Menu

Ήρθε το πέμπτο άλμπουμ για ένα συγκρότημα που υπάρχει από το 1991 και αποδεικνύεται από τις μακροβιότερες μπάντες του Manchester έχοντας αφομοιώσει και τιμήσει με τον πιο δημιουργικό τρόπο την κληρονομιά των Stone Roses και των Chameleons. Η νέα συλλογή “Sharpen Up The Knives” είναι μία πολύ καλή αρχή για τους «ανειδίκευτους», αλλά υπόσχεται λίγες εκπλήξεις στους επί χρόνια καταρτισμένους, οι οποίοι γνωρίζουν ότι οι Puressence σημαίνουν πολύ περισσότερα καθώς ήδη από τα πρώιμα τραγούδια τους διαθέτουν μοναδική ωριμότητα και ένταση .

15 τραγούδια συνθέτουν τη συλλογή Sharpen Up The Knives ,η οποία φέρει και τον τίτλο από το ομώνυμο τραγούδι του “Only Forever” (1998).Τα τραγούδια επιλέχθηκαν τελικά με κλήρο κατά δήλωση του James Mudriczki και συμπεριλήφθηκαν και τρεις νέες ηχογραφήσεις: μία νέα έκδοση του “Che” της Judi Collins με πιάνο και τα φωνητικά του James, του “Traffic Jam In Memory Lane” και το ολοκαίνουριο “Raise Me To The Ground”. Περισσότερα “Puressence – Sharpen Up The Knives [The purest …highlights 1996-2009]”

Θα ξεκινήσω άγαρμπα. Είναι απίθανο αυτό το πράγμα που συνέβη στην τελευταία ταινία του Τζάρμους. Δύο ολόκληρες ώρες όπου παίζει σε repeat το πρώτο δεκάλεπτο! Δε θυμάμαι να το έχω ξαναζήσει πρόσφατα, αλλά και να το έζησα, το γεγονός οτι το ξέχασα σημαίνει πολλά για τα Ορια του Ελέγχου…
Ο Τζάρμους εδώ έχω την εντύπωση οτι βαρέθηκε πραγματικά να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο εκτός απο την επιδειξιομανία του. Ξεκινά με το γεγονός ενός πληρωμένου εκτελεστή που αναλαμβάνει μια αποστολή. Τί είναι, δεν ξέρουμε. Τί κάνει ακριβώς, δεν το καταλαβαίνουμε. Φτάνει κάπου στο τέλος, αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνουμε. Και ναι, η ταινία τελείωσε! Ορεξη να ‘χεις να σκέφτεσαι «τι, πως, γιατί», τη στιγμή που ο Τζάρμους σε έχει πιάσει σούπερ κορόιδο ενώ εκείνος έκανε το χαβαλέ του. Στο πρώτο δεκάλεπτο, ο ήρωας παίρνει ενα αεροπλάνο, πηγαίνει στο ξενοδοχείο, μετά σε μια καφετέρια και εκεί συναντά έναν τύπο. Την επόμενη μέρα το ίδιο. Και ξανά. Και ξανά. Μέχρι να τελειώσει αυτό το βασανιστήριο, έχουμε δεί διάφορους τύπους να λένε ακατανόητες μπαρούφες στον πρωταγωνιστή, αυτός να μην βγάζει άχνα και στο τέλος… τίποτα! Εν ολίγοις; Ο Τζάρμους πουλάει στιλάκι. Μούρη. Η σκηνοθεσία του, όπως και το μοντάζ του, διακατέχονται απο μια εκνευριστική εγωπάθεια και ψεύτικο εντυπωσιασμό. Οι διάλογοί του δε βγάζουν επίτηδες νόημα, αλλά κουράζουν με το «δήθεν» της παρλάτας ανάμεσα σε δύο τάχα μου εκκεντρικούς χαρακτήρες κάθε τρείς και λίγο. Το φιλμ δεν έχει ούτε το χιούμορ και τον cool ρυθμό του Ghost Dog, ούτε την υπνωτιστική ατμόσφαιρα του Νεκρού, ούτε το συναισθηματισμό του Broken Flowers (πιο πίσω δε σας πάω, γιατί θα τρομάξετε!). Απλώς, δεν έχει τίποτα. Δε συμβαίνει τίποτα, δεν ακούγεται τίποτα, δε σε απασχολεί τίποτα. Ο κεντρικός ήρωας είναι τόσο εκνευριστικά αδιάφορος, οι δεύτεροι ρόλοι (παρά την παρουσιά σπουδαίων καρατεριστών) καταντούν γραφικές φιγούρες αμπελοφιλοσόφων, το στόρι είναι απλώς ανύπαρκτο. Τί παραπάνω να σχολιάσεις; Περισσότερα “ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ [cine review]”

