Menu

Η καινούρια ταινία του Christopher Nolan μονοπωλεί το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών, τόσο για την εναλλακτικότητά της σε σχέση με τις άλλες ταινίες του είδους, όσο και για την ερμηνεία του Joker από τον Heath Ledger, που έμελλε να είναι η τελευταία της σύντομης ζωής του.

Η σκηνοθεσία του Nolan είναι ενδιαφέρουσα κυρίως λόγω της σκοτεινότητάς της. Το παραμυθάκι του batman μοιάζει να έχει μεταφερθεί σε συνθήκες πραγματικής ζωής ενώ η βία και η ανηθικότητα δεν είναι πια ένστικτο, αλλά επικρατούσα κοινωνική ιδεολογία. Το εγχείρημα του Nolan βοηθείται από το εντυπωσιακό cast που περιλαμβάνει τους Christian Bale, Michael Caine, Morgan Freeman, Gary Oldman, Aaron Eckhart, Maggie Gyllenhaal και Heath Ledger.

Το Gotham City είναι πιο ευάλωτο και ανυπεράσπιστο από ποτέ. Η βία θριαμβεύει. Μοιραία οι κάτοικοι του Gotham στρέφονται εναντίον του batman που υπερβαίνει (ή και αγνοεί) τους νόμους τους, καταφεύγοντας στην αυτοδικία. Το μοτίβο των αγανακτισμένων κατοίκων που φέρονται αχάριστα στο μασκοφόρο ευεργέτη το’χουμε ξαναδεί. Μόνο που συνήθως αποκαθίσταται η αδικία και ο ήρωας επανατοποθετείται σε περίοπτη θέση στη συνειδησιακή αξιολόγηση του κοινού. Εδώ όχι. Ακόμα και οι θεατές αμφιβάλλουν για την αποτελεσματικότητα του batman και προβληματίζονται για τις παράπλευρες απώλειες της άνομης μάχης του καλού με το κακό.

Ο ήρωας στο φινάλε φορτώνεται οικειοθελώς εγκλήματα που δε διέπραξε, σε μια μάλλον αχρείαστη έξαρση αλτρουισμού. «Είναι ο ήρωας που αξίζει αυτή η πόλη, αλλά όχι αυτός που χρειάζεται τη δεδομένη χρονική στιγμή», οπότε θα μείνει στο παρασκήνιο, επαληθεύοντας το Σεφερικό «οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά».

Όσον αφορά το αντίπαλον δέος, Joker, ομολογώ πως ήμουν προκατειλημμένη πριν από την έναρξη της προβολής σχετικά με την τελευταία ερμηνεία του Heath Ledger. Θεωρούσα πως οι διθυραμβικές κριτικές αποτελούν το συνήθη ετεροχρονισμένο φόρο τιμής σε έναν ηθοποιό που έφυγε πρόωρα ή πίστευα ότι ο θάνατός του επηρέασε -αναμενόμενα – την κρίση θεατών και κριτικών ωθώντας τους σε υπερεκτίμηση μιας ερμηνείας χωρίς αύριο.

Διαψεύστηκα. Ο Ledger ενσαρκώνει τον πιο σκοτεινά γοητευτικό Joker που έχω δει, τον Joker που προκαλεί για πρώτη φορά ανησυχία και τρόμο, καθιστώντας την παλιότερη ερμηνεία του Jack Nicholson υπερεκτιμημένη και γελοιογραφική, τουλάχιστον κατά την ταπεινή μου γνώμη. Ο Ledger παίζει εσωτερικά και αινιγματικά ενσαρκώνοντας έναν «κακό» που αγαπάς να μισείς. Χωρίς μάσκα αλλά με ξεθωριασμένο μακιγιάζ δίνει μια εναλλακτική πινελιά σε έναν χαρακτήρα- καρικατούρα. Δεν έχει ανάγκη από ψυχολογικά και ψυχαναλυτικά άλλοθι για να δικαιολογήσει την παράνοια και το σαδισμό του. Αποδομεί εντελώς τα συνήθη κλισέ για παιδικά, ανεπούλωτα τραύματα, δίνοντας κάθε φορά άλλη ερμηνεία για την απόκτηση των ουλών του. Θέτει ενδιαφέροντα ηθικά διλήμματα, τα οποία όμως δεν έχουν αντίστοιχα δυνατή λύση.

