Στην οικεία ερώτηση γνωστών και φίλων “έχω καλά και άσχημα νέα…με τι να ξεκινήσω;” η απάντηση μου ήταν πάντα “με τα άσχημα” και μάλιστα χωρίς δεύτερη σκέψη, προκειμένου να τα βγάλω από μπροστά μου μια ώρα αρχύτερα και να με συντροφεύει εν τέλει η εντύπωση μιας θετικής κατακλείδας. Κάπως έτσι συμβαίνει και με την περίπτωση των 2 συλλογών που περιλαμβάνουν πάνω κάτω κοινά ονόματα και συντελεστές, γι’ αυτό και βαδίζουν πιασμένες χεράκι χεράκι το υπόλοιπο της κριτικής. Πάμε λοιπόν στα πλην της υπόθεσης για να ξεμπερδεύουμε…
Είναι τουλάχιστον αυτεπίστροφα υπονομευτική η απουσία ορισμένων, έστω και στοιχειωδών, βιογραφικών πληροφοριών, από τη στιγμή που μιλάμε για καλλιτέχνες που δεν απολαμβάνουν της μαζικής αναγνωρισιμότητας. Πιθανότατα μάλιστα να παραμείνουν εκτός αυτής, όσο δεν υπάγονται στη συμβιβαστικότητα και τα γούστα του αποδεκτού μέσου όρου. Μάλλον για ευτύχημα όμως μιλάμε, παρά για μια συνθήκη που θα πρέπει να ταλανίζει τον εκφραστή μιας συνειδητής και γι’ αυτό ακέραιης επιλογής. Ακόμα όμως και για πρακτικούς καθαρά λόγους, η παρουσία μιας πιο διευρυμένης περιγραφής, μέσα π.χ. από την παροχή κάποιου δεσμού σε διαδικτυακή πηγή, θα έσωζε κι από την αμηχανία τον εκάστοτε ακροατή που θα καλούνταν να μιλήσει με όρους ατομικούς ή συνολικούς στην προσπάθειά του να αναφερθεί στους συντελεστές. Το email απλώς, δεν υποκαθιστά επαρκώς αυτήν την ανάγκη.
Να μην παρεξηγηθώ…ουδόλως αφορά το μουσικό ζητούμενο η αποκάλυψη των ονομάτων και των προσώπων, πόσο μάλλον η κατάθεση του βιογραφικού τους. Είναι όμως επικοινωνιακά επιβεβλημένη μια τέτοια τακτική, ειδικά όταν μιλάμε για μια συλλογή πρωτοφανών -στην πλειονότητά τους- σχημάτων, που λειτουργεί παράλληλα με το μουσικό της περιεχόμενο και την αισθητική της πληρότητα κι ως δειγματοληπτική πρόταση. Αρκετά όμως με τη γκρίνια…
Μέσα από αυτές τις 2 συλλογές, αποδεικνύεται πως δε μιλάμε πλέον για μια απλή αίσθηση, ούτε για επιπόλαιη αισιοδοξία. Κάτι πράγματι κινείται τα τελευταία χρόνια στην κατά βάση έμπλεη κοινοτοπίας κι υποφέρουσα από έλλειψη προσωπικότητας ελληνική σκηνή. Προφανώς η απαξίωση του ρόλου της εταιρικής εμπλοκής στην ατομική δημιουργία και προώθηση, σε συνδυασμό με την –πλέον- ικανοποιητική πρόσβαση σε πληθώρα μουσικών ερεθισμάτων, απόρροια της ταχύτερης διάδοσης του Internet και των peer-2-peer προγραμμάτων ανταλλαγής μουσικής πληροφορίας, συντέλεσαν στο φαινόμενο που συναντάμε όλο και συχνότερα καθημερινά: καλλιτεχνία δίχως συμβιβασμούς και πρέπει, που ακολουθεί αποκλειστικά τα κελεύσματα του δημιουργού της και κοινοποιείται πάλι υπό τον πλήρη έλεγχό του. Την ποσοτική υπερβολή θα ακολουθούσε νομοτελειακά η ποιοτική ανύψωση του συνολικού επιπέδου, από τη στιγμή που πληρούνταν και το κριτήριο της σφαιρικότερης μουσικής παιδείας. Οι ιδανικότερες δηλαδή συνθήκες για να προκύψουν συγκροτήματα που θα κραδαίνουν τη ρομφαία του διαφορετικού και θα έχουν απαγκιστρωθεί από τις τοπικές εμμονές. Πως λοιπόν να μην ενθουσιαστείς με το έργο αυτής της κολεκτίβας των μουσικών, που δρα και δημιουργεί σε χωνευτήριο διαμετρικά αντίθετων κοινωνικοπολιτισμικών ρευμάτων, όπως είναι η Θεσσαλονίκη; Δε σου αφήνουν και πολλά περιθώρια είναι η αλήθεια.
