεία που μου ασκούσε, που για λίγο καιρό πίστευα ότι και το “Into The Fire” – το ομορφότερο track στο δίσκο – ήταν του Corner, παρόλο που έμοιαζε διαφορετικό από τις υπόλοιπες δουλειές του! Όταν τελικά είδα το όνομα “Thirteen Senses” το αγνόησα σχεδόν επιδεικτικά, χωρίς να μπω στη διαδικασία να ψάξω άλλες δουλειές αυτού του group.

Τώρα, ένα χρόνο αργότερα, είχα την ευκαιρία να «επανορθώσω» και να ασχοληθώ με τη μπάντα από το Cornwall δίνοντας προσοχή τόσο στο πρώτο τους album (Invitation, 2004) όσο και στο δεύτερο που κυκλοφόρησε πρόσφατα (Contact, 2007). Και η εμπειρία ήταν και παραμένει κάτι παραπάνω από αξιόλογη.

Στη Βρετανία οι “Thirteen Senses” θεωρούνται και εν μέρει είναι αδικημένοι. Πολλά μέσα τους αγνοούν και η προβολή που έχουν είναι σχετικά μικρή. Κάποιοι τους παρομοιάζουν με τους Coldplay κυρίως όσον αφορά στις μελωδίες τους. Άλλοι θεωρούν ότι έχουν πολλά κοινά με τους Keane, ενώ αναφορές γίνονται και σε groups όπως οι Snow Patrol και οι Dove. Στη πραγματικότητα αυτές οι συγκρίσεις έχουν μεν βάση αλλά όχι αναγκαστικά σαν κάτι αρνητικό.

Και για να γίνω πιο σαφής θα υποπέσω συνειδητά σε ένα συντακτικό παράδοξο… Οι “Thirteen Senses” λοιπόν, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι οι Coldplay …αν οι τελευταίοι αποφάσιζαν να ξεφύγουν από τα ίδια και τα ίδια, από τη βαρετή κι ανιαρή συνέχιση των ίδιων πραγμάτων που οδηγούν κάθε album τους με …ασφάλεια στην εμπορική επιτυχία και στις υψηλές θέσεις των charts, αν η φωνή του Chris Martin σταματούσε να είναι τόσο «κλαψιάρικη», αν οι κιθάρες τους τολμούσαν να «ξεσκονίσουν» και κάποιες άλλες, διαφορετικές συγχορδίες πέρα από αυτές που μας έχουν κάνει να τους αγαπήσουμε και εν τέλει να τους μισήσουμε από τη… βαρεμάρα.

Δεν προσπαθώ να περιγράψω κάποιο supergroup, αλλά μπορώ με σιγουριά να ισχυριστώ ότι οι “Thirteen Senses” είναι από τα αξιόλογα groups της συγκεκριμένης μουσική σκηνής. Για τους Coldplay έγραψα (κι έβγαλα το άχτι μου) παραπάνω, οι Keane έβγαλαν μεν ένα πιο ώριμο 2ο album αλλά χωρίς να κάνουν – στα δικά μου αυτιά – τη πραγματική διαφορά. Οι Snow Patrol από την άλλη θα μπορούσαν να είναι οι πιο αξιόλογοι από όλους αν κατάφερναν να δίνουν στα albums τους τη δομή και τη κατεύθυνση που θα τα καθιστούσε ολοκληρωμένα σαν …concepts.

Το πρώτο album του group “The Invitation” ήταν τελικά κάτι παραπάνω από μια δουλειά που άφηνε υποσχέσεις για το μέλλον. Από τα πρώτα κιόλας tracks του album, δεν μπορείς παρά να αφήσεις τον εαυτό σου να γοητευτεί και να παρασυρθεί στις μουσικές διηγήσεις του Will South και της παρέας του. Οι “Thirteen Senses” καταφέρνουν να είναι μελαγχολικοί χωρίς να γίνονται μονότονοι και …ενοχλητικοί. Οι μελωδίες τους, βασισμένες στα πλήκτρα και τα ταξιδιάρικα strings, χωρίς να είναι ιδιαίτερα “catchy” αποτυπώνονται στο μυαλό και ακούγονται το ίδιο ευχάριστα ακόμα και μετά από πολλά ακούσματα, ενώ ακόμα και τα κομμάτια που αρχικά φαίνονται «δύσκολα», ωριμάζουν με το χρόνο και οδηγούν σε ένα γλυκό εγκεφαλικό παιχνίδι, παλινδρομώντας μεταξύ της θλίψης και της γλυκόπικρης αλλά σχεδόν πάντα πρόσκαιρης χαράς.

