Πώς μπορείς να αποδόσεις με μια παραβολή, με μια ιστορία ή μια εικόνα το απύθμενο σκοτάδι που μπορεί να φωλιάσει στην ανθρώπινη ψυχή; Το μαύρο, το μέλαν, τον πόνο που κυριεύει κάθε έκφραση της ανθρώπινης ύπαρξης όταν η ψυχή ασθενεί, τη μελαγχολία.
Στην εποχή μας η ελληνική αυτή λέξη ίσως έχει συνδυαστεί με μια έννοια απείρως ελαφρύτερη, από αυτή που αντιλαμβάνεται κανείς αν την αναλύσει στα συστατικά της. Οτιδήποτε με το μαύρο χρώμα σαν πρώτο και κύριο συνθετικό, αλλά και το άγχος, τον πόνο, ταυτόχρονα δεμένα σε ένα θηλυκό ουσιαστικό, μόνο σε κάτι σημαντικά δυνατό θα μπορούσε να αναφέρεται, πόσο μάλιστα όταν πρόκειται για ένα συναίσθημα. Η ποπ χροιά της μελαγχολίας, συνοδευόμενη από έντεχνα ή γαλλικά μεσοπολεμικά τραγούδια και ίσως μωβ χρώματα και μπλαζέ βλέμματα μιας μπουρζουαζίας που απλά έχει βαρεθεί να χαίρεται, ουδεμία σχέση έχουν με την παγκόσμια λέξη που ο Λαρς Φον Τριερ αποφάσισε να θέσει ως τίτλο, ως ερώτημα και ίσως ως προειδοποίηση στο τελευταίο του έργο. Η νοσταλγία, η πρόσκαιρη κατάθλιψη, η κατήφεια, η μοναξιά και η απομόνωση είναι μακρινές και ακίνδυνες διεκδικήτριες του απόλυτου θρόνου των σκουρόχρωμων ανθρώπινων συναισθημάτων. Η Μελαγχολία του Τρίερ είναι η απόλυτη βασίλισσα, η συνισταμένη όλων και δίδεται σε τέτοιες διαστάσεις που ισοδυναμεί με το τέλος του κόσμου, ή απλά με το μέγεθος ενός γιγάντιου πλανήτη που πλησιάζει απειλητικά να συνθλίψει τα πάντα.
Η ταινία αυτή, όπως και τα προηγούμενα πονήματα του Τρίερ, είναι βραδυφλεγής, γεμάτη συμβολισμούς, μεταφορές και υποσημειώσεις, χαοτική ως προς την ένταση των εικόνων και αρκετά παραπλανητική ως προς το επόμενο στρώμα σκέψης που αποκαλύπτεται, καθώς αφήνεσαι στη μυθολογία της. Με άλλα λόγια, είναι άλλο ένα έργο μιας ιδιοφυίας, που αδυνατεί να αποδόσει αυτό που θέλει με ένα συμβατικό τρόπο ή με κάποιες διευκολύνσεις προς το περιπλανώμενο στην άρτια πλασμένη εναλλακτική πραγματικότητα κοινό. Αντ’ αυτού ο δημιουργός επιλέγει να γεμίσει με λέξεις και φως τη δαιδαλώδη εξέλιξη της μελέτης ενός συναισθήματος, όπως ακριβώς αυτή συμβαίνει μέσα στο μυαλό του. Το υπέροχο είναι ότι τελικά γίνεται πιο κατανοητός και πιο εύστοχα συγκεκριμένος με ένα αλληγορικό δράμα στα όρια της επιστημονικής φαντασίας ή του υπερρεαλισμού, απ’ ότι αν είχε απλά ακολουθήσει τη συνταγή ενός ξεκάθαρου σεναρίου.
Η δύναμη της ανθρώπινης ψυχής όταν αυτή φορτίζεται αρνητικά, αφανίζει κόσμους και η ελπίδα είναι η πρώτη που πεθαίνει. Η μοναξιά και η ματαιότητα του πολιτισμού δίνονται μέσα από έναν δίλεπτο διάλογο, εκεί που άλλοι θα κατέθεταν ολόκληρες τριλογίες από δίωρα ή τρίωρα κεφάλαια. Αρχετυπικές εικόνες και έννοιες όπως ο γάμος, η μητέρα, οι επαγγελματικές σχέσεις, το σεξ, η αγάπη και ό,τι άλλο μπορεί να απασχολεί μια οικογένεια ή έναν κύκλο ανθρώπων είναι εδώ σαν δορυφόροι ασήμαντοι που στροβιλίζονται γύρω από μια μαύρη τρύπα που έρχεται να τους καταπιεί ή να τους λυτρώσει από την αυτοκαταστροφική τους μανία.
Θαυμάζει κανείς τα κάδρα που καταθέτει ο Τρίερ, τη φωτογραφία, τις ερμηνείες (Κίρστεν Ντανστ και Σάρλοτ Γκεήνσμπουργκ στο κεντρικό γιν γιανγκ δίπολο) όπως και την ανατριχιαστική, δυσοίωνη μουσική που επαναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, υφαίνοντας το νήμα της ύπαρξης που τελειώνει. Αρτια πλασμένο από κάθε άποψη, αν και όλα αυτά είναι δευτερεύοντα μπροστά στους συνειρμούς που ξυπνάει η ουσία, ο φόβος για το τέλος, που ουσιαστικά πραγματεύεται η ιστορία και φυσικά το γιατί. Η Μελαγχολία, η απουσία χαράς και η τάση της ανθρώπινης φύσης προς το αρνητικό μετουσιώνονται σε κάτι υπαρκτό και ανάλογο της έντασης τους. Ετσι απλά ο σκηνοθέτης και συγγραφέας παρουσιάζει ένα έργο που θα συνοδέψει την ανθρωπότητα, καθώς αυτή εισέρχεται στο πιο πολυαναμενόμενο σωτήριο έτος της σύγχρονης ιστορίας. Αναρωτιέμαι ποιο θα είναι το επόμενο βήμα αυτής της προσωπικότητας.
Σχολιάστε