Menu

Ποια η αξία της τέχνης αν δεν πειραματιστείς με τα εργαλεία αυτής; Ο μεγαλύτερος πειραματιστής του κινηματογράφου (στα δικά μου μάτια και αυτιά) ο Stanley Kubrick απέκτησε τεράστια υστεροφημία μέσα από μάχες με τα δικά του «τέρατα», ατελείωτες ώρες δουλειάς και ιδιοφυείς, ανείπωτες μέχρι τότε ιδέες. Εκτός από την εισαγωγή του ονόματός του στην καταγεγραμμένη ιστορία άνοιξε ένα νέο δρόμο για τους επόμενους, καθώς και δίδαξε τι σημαίνει κινηματογράφος . Μπορεί να «διαπράττω ύβρη» αλλά ο Kubrick μπορεί να ήταν και ένας νέος Όμηρος…

Ο μόνος που μπορεί να χρησθεί διάδοχος του σπουδαίου αυτού μυαλού και κινηματογραφιστή (πάλι στα δικά μου ματιά και αυτιά), ο μονός που πλησίασε την κοφτερή ματιά του, είναι ο «πιτσιρικάς» Darren Aronofsky. Είναι ακόμα νωρίς για τις μεγαλοστομίες μου αλλά ένα καθαρό ταλέντο φαίνεται, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο από το να δει κάποιος τις δυο του ταινίες, ένα κινηματογραφικό «πείραμα» προσαρμοσμένο στις επιρροές του από την ηλεκτρονική μουσική, τη ταχύτητα των πληροφοριών και την ένταση των συναισθημάτων, σε σουρεαλιστικούς ρυθμούς γεμάτους υπερβολή αλλά και αλήθεια.

Αρχίζοντας λοιπόν το ταξίδι του στον κινηματογράφο, με ένα καθαρά εφηβικό ένστικτο ο Aronofsky δημιούργησε το «Pi». Ένα χαοτικό κόσμο από το πρίσμα ενός τρελού, ευφυούς επιστήμονα, που προσπαθεί μέσα από τα μαθηματικά να εξηγήσει την ζωή σαν μια ακολουθία αριθμών . Όμως η προσπάθεια εξήγησης του κόσμου δεν είναι κάτι απλό για οποιονδήποτε άνθρωπο, ακόμα και για μια ευφυΐα, με αποτέλεσμα ο πρωταγωνιστής να εισχωρεί τόσο βαθιά σε αυτή την αναζήτηση που έχει χάσει τον δρόμο της δικής του στη ζωή. Η ερμηνεία του Sean Gullette δεν χωράει ιδιαίτερης κριτικής ακόμα και παρατήρησης, αφού ξεπερνάει τα όρια του ρόλου μπαίνοντας στην ψυχοσύνθεση ενός ψυχασθενούς ανθρώπου μέσα σε μια συναισθηματική φουρτούνα, καταβεβλημένο από ένα ολοκληρωτικό φόβο, που παραλύει εξίσου την ισορροπία του και το μυαλό του.

Η βοήθεια του Aronofsky στην δημιουργία ενός τόσο ευρηματικού ρόλου ήταν κάτι παραπάνω από μεγάλη. Το μεταλλικό φόντο και οι σκληρές αντιθέσεις του φωτός από την ασπρόμαυρη κινηματογράφηση ήταν ο καμβάς για να απλωθεί η δημιουργικότητά του στην οθόνη. Τα σκηνοθετικά του πειράματα με την κάμερα (τα κοντινά του πλανά, τα ασταμάτητα καρέ, οι ξαφνικές εναλλαγές των πλάνων) σε ρολό σκληρού πινέλου ζωγράφισαν μια ατμόσφαιρα άδρως περιθωριακή με μοναδικό σκοπό την ανάδειξη του απόλυτου χάους που δημιουργεί ο φόβος και η αναζήτηση πάνω στην ζωή . Το μικρό του πινελάκι, που έδωσε και τέτοια ώθηση στην ταινία του, ήταν η καταπληκτική του ιδέα όσο αναφορά την μουσική της επένδυση. Η απόφαση του να χρησιμοποιήσει ήχο καθαρά επηρεασμένο από την ηλεκτρονική μουσική (σε συνεργασία με τον καταπληκτικό Clint Mansell) ήταν τόσο επιτυχημένη και ταιριαστή με την εικόνα, που όλα μαζί αυτά τα στοιχεία συνέθεσαν ένα τραχύ, πειραματικό κινηματογραφικό επιχείρημα κάτω όμως από μια φρέσκια, νεανική ματιά με κύριο χαρακτηριστικό την διαφορετικότητα, στο τέλος του οποίου οποίος καταφέρει να μην λαχανιάσει από τον ρυθμό της είναι πραγματικός ήρωας. Το πείραμα είχε ήδη αρχίσει… .