“Red letters on the dashboard, oh what a gift
They pursue us to the deep end and then depart
Watch as the cracks in the wall feel pain
For only patterns on a snake’s back give us genuine fear”

(“Τhe Salt Wound Routine”)


Και δεν χρειάζεται να έχει δεχτεί κανείς την πρόσκληση τους (“The Invitation”) για να προχωρήσει στη νέα, πιο στενή επαφή που οι ίδιοι φαίνεται να ζητούν από το κοινό τους με το 2ο album (“Contact”). Το “Contact” έχει περισσότερες uptempo στιγμές, περισσότερα και πιο δυνατά strings, αλλά και κομμάτια που πολλές άλλες μπάντες θα εύχονταν να είχαν δημιουργήσει (όπως τα εκπληκτικά “Ones and Zeros” και “Spark”). Στο σύνολό του δεν φαίνεται να έχει τη συναισθηματική δύναμη που είχε το πρώτο τους album αλλά καταφέρνει κι αυτό με το δικό του τρόπο να κερδίζει τον ακροατή. Τα “Spirals”, “Follow Me”, “Call Someone” και “All the Love in your Hands” είναι οι καλύτερες στιγμές του δίσκου, πέρα από τα προαναφερθέντα “Ones and Zeros” και “Spark”.

Sometimes I rush to get right to the end
I know I’ll get to this place when I feel the time is right
Sometimes I think that I know what I’m all about
But when I look inside I can see the truth come out

(“Gone”)


Peter Pan Hits Our Suburbs

Ο Χειμώνας του 98-99 ήταν ίσως ένας από τους καλύτερους της ζωής μου, ήταν τόσο καλός που μπορεί άνετα να συγκριθεί με τον φετινό. Εκείνο τον “παλιό” χειμώνα λοιπόν μου έκανε παρέα ένας αστροναύτης με την μουσική του. Η επανακυκλοφορία του δίσκου βέβαια είχε γίνει από το ’94 αλλά μόνο τότε το ’98 ένας φίλος έδωσε το αντίτιμό για να πάρει ένα CD-recorder για τον υπολογιστή του και έτσι οι κασέτες αντικαταστάθηκαν με CDs. Ανάμεσα στα 20-25 που είχα αντιγράψει τότε για να βγάλω τον χειμώνα ήταν και το Peter Pan Hits the Suburbs. Η πρώτη φορά που είχα ακούσει το “Protest Song” ήταν στο ραδιόφωνο μαζί με την ανακοίνωση της επανακυκλοφορίας του δίσκου.  Τον συγκεκριμένο δίσκο των άκουγα και τον ξανάκουγα για σχεδόν μια διετία, μέχρι να πάρει την θέση του στο ράφι με την απαραίτητη σκόνη. Από τότε έχει  περάσει καιρός οι συνθήκες έχουν αλλάξει και  τα δεδομένα είναι πλέον πολύ διαφορετικά. Τα CD-recorder έχουν πλέον εξευτελιστική αξία άσε που οι φίλοι σου δεν έχουν πια CD να σου δανείσουν για ν’αντιγράψεις , τέλος 25 δίσκοι δεν σου φτάνουν καλά-καλά για μια εβδομάδα πόσο μάλλον για ένα χειμώνα, άσε που το ραδιόφωνο γνωρίζει μια ακόμη από τις πιο εξευτελιστικές του περιόδους. Παρόλα αυτά το “Protest Song” και η ανατριχιαστική του δύναμη παρέμενε μέσα μου και αρκούσε μια αναφορά σε αυτό σε κάποιο άρθρο για να επαναφέρει την μελωδία του στο εσωτερικό μου ραδιοφωνικό σταθμό. Κάτι τέτοιο συνέβη και όταν είδα εκείνο το email με την ανακοίνωση της συναυλίας των Astronauts.

Κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί χωρίς να περιμένουμε τίποτα απολύτως. Όλες οι μαρτυρίες μίλαγαν για μέτρια έως απαράδεκτα πράγματα και ακόμη και οι φωτογραφίες δεν σου επέτρεπαν να περιμένεις τίποτα από τον τραγουδιστή με το ένα δόντι. Ο μόνος λόγος που κατεβήκαμε τα σκαλιά ήταν απλά η επιθυμία να μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας ότι ήρθε και δεν το χάσαμε. Πήραμε τις μπύρες μας και παρακολουθήσαμε καθιστοί τους Autodivine να χύνουν άπλετο εφηβικό ιδρώτα και άγχος πάνω στην σκηνή. Σίγουρα κανείς δεν καταλάβαινε τα λόγια του τραγουδιστή και η ακαμψία της μπασίστριας προκαλούσε κάποια σχόλια άλλα όπως είπε και ο φίλος μας ο Βασίλης : “Παιδιά σαν και αυτά κρατούν την σκηνή ζωντανή” όποτε με το να είμαστε ιδιαίτερα σκληροί μαζί τους δεν βγάζουμε και τίποτα. Βέβαια το γεγονός ότι ο δεύτερος κιθαρίστας δεν μπόρεσε να δεχτεί την ατυχία του με την βλάβη στο πετάλι του και προσπάθησε να κάνει ζωντανή την παρουσία του ενοχλώντας τον ντράμερ δεν μας άρεσε καθόλου. Μουσικά ψάξτε τους κάτω από το κεφάλαιο Joy Division. Όπως και να’χει εμφανίστηκαν ένα σεβαστό μισάωρο που ήταν σε όλους αρκετό.

Για μια φορά το Αν αποφάσισε να έχει κάποιο σχετικό πρόγραμμα χωρίς καθυστερήσεις με αποτέλεσμα οι πρώτες νότες των Astronauts να με πιάσουν απροετοίμαστο στην τουαλέτα. Παίρνοντας την θέση μου μέσα στον υπόλοιπο κόσμο άρχισα να συνειδητοποιώ κάποια σημαντικά πράγματα. Το ένα ήταν ότι η φωνή του Mark  παρέμενε αναλλοίωτη και το άλλο ότι το παίξιμο των 17χρονών που αποτελούν την μπάντα του ήταν κάτι παραπάνω από αριστοτεχνικό.  Ο ίδιος ο Mark παρέμενε αεικίνητος παρά την ηλικία του με μια περίεργη σπασμωδικότητα και το δυνατό ωμό παίξιμο των παιδιών έντυνε κομμάτια όπως το “Everything Stops For Baby” με μια κιθαριστική δύναμη άνευ προηγουμένου. Πάνω στην σκηνή βλέπαμε ένα πάντρεμα γενεών με κουμπάρο την μουσική και καλεσμένους εμάς που οφείλω να ομολογήσω ότι η συγκίνηση μας έφερε δάκρυα στα μάτια. Ίσως να δάκρυσε και ο Mark πίσω από τα μαύρα γυαλιά του δεν ξέρω.

Σίγουρα μεγάλο μέρος του set-list αναλώθηκε σε παρουσίαση του νέου τους υλικού ως The Otters πλέον . Όπως μας είπε ο Mark έχουν κάποια προβλήματα με το copyright γι’αυτο και στο εξωτερικό δρουν με αυτό το όνομα. Ιδιαίτερα αξιόλογη και η προσπάθεια να απαγγείλει τους γαλλικούς στοίχους στο “Baby Sings Folk Songs” όπου μάλιστα διέκοψε το κομμάτι επειδή ο κιθαρίστας τον είχε χάσει και το ξαναπήγαν μαζί. Ακόμη και όταν σκόνταψε στο αφημένο στην άκρη μπάσο και έπεσε σηκώθηκε και συνέχισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αφήστε που με χιούμορ σχολίασε ότι “I was planning to do that”.

Για μία ώρα και πενήντα λεπτά είχαμε μπροστά μας ζωντανό έναν μουσικό ήρωα με μια μπάντα ή οποία αντί να συμπληρώνει, εμπλούτιζε την εμπειρία μας. Τα 100 πάνω κάτω άτομα που βρίσκονταν στον χώρο δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν ή μάλλον δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι σύντομα θα τελείωνε Το νέο υλικό δεν μας ενόχλησε καθόλου ίσα-ίσα που ανακατεύτηκε με κομμάτια όπως τα “Blood” και “Typically English Day” σαν να είχαν βγει από τον ίδιο δίσκο. Προς το τέλος η ενέργεια ήταν τόση που έκτος από το pogo του κόσμου και ο ίδιος ο μπασίστας έσπασε το όργανό του χτυπώντας το στην σκηνή. Ευτυχώς του δάνεισαν ένα άλλο για να βγουν να παίξουν και άλλα δυο κομμάτια. Μετά το τέλος ο Mark πήρε την σακούλα του Sainsbury’s με τα πράγματα του και κατέβηκε από την σκηνή. Ο κόσμος όμως δεν τον άφησε ούτε εκεί μιας και ήθελε και αυτόγραφα.