Η έκβαση του πρώτου διλήμματος που αφορά τη ζωή της Rachel Dawes ή του αδέκαστου εισαγγελέα Harvey Dent δεν επιφέρει την αναμενόμενη συγκίνηση και ξεχνιέται εντός ολίγων λεπτών.

Το δίλημμα των δύο πλοίων στο φινάλε της ταινίας είναι σοκαριστικό, αλλά οι άνθρωποι-φορείς των κρίσιμων αποφάσεων θυμίζουν ήρωες από δράμα του Σοφοκλή: παρουσιάζονται όπως θα΄πρεπε να είναι και όχι όπως είναι στην πραγματικότητα. Η σκηνή, εξιδανικευμένη, δεν πείθει.
Στη συνέχεια η προσωποποιημένη μονομαχία καλού-κακού (batman- joker) επαναφέρει το θέμα της αλληλοσυμπλήρωσής τους. Χρειαζόμαστε το κακό για να θριαμβεύσει το καλό. Χρειαζόμαστε το καλό για να έχει λόγο ύπαρξης το κακό. Η ερμηνεία του Joker εδώ είναι ανατριχιαστική, αλλά η διαπίστωσή του αναμενόμενη, αν όχι τετριμμένη.

Τέλος, όσον αφορά τον Harvey Dent, τον καθ’όλα νόμιμο ήρωα της Gotham City, αυτός ξεκινά ως ευδιάκριτος φορέας του καλού, για να καταλήξει να επαληθεύσει το παρατσούκλι του με τρόπο σχεδόν καρτουνίστικο. Κάπως έτσι επιβεβαιώνεται και το μότο της ταινίας «You either die a hero or you live long enough to see yourself become a villain……”

Δεν είναι όμορφο να βλέπεις στο CD player σου “κολλημένη” για καιρό τη δουλειά ενός ελληνικού σχήματος και να μη σου κάνει καρδιά να τη βγάλεις παρόλους τους υπόλοιπους μουσικούς πειρασμούς και προκλήσεις;

Από τη πρώτη μου γνωριμία με τους GAD το 2005 (“What Hides In There” – από τη συλλογή “Greek Electro 02”) ένιωσα ότι κάτι καλό ήταν έτοιμο να προβάλει. Η διασκευή τους στο “Bitches Brew” των Inspiral Carpets (που περιλαμβάνεται και στη συλλογή “Audiobook 2” του Postwave.gr) καθώς και το track “End of the road” (στη συλλογή της UNDO “LM.End_1”) με έπεισε ότι τα σχέδια, η διάθεση και το ταλέντο του Ηρακλή Αναστασιάδη (των γνωστών ΆΤΡΙΑ) και του Κώστα Αντωνιάδη είχαν αρχίσει να μετουσιώνονται σε κάτι πραγματικά αξιόλογο. Περισσότερα “GAD. – System May Fall”

Τα vintage κομμάτια στη μόδα θεωρούνται αναντικατάστατα και συνδυάζονται συχνά άψογα με τις σύγχρονες τάσεις. Έτσι και στη μουσική τα περασμένα δεν είναι παρωχημένα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο ήχος είναι σχεδόν προφητικός και μπολιάζει την εκδοχή του αποκαλούμενου «μεταμορντένου». Ίσως αυτή είναι μια εξήγηση για το φετινό ενδιαφέρον στην ιστορία των Joy Division μέσα από κινηματογραφικές διερευνήσεις.

Δυστυχώς, δεν προβλήθηκε στην Ελλάδα το εν λόγω ντοκιμαντέρ, του οποίου η ευρωπαϊκή πρεμιέρα είχε οριστεί στις το Νοέμβρη του 2007 στο Sheffield. Είναι μία πλήρης και πυκνή καταγραφή μίας εποχής, όπως την αντιλαμβάνεται ο σκηνοθέτης Grant Gee (σκηνοθέτης επίσης του «No surprises» και συναυλιών των Radiohead), καθώς και ο συνεργάτης σε   αυτό το εγχείρημα Jon Savage (δημοσιογράφος και συγγραφέας). Ευτυχώς έχει ήδη κυκλοφορήσει σε διπλή συσκευασία  DVD μαζί  με το “Control” του Anton Corbijn. O συσχετισμός είναι προφανής και η ιστορία ξαναγράφεται όσο οι μάρτυρες επιθυμούν να την αφηγούνται αναπληρώνοντας κενά μνήμης και να αναβιώνουν συγκινήσεις από το παρελθόν. Περισσότερα “Joy Division [ by Grant Gee ]”