Η εικόνα της βροχερής νύχτας, με τα φώτα της πόλης να μοιάζουν ακόμα πιο φωτεινά και το κρύο να έχει θολώσει τις παραθυρόφυλλα, θα μπορούσε να συνδυαστεί με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, αναμμένο τζάκι, αλλά και την ανάλογη μουσική συνοδεία υπό τα ηχητικά δημιουργήματα μαγικών βιρτουόζων όπως οι Zbigniew Preisner, ο Craig Armstrong, ο Max Richter και ο Yann Tiersen!

Σε αυτούς πλέον θα μπορούσαμε κάλλιστα να προσθέσουμε ακόμα έναν…. Τον Sebastien Schuller από τις Les Yvelines στα προάστια του Παρισιού.

Πριν τέσσερα χρόνια μας χάρισε τα πρώτο του album, με τον τίτλο “Happiness”, μας προδιέθεσε για κάτι όμορφο στο εγγύς μέλλον, και αυτό το μέλλον, παρόν σήμερα… αποδείχτηκε καλύτερο από κάθε –απλά αισιόδοξη τότε- προσδοκία. Ο Schuller κυκλοφόρησε φέτος το 2ο του πόνημα με τον τίτλο “Evenfall” και εμφανή το σκοπό του σύντομα να αποτελεί αναπόσπαστο μέλος της ευρύτερης λυρικής παρέας των γλυκών, μοναχικών -και μη- στιγμών που περιγράψαμε λίγο νωρίτερα. Περισσότερα “Sébastien Schuller – Evenfall”

Είναι καλό αυτό το cd, όχι ότι είναι πρωτότυπο αλλά  θα προτιμούσα να άκουγα αυτό μια Κυριακή πρωί από οποιοδήποτε soundtrack του Κουστουρίτσα (με εξαίρεση το Arizona Dream). Μιλάμε βέβαια πάλι για το σημείο που η παρωχημένη κουλτούρα των -άντα έρχεται σε σύγκρουση με οτιδήποτε εφηβικό. Ακούγοντας το συνειδητοποιείς για μια ακόμη φορά ότι υπάρχει χάσμα γενεών και αν έχεις ξεχάσει τα βραδιά που άκουγες την κασέτα με το soundtrack του Pretty Woman (συμπληρώστε ανάλογα ) και τι σου θυμίζει το “King of Wishful Thinking” των “Go West” κάθε φορά που το ακούς, ε τότε είσαι πολύ μεγάλος (από κάθε άποψη). Περισσότερα “New Moon – Music From The Original Motion Picture [Soundtrack]”

LE: Hello there. The release of your new album (A Perfect Solution) is among the best news we’ve heard within the current year. Tell us please how you feel about this release. Comparing this work to your previous ones, what elements exactly do you feel were different in the process of composing it?

Its always a good feeling when you release an album. It is a sense of closure on something that you have been working on for such a long time. As much as we all love writing albums it is great to finish it. Then there is the anxiety waiting for the reaction and feedback of people. It is a rollercoaster ride of emotions.