Θα αναρωτιέστε γιατί δεν αναφέρομαι πουθενά παραπάνω για την τρομακτική εκτέλεση του Protest Song, ο λόγος είναι απλός, ακόμη και τώρα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω αυτό που μου συνέβη και το πόσο τυχερός είμαι που είδα κάτι τέτοιο ζωντανά. Είχα να τραγουδήσω στίχους σε συναυλία με τέτοιο πάθος αρκετό καιρό.

Τα μελανά σημεία της συναυλίας τώρα ήταν δύο. Το ένα το γεγονός του ότι ο ήχος ήταν καλύτερος από το πλάι της σκηνής παρά στο κέντρο όπου μπούκωνε αρκετά γι’ αυτό φταίει βέβαια η ακαταλληλότητα του ιστορικού (my ass) χώρου του Αν. Το δεύτερο ήταν το κόστος του εισιτηρίου , καταλαβαίνω ότι οι διοργανωτές ίσως να μην έβγαιναν άλλα έστω 20 ευρώ να είχε και όχι 30 λογικά θα είχε αρκετά παραπάνω κόσμο. Βλέπετε το κοινό του είδους δεν είναι άτομα που τα έχουν. Εδώ βρήκαμε γνωστούς μέσα που μένουν σε καταλήψεις.

Χρήστος Αναγνώστου

Φωτογραφίες Anna Kweskin

Περισσότερες φωτογραφίες θα βρείτε εδώ
Περσότερα για τους Astronauts
Η σελίδα των The Otters

Προχτές, μετά από καιρό, είχα την ευκαιρία να βρεθώ ανάμεσα σε χιλιάδες cd, σε κεντρικό δισκοπωλείο της Αθήνας, με σκοπό να αγοράσω κάποια από αυτά. Και όμως μόλις και μετά βίας αγόρασα ένα, με μειωμένη τιμή, για να χρησιμεύσει ως soundtrack στη διαδρομή μας προς τη Μαλακάσα για να παρακολουθήσουμε τη συναυλία των Metallica. Ένιωσα κάπως άδειος, με την έννοια ότι απ’ ό,τι είδα, τίποτε δεν με συγκίνησε αρκετά ώστε να το αγοράσω.

Χτες, στο λεωφορείο του γυρισμού, αναρωτιόμουν για ποιον λόγο δεν αγόρασα τίποτε. Ούτε καν τη συλλογή με τα singles του αγαπημένου μας Moz, που ναι μεν κόστιζε γύρω στα 50e αλλά άξιζαν τα χρήματά τους.

Στην αρχή έριξα τον λίθο του αναθέματος στην πειρατεία. Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να κατεβάζω μαζικά μουσική από το internet, σε σημείο να μην προλαβαίνω ν’ ακούω αυτά που έχω κατεβάσει. Ή τουλάχιστον να μην τα ακούω με τον τρόπο που τόσο καιρό είχα συνηθίσει.

Η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική κατέληξα. Βολικό συμπέρασμα.

Θυμάμαι ευχάριστα το 91 (‘Back when Mark Wahlberg was Marky Mark’), όταν άρχισα να προσλαμβάνω τη μουσική όχι μόνο με τις αισθήσεις, αλλά μέσω της σιωπής, δηλαδή όταν έμαθα να προετοιμάζομαι για να ακούσω κάτι. Θυμάμαι τις πρώτες κασέτες που αγόρασα, των Metallica, το kill em all ή το …and justice, πώς τις περιεργαζόμουν πριν τις ακούσω, σαν κάτι μαγικό. Ακόμη, το 97, όταν αγόρασα το πρώτο μου cd των Cure, το 17 seconds, πώς ξαφνικά το διάβασμα για το πανεπιστήμιο έγινε μια συνήθεια υπαγορευμένη από την ατμοσφαιρική μελωδία του, και πώς η έκτη πρωινή η κατάλληλη ώρα για να βυθιστώ στο δάσος. Ή όταν αγόρασα το Disintegration, το 99, μετά από μια χορταστική χυλόπιτα, τον Robert να συμπεραίνει για μένα την κατάληξη κάθε επίδοξου έρωτα :

‘ stains on the carpet and stains on the memory
songs about
happiness murmured in dreams when we both
of us knew how the end always is…”

Ακόμη, μόλις πρόπερσι θυμάμαι το your arsenal να συνοδεύει τις λευκές νύχτες και πέρσι το you r the quarry να αφιερώνεται σε άλλο ένα κορίτσι.