Ειπώθηκε ότι οι Portishead επέστρεψαν από την εξορία. Ίσως από την αυτοεξορία. Και πάλι, όμως μιλάμε με «μιντιακούς» όρους. Δεν είναι εξόριστος όποιος αυτοσυγκεντρώνεται σε  solo αναζητήσεις. Απλώς εργάζεται όπως ένας πραγματικός καλλιτέχνης: μιλάει, όταν έχει βρει τις λέξεις. Δεν είναι νεκρός κάποιος, για τον οποίο δεν έχουμε πρόσφατα νέα του. Απλώς κινείται και ανασαίνει σε διαφορετικές γεωγραφικές συντεταγμένες και προσωπικές συχνότητες.

Προφανώς το διάστημα της «εξορίας-απουσίας» αφορά στην περίοδο 1999 – 2005, μετά τα album “Dummy”(1994) και Portishead (1997). Κι έπειτα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για το “Third”, η είδηση του οποίου αναβίωσε στους θιασώτες του εν λόγω συγκροτήματος την εικόνα της Beth Gibbons να τραγουδάει μ’ένα τσιγάρο στο χέρι, καθώς η φωνή της ακολουθεί την αιώρηση του καπνού, χωρίς να χάνει καθόλου από τη βαρύτητα ενός πηγαίου συναισθήματος. Γιατί η φωνή της μοιάζει να κουβαλάει όλες τις πληγές ενός συναισθήματος που σε πληγώνει, όταν το εμπιστεύσαι.

Ο καπνός, λοιπόν ξεδιπλώνεται σαν ένα μέρος μαγικού τρικ και τα κομμάτια αριθμούν έντεκα. Μετά το intro του Claudio Campos το Silence κάνει δυναμική εκκίνηση, ενώ το Rip κάνει την έκπληξη. Ρυθμός που ρέει αβίαστα συνοδευόμενος από όμποε και τη φωνή που σε απογειώνει ακόμα και σ’ένα μικρό δωμάτιο. Και φυσικά η βασική τριάδα των Portishead (G.Barrow, B. Gibbons, A.Utley) δεν ξεχνάει τα γνώριμα  trip-hop μονοπάτια, όπως στο Plastic και το Small. Στο πρώτο η αργόσυρτη αίσθηση εντείνεται με το κλαρινέτο, ενώ στο δεύτερο το ηχητικό αποτέλεσμα είναι περισσότερο κιθαριστικό και απολήγει φωνητικά στη βαριά ανάσα της Βeth Gibbons.

Ξεχωρίζει, επίσης, το εκκωφαντικά εκρηκτικό We carry on και ο επίλογος του album, Threads. Eδώ η φωνή αγκαλιάζει το μπάσο και την κιθάρα σ’ένα υποβλητικό λίκνισμα, αρκετά λεπτεπίλεπτο χάρη στο σαξόφωνο.

Με λίγα λόγια: μουσική αιωρούμενη με την ελαφράδα του καπνού, που διαχέεται στο χώρο, όπως ένα γυναικείο άρωμα. Μαγεία εμποτισμένη με βαρυθυμία και διάθεση περιπλάνησης.

1. Silence
2. Hunter
3. Nylon Smile
4. The Rip
5. Plastic
6. We Carry On
7. Deep Water
8. Machine Gun
9. Small
10. Magic Doors
11. Threads

Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να είναι καλή αυτή η συναυλία. Αν και δεν είμαι φίλος των βιντεοσκοπημένων συναυλιών, αυτούς είχα πειστεί ότι δεν θα τους δω ποτέ live οπότε έχω παρακολουθήσει συναυλίες τους από το ‘90 και το ‘88 σε DVD. Δεν είχα ενθουσιαστεί ιδιαίτερα τότε, οπότε παρέμενα φίλος της μουσικής μεν αλλά όχι και τόσο φαν της σκηνικής τους παρουσίας. Στην πορεία είχα προσπαθήσει να τους πετύχω στο εξωτερικό και όταν έμαθα ότι θα έπαιζαν εδω εκτός του ότι κουφάθηκα, προβληματίστηκα παράλληλα. Όπως και να’χει αγόρασα το εισιτήριο χωρίς να το σκεφτώ καν. Δεν μ’ενδιέφερε να τους δυο και τις 2 μέρες, πριν 10 μήνες που το έκανα με άλλο συγκρότημα την δεύτερη μέρα ένοιωθα σαν να πρέπει να πάω για δουλειά και όχι για διασκέδαση. Επέλεξα και την Παρασκευή για να έχει λιγότερο κόσμο μιας και πίστευα ότι θα είναι sold out και οι δύο μέρες, αλλά το Σάββατο μαζεύονται συνήθως οι διάφοροι γνωστοί και φίλοι που μπαίνουν τσάμπα και τιγκάρει το μαγαζί για ιδρώσουμε λίγο παραπάνω εμείς που πληρώσαμε.

