Ο Yann Tiersen θεωρείται από όσους τον γνώρισαν από το Αμελί ένας σύγχρονος νεοκλασικιστής συνθέτης, ένας άριστος εικονογράφος της γαλλικής μελωδίας, ο συνεχιστής μιας παράδοσης αναγνωρισμένων δημιουργών των soundtrack. Παρουσιάζεται ικανός να αιχμαλωτίζει με ακρίβεια τα στιγμιότυπα εικόνων, με τον ίδιο τρόπο που ο φωτογράφος παγώνει την αιωνιότητα σε μια φωτογραφία. Κι όμως ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του ανορθόδοξο και οπωσδήποτε αφαιρετικό. Όπως δήλωσε πρόσφατα, η μουσική δεν πρέπει να ποδηγετείται από την εικόνα, διότι αναπαριστά κάτι περισσότερο από αυτό που φαίνεται, κάτι πιο αφηρημένο, ίσως κάτι που προηγείται του λόγου ή της εικόνας, ένα αυθεντικό και ανεπεξέργαστο βίωμα δηλαδή. Έτσι όπως συμβαίνει στα πρώτα στάδια της ζωής του ανθρώπου, όπου κυρίως αισθάνεται και μετά νιώθει.
Ο 39χρονος μουσουργός ξεκίνησε σε ένα ωδείο να μαθαίνει βιολί και πιάνο, αλλά στην εφηβεία του εμπλούτισε την κλασική του παιδεία με επιρροές από Joy Division και Stooges και συμμετείχε στην τοπική ροκ σκηνή παίζοντας με διάφορα συγκροτήματα. Παράλληλα συνειδητοποιεί το ταλέντο του στη σύνθεση και γράφει μουσική για ταινίες και θέατρο. Πολλά από τα πρώτα κομμάτια του μορφοποιήθηκαν και κατέληξαν στο πρώτο του άλμπουμ με τίτλο “La valse de monsters” (1995), το οποίο δεν έτυχε μεγάλης προσοχής από το κοινό και τους κριτικούς. Το ίδιο συνέβη και με το δεύτερο άλμπουμ, το “Rue de cascades” τον επόμενο χρόνο. Ωστόσο, ο Tiersen είχε γίνει αποδεκτός στην τοπική μουσική σκηνή της γενέτειράς του, στη Rennes, και χτίζει τη φήμη του σιγά-σιγά στα live, ως ακούραστος περφόμερ και δεξιοτέχνης πολυοργανίστας παίζοντας από πιάνο και κρουστά μέχρι ξυλόφωνο, βιολί και ακορντεόν .Όπως άλλαζε τα όργανα έτσι και η μουσική του εναλλασσόταν από το γαλλικό chanson, στο folk και στο waltz προσδίδοντας στη παίξιμό του θεατρικότητα. Έτσι εξηγείται και η συμμετοχή του στο φεστιβάλ της Αβινιόν το 1996.
Με το τρίτο του άλμπουμ “Le phare” εισήλθε πια στη mainstream ποιοτική μουσική και έγινε περιζήτητος από τους κινηματογραφιστές. Η συμμετοχή και της Γαλλίδας ποπ σταρ Dominique A ανέδειξε σε επιτυχία ραδιοφωνική και όχι μόνο το τραγούδι Monochrome. Η μοίρα του Tiersen είχε πάρει πια άλλο δρόμο. Ακολούθησαν το “Tout est calme” με πιο ροκ αναφορές και το “Absente” το 2001, του οποίου οι πωλήσεις εκτοξεύθηκαν στα ύψη χάρη στην Αμελί Πουλαίν. Συναυλίες και περιοδείες εν τω μεταξύ συμπλήρωναν την επιτυχία του με ευρεία ανταπόκριση σε όλο τον κόσμο. Η μουσική για το “Goodbye Lenin” γίνεται επίσης δεκτή με ενθουσιασμό από το κοινό που πλέον γνωρίζει με ακρίβεια τις δημιουργίες του ευρωπαίου συνθέτη.
Με άλματα στο χρόνο φτάνουμε στο 2005, οπότε το “Retrouvailles” μας επαναφέρει σε ένα οικείο μουσικό περιβάλλον διευρυμένο από τα φωνητικά των Liz Fraser (Cocteau Twins), Jane Birkin (για το “Plus d’hiver”), Dominique A, Miossec και του frontman των Tindersticks Stuart Staples. Οι συνεργασίες για τον Tiersen είναι προφανώς αναγκαίες, καθώς οι μουσικές συνευρέσεις αποκαλύπτουν διαφορετικούς δρόμους για έναν πραγματικό εξερευνητή της μελωδίας. Το “Tabarly” (2008) συνεχίζει τη γνωστή παράδοση της μουσικής επένδυσης, αυτή τη φορά για ένα ντοκιμαντέρ, ενώ το συνεργατικό πνεύμα εκδηλώνεται και πάλι με συναυλίες και από κοινού εμφανίσεις με νέους και παλιούς καλλιτέχνες. Έτσι παίζει εξερευνώντας τα όριά του μαζί με τους Οrka, ένα αντισυμβατικό μουσικό σχήμα από τα νησιά Φάροου (μεταξύ Ισλανδίας και Νορβηγίας). Οι Οrka κατασκευάζουν οι ίδιοι τα όργανά τους από μεταλλικά απορρίμματα και παλιές ηλεκτρικές συσκευές. Οι δημιουργίες τους έχουν ως χαρακτηριστικό τα ρυθμικά σφυροκοπήματα και την πειραματική διάθεση, στερούνται όμως μίας καταληκτικής συγκροτημένης σύνθεσης .( http://www.orkomusic.com)
Η πιο πρόσφατη συνεργασία, που προετοιμάστηκε με κοινές εμφανίσεις από το 2008, είναι αυτή με το συντοπίτη του Christophe Miossec στο “Finistériens”,που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη του 2009, χωρίς να ενθουσιάσει τους κριτικούς. Συμπράττοντας με το Miossec, ένα πιο μινιμαλίστα μουσικό ο Yann Tiersen ξεφεύγει και πάλι από το ορχηστρικό στυλ με το οποίο συστήθηκε στο κοινό και δείχνει την ανάγκη του για κιθαριστική ενέργεια και ένα πιο indie γαλλικό chanson. Πιθανόν η ανάγκη του να αποδεσμεύεται ενίοτε από τις κλασικίζουσες καταβολές του να φανεί και στις επικείμενες συναυλίες του στην Αθήνα ( 14/11, Fuzz Club), στην Πάτρα (15/11) και στη Θεσσαλονίκη (16/11), καθώς μαρτυρίες από πρόσφατες συναυλίες στο εξωτερικό θέλουν τις μελωδίες του Tiersen μετασχηματισμένες από ηλεκτρονικά πειράγματα σε βαθμό που να μην αναγνωρίζονται εύκολα. Όσοι ήταν στη συναυλία του στο Λυκαβηττό καταλαβαίνουν πώς ο καλλιτέχνης μπορεί να ξαναγράφει κυριολεκτικά τις μελωδίες του στη σκηνή επιβεβαιώνοντας τον παλιό αισθητικό κανόνα του γερμανικού ρομαντισμού ότι ένα έργο τέχνης (εδώ το μουσικό) δεν πρέπει να αποκτά παγιωμένη μορφή, αλλά διαρκώς να εξελίσσεται.