There is no strategic plan when we start writing a new album, we generally start writing and see what develops. After a few songs thing start taking shape and go in a certain direction. With “A Perfect Solution” there is more of a feeling of energy and emotion than on previous albums. To me “We Collide” was more commercial sounding album than this one, I feel we are back in our comfort zone doing what we do best. Περισσότερα “MESH – Interview @ Lost Echoes”

Ο Yann Tiersen θεωρείται από όσους τον γνώρισαν από το Αμελί ένας σύγχρονος νεοκλασικιστής συνθέτης, ένας άριστος εικονογράφος της γαλλικής μελωδίας, ο συνεχιστής μιας παράδοσης αναγνωρισμένων δημιουργών των soundtrack. Παρουσιάζεται ικανός να αιχμαλωτίζει με ακρίβεια τα στιγμιότυπα εικόνων, με τον ίδιο τρόπο που ο φωτογράφος παγώνει την αιωνιότητα σε μια φωτογραφία. Κι όμως ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του ανορθόδοξο και οπωσδήποτε αφαιρετικό. Όπως δήλωσε πρόσφατα, η μουσική δεν πρέπει να ποδηγετείται από την εικόνα, διότι αναπαριστά κάτι περισσότερο από αυτό που φαίνεται, κάτι πιο αφηρημένο, ίσως κάτι που προηγείται του λόγου ή της εικόνας, ένα αυθεντικό και ανεπεξέργαστο βίωμα δηλαδή. Έτσι όπως συμβαίνει στα πρώτα στάδια της ζωής του ανθρώπου, όπου κυρίως αισθάνεται και μετά νιώθει.

Ο 39χρονος μουσουργός ξεκίνησε σε ένα ωδείο να μαθαίνει βιολί και πιάνο, αλλά στην εφηβεία του εμπλούτισε την κλασική του παιδεία με επιρροές από Joy Division και Stooges και συμμετείχε στην τοπική ροκ σκηνή παίζοντας με διάφορα συγκροτήματα. Παράλληλα συνειδητοποιεί το ταλέντο του στη σύνθεση και γράφει μουσική για ταινίες και θέατρο. Πολλά από τα πρώτα κομμάτια του μορφοποιήθηκαν και κατέληξαν στο πρώτο του άλμπουμ με τίτλο “La valse de monsters” (1995), το οποίο δεν έτυχε μεγάλης προσοχής από το κοινό και τους κριτικούς. Το ίδιο συνέβη και με το δεύτερο άλμπουμ, το “Rue de cascades” τον επόμενο χρόνο. Ωστόσο, ο Tiersen είχε γίνει αποδεκτός στην τοπική μουσική σκηνή της γενέτειράς του, στη Rennes, και χτίζει τη φήμη του σιγά-σιγά στα live, ως ακούραστος περφόμερ και δεξιοτέχνης πολυοργανίστας παίζοντας από πιάνο και κρουστά μέχρι ξυλόφωνο, βιολί και ακορντεόν .Όπως άλλαζε τα όργανα έτσι και η μουσική του εναλλασσόταν από το γαλλικό chanson, στο folk και στο waltz προσδίδοντας στη παίξιμό του θεατρικότητα. Έτσι εξηγείται και η συμμετοχή του στο φεστιβάλ της Αβινιόν το 1996.

Με το τρίτο του άλμπουμ “Le phare” εισήλθε πια στη mainstream ποιοτική μουσική και έγινε περιζήτητος από τους κινηματογραφιστές. Η συμμετοχή και της Γαλλίδας ποπ σταρ Dominique A ανέδειξε σε επιτυχία ραδιοφωνική και όχι μόνο το τραγούδι Monochrome. Η μοίρα του Tiersen είχε πάρει πια άλλο δρόμο. Ακολούθησαν το “Tout est calme” με πιο ροκ αναφορές και το “Absente” το 2001, του οποίου οι πωλήσεις εκτοξεύθηκαν στα ύψη χάρη στην Αμελί Πουλαίν. Συναυλίες και περιοδείες εν τω μεταξύ συμπλήρωναν την επιτυχία του με ευρεία ανταπόκριση σε όλο τον κόσμο. Η μουσική για το “Goodbye Lenin” γίνεται επίσης δεκτή με ενθουσιασμό από το κοινό που πλέον γνωρίζει με ακρίβεια τις δημιουργίες του ευρωπαίου συνθέτη.