Εννοώ κάπως έτσι δούλευαν, για εμένα, οι κασέτες, τα cd και τα βινύλια. Σαν πρόλογοι, ιστορίες και επιμύθια. Καμιά φορά αντικαθιστούσαν και την ίδια την πραγματική ζωή, αλλά υποθέτω πως ακόμη και αυτή τους η λειτουργία εντάσσεται σε εκείνο που έλεγε, ο Wilde νομίζω, ότι ‘ζωή είναι αυτό που μας συμβαίνει όταν σχεδιάζουμε κάτι άλλο’… Και πολλές φορές η μουσική αντικαθιστούσε την ‘πρακτική’ ζωή πολύ καλύτερα απ’ όλες τις κοπέλες που πέρασαν και δεν ακούμπησαν… σε σημείο που να την κάνουν ακόμη πιο αξιομνημόνευτη, απ’ όσο θα την έκανε ‘a witch hunt for another girl’.

Αλλά αρκετά με τη νοσταλγία, η πειρατεία δεν είναι που σκοτώνει τη μουσική;

Όχι ακριβώς. Γιατί μετά από κάποια λεπτά θυμήθηκα ότι οι εμπειρίες μου συχνά επιχρυσώνονταν και με την ταινία από τις κασέτες που γράφαμε (ή μας έγραφαν, φίλοι, γνωστοί ή ακόμη και ιδιοκτήτες δισκοπωλείων) παράνομα, ως πειρατές δηλαδή. Γιατί ναι μεν ανακαλώ την Doris και το σφυρί της δικαιοσύνης της βιομηχανικής κασέτας, αλλά και πάλι – κ σε καμιά περίπτωση- δεν μπορώ να ξεχάσω την ψιλό – χάλια αντιγραμμένη ‘appetite for destruction’ και το paradise city που άκουγα το πρωί της τελευταίας ημέρας του σχολικού έτους 91-92 καθώς ετοιμαζόμουν να πάω σχολείο για να πάμε εκδρομή. Ούτε μπορώ να μην θυμάμαι με ευχαρίστηση την ‘μαζική’ αντιγραφή των κασετών των zeppelin από έναν ξάδερφο… Το ότι τις αντέγραψα –και δεν αγόρασα- δεν μ’ εμπόδισε να απογειωθώ μαζί τους με το όχημά τους, ή να συνδυάσω το ελληνικό καλοκαίρι με τη φωνή του Plant και την ψυχή της γυναίκας όπως τη σμίλεψαν σε εκείνο το ιδρωμένο δίστιχο (lot of people talking few of them know/ soul of a woman was created below).

Δηλαδή, και αυτή ήταν η κατακλείδα της επόμενης ανάμνησης, αυτή η some great reward που με περιμένει at the end of the day είναι τελοσπάντων ίδια είτε εμπεριέχεται στο βιομηχανικό προϊόν είτε στη μετά κόπων και βασάνων κασέτα χρωμίου που μου μεταλαμπάδευσε η παράνομη διάθεση κάποιου πειρατή.

Άρα, η πειρατεία δεν σκοτώνει τη μουσική. Κανείς Jack Sparrow δεν μπορεί να κατηγορηθεί για το γεγονός ότι η Εταιρεία τους των Ανατολικών Ινδιών δεν μπορεί (;) πλέον (;) να ελέγξει τους ωκεανούς του internet. Αντίθετα, μάλλον οι πειρατές είναι ρομαντικοί, αν όχι νέο-ρομαντικοί, οπαδοί των Depeche Mode και αταλάντευτοι επάνω στις σανίδες που τους σπρώχνουν συχνά προς τα σαγόνια των μεγαλοκαρχαριών.