Δε χρειάζεται να περάσουν πολλά δευτερόλεπτα, πριν αφεθείς στο άχρονο διαστρικό ταξίδεμα που σου επιφυλάσσει το πρώτο κι όλας κομμάτι από τα δώδεκα συνολικά. Αυτή άλλωστε η παράδοση στο άπειρο διαποτίζει ολόκληρο το δίσκο, αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο…ένα διαισθητικό παιχνίδι με αφηρημένους ήχους, περιβαλλοντικές αντηχήσεις και νοητικές συγχύσεις που αναμοχλεύουν θύμησες και σμιλεύουν ονειρέματα. Beatless ambient προσανατολισμοί διαδέχονται δοξαριές noise/industrial ιδιοσύστασης, πριν κυριαρχήσει μια προωθημένη post rock έκφανση που διατηρεί την electronica ως βαρύνοντα ηχητικό άξονα. Τίποτα όμως δεν αφήνεται στην τύχη του…διάσπαρτες λέξεις και μονόλογοι συγχρωτίζονται με ηχητικά κολάζ και ψήγματα μελωδικής συνέχειας, για να συνθέσουν μια πολύ συγκεκριμένη άποψη περί ατμοσφαιρικότητας, που θα έκανε τους υπεύθυνους των City Centre Offices, Morr, Type, Constellation και Warρ περήφανους για την παρακαταθήκη τους, ενώ παράλληλα το Τhe Wire θα πέταγε τη σκούφια του για τα νέα ευρήματα. Δε θα με εξέπληττε αν μέσα από αυτή τη συλλογή προέκυπταν τα ονόματα εκείνα που θα έκαναν το αποφασιστικό βήμα της εξω-Ελλαδικής αναγνώρισης…το ταλέντο, όπως καταφαίνεται στο παρόν cd, υπάρχει και σε περίσσευμα, το υλικό επίσης, ενώ και τα μέσα ευνοούν το δικαίωμα στην υπέρβαση.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει κι η συνοχή της συλλογής…κατά διαστήματα σου δίνεται η εντύπωση πως θα μπορούσαμε να μιλάμε για το εκπόνημα ενός και μόνο καλλιτέχνη, αποτέλεσμα φαντάζομαι της στενής επαφής των περισσότερων, αν όχι όλων, των σχημάτων που συμμετέχουν σε αυτή. Κατανοητό αν συνυπολογίσουμε τον κοινό χώρο που συντελείται η σπορά της μουσικής δημιουργίας και η αμοιβαία επενέργεια που ασκείται μεταξύ τους σε επίπεδο ερεθισμάτων, ιδεών και προτάσεων. Εξαιρείται, με βάση τα όσα δύναμαι να γνωρίζω, ο Theodore που ζει και τραγουδοποιεί στο Λονδίνο…η διαδικτυακή δυναμική πάντως, ακυρώνει πλέον τις αποστάσεις.
Στα υψηλότατα επίπεδα του μουσικού αντικειμένου κι η αισθητική της digipack συσκευασίας, παράγοντας όχι αμελητέος για την ολοκληρωμένη παρουσίαση ενός έργου.
1. Φreon – Cryptοgraphy
2. T.A.O.J. 9th – Sunblind
3. Neon – Small Eclipse Eyebrows
4. Theodore – The Migration Of Wild Birds
5. 2L8 – When Climbing Rivers, Swim In The Mountains
6. Eventless Plot – Nihil
7. T.A.O.J. 7th – 300012xx
8. Epavlis Pavlakis – 5 Εφευρέσεις κ’ Ανακαλύψεις
9. Good Luck Mr. Gorsky – Brilliant Marbles
10. Nights Like Astronauts – Hip Hop
11. King Of Complaints – CCCP Islands
12. Inverz b – Until It Stops
Κατά πως φαίνεται, η Granny Records, υπεύθυνη για το παρόν εγχείρημα, δεν αποτελεί άλλο ένα label, αλλά το studio στο οποίο παίρνουν δισκογραφική υπόσταση οι δημιουργικές ανησυχίες της κολεκτίβας που προαναφέραμε. Τουλάχιστον μέρος αυτής, μια και στα 7 κομμάτια του BoQG λαμβάνουν μέρος κι οι Betty’s Bath, Phono και Quick Steps, μαζί με τους Good Luck Mr. Gorsky (με δύο μάλιστα κομμάτια), Inverz 6 και Theodore που συναντώνται και στο “Non_Linear_Views“.