Τελικά τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα απ’οτι περίμενα. Το Gagarin ήταν γεμάτο μόνο κατά τα 3/5 και το support ήταν σχετικό με το ύφος της βραδιάς και όχι ενοχλητικό ως συνήθως. Ο λόγος που προφανώς δεν είχε ιδιαίτερο κόσμο ήταν ένας συνδυασμός εορταστικού τετραήμερου, τιμής εισιτηρίου, καθώς και της ίδιας της μουσικής του McCoy. Βλέπεται οι Fields of the Nephilim δεν είχαν ποτέ την ελαφρότητα των Sisters στις συνθέσεις τους, καθαρά και μόνο επειδή λείπει το ηλεκτρονικό στοιχείο. Η μαυρίλα τους δεν είναι προσιτή στην γενιά που μεγάλωσε με το revival του EBM στις αρχές των zeros. Προσοχή αυτό δεν είναι κατακριτέο απλά μια παρατήρηση κάνουμε. Εντελώς εγκυκλοπαιδικά θα αναφέρουμε ότι πέρα από τον τραγουδιστή όλα τα υπόλοιπα μέλη του σχήματος είναι καινούρια και δεν έχουν καμία σχέση με το original line-up.

Μισή ώρα μετά την αποχώρηση του support είδαμε επιτέλους τα μέλη της μπάντας να παίρνουν τις θέσεις τους, τα φώτα να χαμηλώνουν την μουσική να ξεκινάει, να σταματάει μετά από λίγα δευτερόλεπτα και ν’αποχωρούν. Το άγχος μου είχε φτάσει σε όρια αλλά τελικά όλα πήγαν καλά. Οι μουσικοί ξαναβγήκαν άρχισαν πάλι να παίζουν και όλο  το κοινό αποθέωσε την εμφάνιση του McCoy. Ο ίδιος μάς χάρισε το Straight into the Light από τον τελευταίο δίσκο και συνέχισε με το Moonchild. Ο συνδυασμός της live μπάντας με τον φωτισμό και τα φωνητικά σου δημιουργούσαν ένα απίστευτο συναίσθημα. Η συγκίνηση ήταν κάτι παραπάνω από μεγάλη έβλεπα ζωντανά κάτι που δεν πίστευα ότι θα τύχει να το δω ποτέ, το έβλεπα στην χώρα μου και τέλος ήταν καλύτερο από ότι είχα δει βιντεοσκοπημένο. Όλα ήταν ζυγισμένα σωστά και ναι το συγκρότημα είχε κάποιο άγχος αλλά όχι και ο τραγουδιστής. Ψώνιο, κομπλεξικός, ιδιότροπος πείτε ότι θέλετε αλλά η παρουσία του στην σκηνή είναι επιβλητική. Δίνει κανονική παράσταση και δεν σ΄αφήνει να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του.

Ρωτήστε και τους άλλους που ήταν εκεί μιλάμε για τρελό ενθουσιασμό από το κοινό ιδιαίτερα σε κομμάτια όπως το Dawnrazor και το Xiberia. Εδώ είναι άλλο ένα σημείο που πρέπει να σταθούμε το δέσιμο των παλιών κομματιών με τα νέα ήταν πλήρες. Δεν είχαμε κοιλιές, ό κόσμος δεν βαρέθηκε και τα instrumental μέρη των κομματιών περνούσαν το ίδιο ευχάριστα όπως τα ξεσπάσματα του τραγουδιστή. Μετά το Last Exit For The Lost και το Psychonaut είχαμε το απαραίτητο break όπου και εκεί ανησυχήσαμε μήπως ο McCoy δεν ξαναβγεί. Αλλά μας έκανε την χάρη και απολάυσαμε τα δύο κομμάτια που κλείνουν το Elizium ζωντανά!