Το πρόβλημα μάλλον έγκειται στην ποσότητα των αρχείων που κατεβάζουμε, και όχι στον τρόπο που αποκτάμε τα αγαπημένα μας τραγούδια. Έγινε με τη μουσική μήπως ό,τι με τα κορίτσια που μας αρέσουν? Δεν ξέρουμε τι να πρωτοδούμε; Κυκλοφορούν όλες τους στο δίκτυο (and life in general) σαν κάτι που δεν προλαβαίνουμε να το μετατρέψουμε σε εμπειρία; Δεν μπορώ να συνδέσω πλέον τίποτε απ’ ό,τι κατεβάζω με καμία κοπέλα απ’ όσες θα μπορούσαν να μου αρέσουν. Όπως δεν μπορώ να αντικρίσω καμιά κοπέλα με την ανάλογη μουσική που θα την έντυνα στη φαντασία μου. Δεν γνωρίζω πια που αποθηκεύω τη μουσική που κατεβάζω όπως δεν γνωρίζω πώς να μιλήσω στα κορίτσια που μ’ αρέσουν. Δεν καταλαβαίνω πόσα MB πιάνει ο σάκος και μαθαίνω ότι ο εξωτερικός σκληρός έχει τόση χωρητικότητα, ώστε να μην προβληματίζομαι πού θα χωρέσουν τα cd που θ’ αγόραζα σε αντίστοιχη περίπτωση (έτσι δεν θα φωνάζει κ η μάνα μου ότι έχει γεμίσει ο τόπος cd). Σαν να ήταν αυτό το πρόβλημα.

Η εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών αποφάσισε μάλλον ότι μια και δεν μπορεί να καταπολεμήσει την ελεύθερη διακίνηση μουσικής καλό είναι να γεμίσει τις θάλασσες με σειρήνες. Απ’ αυτές που ναι μεν παρουσιάζονται όμορφες αλλά είναι τόσο ίδιες, με τις ίδιες αναλογίες, την ίδια υπέροχη κατατομή προσώπου κλπ. Με τον ίδιο τρόπο που μετέτρεψαν τους ντόπιους σε οπιομανείς, μας υποχρεώνουν ν’ ακούμε μουσική, να μας αρέσουν οι κοπέλες…ψυχαναγκαστικά και αποικιοκρατικά…προπαντός να μην μπορούμε να επεξεργαστούμε ό,τι ακούμε, με κάποιες εμπειρίες μας…έτσι μου φαίνεται τουλάχιστον. Να καταναλώνουμε μουσική.

Γι αυτό αισθάνθηκα άδειος μπροστά στα ράφια με τα cd είπα.

Δεν είναι η πειρατεία που σκοτώνει τη μουσική αλλά η μουσική βιομηχανία.

Γιατί όπως και να το κάνουμε η μουσική έχει να κάνει και με την τέχνη. Είναι ανεπανάληπτη. Και έτσι τη θέλουμε. Σαν το κορίτσι των ονείρων μας. Ή ακόμη ούτε καν σ’ αυτό. Τη θέλουμε σαν την κοπέλα που δεν της αρέσουμε. Γιατί αλλιώς πώς θ’ αποτυπωθεί επί των ήλων; Αν όχι ως εμπειρία γλυκόπικρη;

Κάπως έτσι θέλουμε να μας πλησιάσει η μουσική, με την πανουργία μιας γυναίκας που μας κάνει τη χάρη. Να μας πει ότι μας αγαπάει, ότι είμαστε οι μόνοι…και εμείς αθώοι, – και όταν λέω αθώοι, θα έπρεπε να πω αφελείς , υπέροχα ειρωνικός στίχος αλήθεια –να την ακούσουμε να ψεύδεται, αλλά με ειλικρίνεια…να μην μας πει καμιά αλήθεια εν τέλει – δεν το θέλουμε- απλώς να μας κάνει να το πιστέψουμε αυτό το απλό. Ότι στο τέλος της ημέρας μια κάποια σπουδαία αμοιβή θα μας περιμένει. Και ας ξέρουμε ότι είναι ψέμα. Γιατί όπως στο τραγούδι, σημασία έχει πια το ότι υπάρχει, όχι ότι φαίνεται να υπάρχει σε κάποιο folder κλπ. Σημασία έχει ότι μέσα στο δικό της σκοτάδι, στο δικό της δωμάτιο, αυτή η αντιπαθητική συμπάθεια, ή συμπαθητική αντιπάθεια, η ειρωνεία εννοώ, τουλάχιστον μας ανήκει, αφού δεν μπορούμε να έχουμε την κοπέλα.