Το ανακάτεμα των σχημάτων, αναμενόμενα, δεν αφήνει κι ανεπηρέαστο το τελικό ηχητικό χαρμάνι. Οι πάλαι ποτέ ηλεκτρονικοί πειραματισμοί εξομαλύνουν τις αιχμηρές τους διαθέσεις, για χάρη μιας εκλεκτικής pop εκφοράς, όχι απαραίτητα σε επίπεδο μουσικής φόρμας και μόνο, αλλά κι υποδοχής από το μέσο αυτί.
Οι Betty’s Bath μέσα σε 2.5 λεπτά κατορθώνουν να συμπυκνώσουν όλη την απέριττη ομορφιά των γλυκόπικρων στιγμών που μας χάριζαν κάποτε η Sarah, η Shinkansen και η δική μας This Happy Feeling (One Night Suzan, Next Time Passions, The Crooner, Impossible Tymes κα)…δε θα μπορούσα να φανταστώ πιο ταιριαστή συμμετοχή σε ένα “Try a Little Sunshine No2″, αν κι όταν προκύψει, μολονότι ο εν λόγω ήχος ουδέποτε έτυχε της προσοχής που του αναλογούσε και τίποτα δε συνηγορεί πως θα αλλάξουν τα πράγματα σύντομα. Από κοντά κι ο Theodore να αφηγείται τις sad core ιστορίες του με μια νήδυμη εσωτερικότητα κι εξομολογητική δυναμική. Το “Far Off In The Distance” σε βυθίζει σε μια απροσδιόριστα ωχρή ατμόσφαιρα, που μοιάζει περιέργως ολότελα ελκυστική.
Στο “Window View” οι Phono απεκδύονται το κουκούλι της πρώιμης κιθαριστικής μελωδικότητας και παραδίδονται στην ενυπάρχουσα μελαγχολία του ακορντεόν μέσα από το πέρασμα μια παραμορφωμένης ambient πραγματικότητας, μέχρι να σε συναντήσουν οι Quicksteps και το εκλεπτυσμένο “Pop Christine” τους. Μέσα στην indie-dreampop συνεύρεση, το ακορντεόν κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία του.
Πιο κοντά στα πρότυπα της ηχητικής αισθητικής της Non_Linear_Views βρίσκονται οι λοιποί της παρέας, με shoegaze κυματισμούς όπως στο υπέροχο “The Drone Sea” (Inverz b) ή με τις instrumental post rock εκφορές των “Buildings” & “”Hidden One” (Good Luck Mr. Gorsky). Ιδανικές συμμετοχές και οι τρεις για να μεταβείς με μεγαλύτερη ευκολία στο τρένο της περισσότερο επικεντρωμένης στο συγκεκριμένο ήχο, NLV.
1. Intro
2. Good Luck Mr. Gorsky – Buildings
3. Betty’s Bath – The Goodbye Girl
4. Phono – Window View
5. Quicksteps – Pop Christine
6. Inverz b – The Drone Sea
7. T.A.O.J. 7th – 300012xx
8. Good Luck Mr. Gorsky – Hidden One
9. Outro
Αμφότερες οι συλλογές μπορούν να βρεθούν τη δεδομένη στιγμή μονάχα σε εξειδικευμένα δισκοπωλεία της Αθήνας και Θεσσαλονίκης…συγκεκριμένα: Jinx & Vinyl Microstore (Αθήνα), Lotus & Rollin’ Under (Θεσσαλονίκη). Και για να μιλήσω και με Τσιαμτσίκειους όρους εμπράγματης οικονομίας, η NVL θα σας κοστίσει όσο 2 freddo, η δε BoQG μονάχα 1.25 φραπέδες. Κρίμα να το σκέφτεστε ακόμα…
Σχολιάστε