Με άλματα στο χρόνο φτάνουμε στο 2005, οπότε το “Retrouvailles” μας επαναφέρει σε ένα οικείο μουσικό περιβάλλον διευρυμένο από τα φωνητικά των Liz Fraser (Cocteau Twins), Jane Birkin (για το “Plus d’hiver”), Dominique A, Miossec και του frontman των Tindersticks Stuart Staples. Οι συνεργασίες  για τον Tiersen είναι προφανώς αναγκαίες, καθώς οι μουσικές συνευρέσεις αποκαλύπτουν διαφορετικούς δρόμους για έναν πραγματικό εξερευνητή της μελωδίας. Το “Tabarly” (2008) συνεχίζει τη γνωστή παράδοση της μουσικής επένδυσης, αυτή τη φορά για ένα ντοκιμαντέρ, ενώ το συνεργατικό πνεύμα εκδηλώνεται και πάλι με συναυλίες και από κοινού εμφανίσεις με νέους και παλιούς καλλιτέχνες. Έτσι παίζει εξερευνώντας τα όριά του  μαζί με τους Οrka, ένα αντισυμβατικό μουσικό σχήμα από τα νησιά Φάροου (μεταξύ Ισλανδίας και Νορβηγίας). Οι Οrka κατασκευάζουν οι ίδιοι τα όργανά τους από μεταλλικά απορρίμματα  και παλιές ηλεκτρικές συσκευές. Οι δημιουργίες τους έχουν ως χαρακτηριστικό τα ρυθμικά σφυροκοπήματα και την πειραματική διάθεση, στερούνται όμως μίας καταληκτικής συγκροτημένης σύνθεσης .( http://www.orkomusic.com)

Η πιο πρόσφατη συνεργασία, που προετοιμάστηκε με κοινές εμφανίσεις από το 2008, είναι αυτή με το συντοπίτη του Christophe Miossec στο “Finistériens”,που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη του 2009, χωρίς να ενθουσιάσει τους κριτικούς. Συμπράττοντας με το Miossec, ένα πιο μινιμαλίστα μουσικό ο Yann Tiersen ξεφεύγει και πάλι από το ορχηστρικό στυλ με το οποίο συστήθηκε στο κοινό και δείχνει την ανάγκη του για κιθαριστική ενέργεια και ένα πιο indie γαλλικό chanson. Πιθανόν η ανάγκη του να αποδεσμεύεται ενίοτε από τις κλασικίζουσες καταβολές του να φανεί και στις επικείμενες συναυλίες του στην Αθήνα ( 14/11, Fuzz Club), στην Πάτρα (15/11) και στη Θεσσαλονίκη (16/11), καθώς μαρτυρίες από πρόσφατες συναυλίες στο εξωτερικό θέλουν τις μελωδίες του Tiersen μετασχηματισμένες από ηλεκτρονικά πειράγματα σε βαθμό που να μην αναγνωρίζονται εύκολα. Όσοι ήταν στη συναυλία του στο Λυκαβηττό  καταλαβαίνουν πώς ο καλλιτέχνης  μπορεί να ξαναγράφει κυριολεκτικά τις μελωδίες του στη σκηνή επιβεβαιώνοντας τον παλιό αισθητικό κανόνα του γερμανικού ρομαντισμού ότι ένα έργο τέχνης (εδώ το μουσικό) δεν πρέπει να αποκτά παγιωμένη μορφή, αλλά διαρκώς να εξελίσσεται.