Υ.Γ. 1 : Κάποτε στο ΠΟΠ ΚΑΙ ΡΟΚ υπήρχε μια στήλη, η οποία αναλάμβανε να προτείνει, σε όσους ήθελαν να γνωρίσουν καλύτερα ένα συγκρότημα, τα σημαντικότερα albums του. Ένας πιτσιρικάς έγραψε στην στήλη ότι ήθελε να γνωρίσει τους New Order επειδή μια κοπελιά που του άρεσε ‘τον έβαλε’ να της γράψει όλα τα cd τους. Ρωτούσε λοιπόν αν αξίζει ολόκληρη η δισκογραφία τους ή πρέπει να επιλέξει κάποιες δουλειές τους. Ο Ν. Μποζινάκης στην κατακλείδα, του έγραφε ότι, οι NO θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν το αντικείμενο του πόθου του στη θέση της Δήμητρας, αν τους γνωρίσει.

Αυτό ακριβώς είναι η μουσική (εν γένει η τέχνη). Ό,τι απαντάει και ο Ethan Hawke στη Winona στο ‘Νέοι, ωραίοι και άνεργοι’, τη στιγμή που τον ρωτάει τι είναι η ειρωνεία : ‘το να εννοείς ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι λες’. Εσύ να λες ότι γουστάρεις την Δήμητρα, και να ερωτεύεσαι στην πραγματικότητα τους New Order. Και όσο και αν δεν μπορώ να το θυμηθώ να έχω γράψει σ’ αυτή τη στήλη, μου απάντησε μαγικά για την κοπέλα της εποχής του Disintegration ή την άλλη της εποχής του Quarry. Και ίσως το καλύτερο, η εκδίκηση της γυφτιάς; Αυτές να μένουν με την εντύπωση ότι ακόμα και τώρα είμαστε ερωτευμένοι μαζί τους, όταν πια έχουμε ακούσει το Disintegration…

Υ.Γ.2 : Και σ’ ένα άλλο επίπεδο. Η τέχνη είναι να παραβλέπεις τα ελαττώματα του άλλου μπροστά στις αρετές του. Κάτι σαν την αγάπη. Οι Depeche Mode ποτέ δεν μου ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς (κυρίως λόγω του κ. Gahan και της υπερβολικής του αυτοπεποίθησης). Όμως πώς άραγε θα μπορούσα να απολαύσω την ησυχία, όπως πρέπει σε κάθε αληθινό βασιλιά – έστω και γυμνό- αν δεν μου έλεγε ψέματα η μουσική τους; Ακόμη και για αυτούς.

Υ.Γ. 3 : Και όλα αυτά γιατί η μουσική βιομηχανία προσπαθεί να σκοτώσει την πειρατεία…  

Όπως κι αν το δει κανείς, κάτι λείπει από αυτή τη δουλειά του Brett Anderson. Κι αν μπει κανείς στη διαδικασία να διαβάσει δεξιά κι αριστερά όλα αυτά τα αρνητικά reviews που έχουν ήδη γραφτεί, είναι πολύ πιθανό να συμφωνήσει. Ο Brett τό‘χει χάσει εντελώς το παιχνίδι. Love is Dead and Brett is …dead! Θαμμένο στο παρελθόν το glam style του Brett… Ακόμα ένα κομμάτι του παζλ της απόλυτης παρακμής που ξεκίνησε από το τελευταίο album των Suede και συνεχίζεται με αποκορύφωμα το ομώνυμο solo album του Brett. Τρίλεπτα σχεδόν ανούσια και βαρετά κομμάτια που φαίνονται σα να γράφτηκαν “One Lazy Morning”.

Θα μπορούσα να παραθέσω και πολλά ακόμα αρνητικά σχόλια που διάβασα για τη solo δουλειά του πρώην lead singer των Suede. Αλλά μάλλον δεν θα είχε νόημα…

Δεν ήμουν ποτέ φανατικός οπαδός των Suede. Έβρισκα πάντα τις (πρώτες) δουλειές τους καλές, αν και σε κάθε album κατέληγα μετά από λίγο καιρό να ακούω 2-3 κομμάτια. Πάντα θεωρούσα και συνεχίζω να πιστεύω ότι το πιο όμορφο κομμάτι που έγραψαν ποτέ ήταν το “Europe is our playground”, και συνεχίζει να μου φαίνεται ειρωνικό έως και συμβολικό, το ότι αυτό το πανέμορφο κομμάτι ήταν …b-side. Περισσότερα “Brett Anderson – Brett Anderson”