Μετά από μια ώρα και ένα τέταρτο η θεατρική παράσταση/ συναυλία είχε τελειώσει, και το περίεργο είναι ότι δεν άκουγες κανέναν να γκρινιάζει. Όλοι έφευγαν μ’ ένα χαμόγελο και έναν ενθουσιασμό σχεδόν απαγορευτικό για το είδος της μουσική που είχαμε ακούσει. Για μένα ήταν mission accomplished, τώρα το συγκρότημα μπορεί να αποσυρθεί δια πάντως, αλλά αν ξαναπεράσει πάλι παρόν θα είμαι.

Χρήστος Αναγνώστου

Photos by Anna Kweskin

Περισσότερες φωτογραφίες θα βρείτε εδώ.

Η επιστροφή στις ρίζες μας είναι κάτι που όσο μεγαλώνουμε γίνεται αυτόματα. Δεν το σκέφτεσαι, απλά θέλεις να νοιώσεις τόσο ασφαλής όσο τότε που ήσουν έμβρυο ή έστω κάτω από την προστατευτική αγκαλιά της οικογένειας γι’ αυτό και πισωγυρίζεις άθελά σου στην φωλιά σου. Έτσι και ο Cave ξαναγυρνά στις punk rock ρίζες του εδώ φιλτραρισμένες όμως από την εμπειρία χρόνων. Το αποτέλεσμα βέβαια δεν θυμίζει με τίποτα εποχές Birthday Party ούτε καν το ίδιο σχήμα στα πρώτα του βήματα αλλά δεν είναι και αδιάφορο όπως δουλειές τύπου Nocturama.

H Goth ψυχή του Cave παραμένει σε κομμάτια όπως το “Hold On To Yourself” αλλά μόνο στην χροιά της φωνής του. Το dark μουσικό κομμάτι έφυγε όμως μαζί με τον Blixa λίγο καιρό πριν και αυτός ο δίσκος παραμένει καθαρά ροκ. Μπορεί να ταΐζει τον νεαρό φαν με hit τύπου “Dig, Lazarus Dig!!!” και “More News From Nowhere” αλλά κάπου μετά την αρχή έχουμε μια μικρή κοιλιά. Κομμάτια όπως το “Lie Down Here (& Be My Girl)” σε μπερδεύουν και δεν καταλαβαίνεις αν θέλει απλά να εκτονωθεί η κρυμμένη ενέργεια της μπάντας ή προσπαθούν το κάτι διαφορετικό. Δεν ξέρω, αλλά όλος ο δίσκος από την μία θυμίζει κάτι σε best και από την άλλη κάτι εντελώς καινούριο. Με στενοχωρεί πάντως το ανελέητο promotion πίσω από κάτι που είναι καλό μεν αλλά όχι και τόσο δυνατό όπως παλαιότερες δουλειές του καλλιτέχνη που τσακίζουν κόκαλα. Έτσι όσο και να θέλω δεν μπορώ να πω ότι έχουμε έστω μια συνέχεια στα επίπεδα του Abattoir Blues/The Lyre of Orpheus σίγουρά δεν είναι και ο χαβαλές των Grinderman όμως.

Αναμφισβήτητα ο Cave έχει και την ιδιότητα του ποιητή, όχι όμως και τόσο σε αυτό τον δίσκο. Οι στίχοι παραμένουν σχετικά άπλοι συνοδεύοντας κάποιες catchy μελωδίες αφήνοντας σου ένα ευχάριστο συναίσθημα μετά την συνολική ακρόαση. Ωραία θα μου πείτε αλλά δεν ξέρω; Αυτό θέλετε από τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη;

Οι τυχόν αναφορές στην βίβλο και στο όλο πασχαλινό θέμα του δίσκου, αποφευχθήκαν για να μην μοιάζει το review με press release αλλά και με λαμπάδα.

Tracks

1.  Dig, Lazarus, Dig!!!
2.  Today’s Lesson
3.  Moonland
4.  Night Of The Lotus Eaters
5.  Albert Goes West
6.  We Call Upon The Author
7.  Hold On To Yourself
8.  Lie Down Here (And Be My Girl)
9.  Jesus Of The Moon
10.  Midnight Man
11.  More News From Nowhere