Όμως ο Aronofsky δεν μπόρεσε να κατευνάσει το ανήσυχο πνεύμα του στην κινηματογραφική του αναζήτηση (και είμαι τόσο ευγνώμων για αυτό!) και συνέχισε στον δρόμο του «Pi» με την ταινία κοινωνικού περιεχομένου το «Requiem for a Dream». Οι έννοιες του χάους και του φόβου, με την προσθήκη του ονείρου μέσα σε αυτά, συνέχισαν να είναι οι κεντρικοί «ήρωες» του, γαρνιρισμένοι με τις έννοιες της αποξένωσης, του αποκλεισμού και κυρίως της μοναξιάς. Αφήνει πλέον το πινέλο, σταματά να δημιουργεί εικόνες και πιάνει στα χεριά του την πένα για να γράψει ένα από τα πιο μαύρα και καταθλιπτικά ποιήματα στο χώρο του κινηματογράφου. Η ταινία του είναι μια αναφορά στην πολυπλοκότητα των μορφών του εθισμού, εστιάζοντας κυρίως σε αυτόν των ναρκωτικών, μέσα από την ματιά τεσσάρων απλών ανθρώπων, που ψάχνουν να ανοίξουν μια τρυπά στο αδιέξοδο με τα όνειρα τους. Από την πρώτη σκηνή κιόλας γίνεται αντιληπτό το ότι δεν πρόκειται για μια απλή ταινία, αλλά για κάτι πιο βαθύ, κάτι καθηλωτικό…

Το λαχάνιασμα που σου είχε προκαλέσει το «Pi» ξαναέρχεται στην επιφάνεια, μονό που αυτή τη φορά συνοδεύεται από ένα μόνιμο κόμπο σε στομάχι και λαιμό. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, οπού γίνεται και κατά κάποιο τρόπο η παρουσίαση των ροών, η απόδοσή τους είναι τόσο κρυστάλλινη που σε κάνει να νομίζεις ότι είναι διπλά σου, ότι είναι φίλοι σου ή καλυτέρα οι φανταστικοί φίλοι σου. Μια παρουσίαση που γίνεται τόσο μονωμένα από το περιβάλλον τους που αφήνεται η εντύπωση ότι είναι μόνοι τους στον πλανήτη, ότι είναι πρωταγωνιστές σε ένα όνειρο, στο δικό τους όνειρο… Στο δεύτερο μέρος όλα είναι διαφορετικά. Η ένταση κλιμακώνεται συνεχώς με σταθερό ρυθμό, τα πλάνα και τα συναισθήματα εναλλάσσονται όλο και πιο γρήγορα, η μοναξιά δίνει την θέση της στον εθισμό, ο φόβος στην παράλυση και ο ρεαλισμός στον σουρεαλισμό… το όνειρο γίνεται εφιάλτης … Η στροφή κατακλείδα (μάλλον οβίδα) του «ρέκβιεμ» αυτού είναι τα 15 τελευταία λεπτά του, μια βόμβα που σκοτώνει τον συναισθηματισμό των χαρακτήρων του, βουτώντας τους μέσα στη λάσπη του εθισμού και εξυψώνει αυτόν του θεατή… . είναι πολύ δύσκολο να μην κλείσεις τα μάτια….

Για να ολοκληρωθεί όμως ένα «έπος» κάποιος έπρεπε να αναλάβει την μελοποίηση του και αυτός δεν ήταν άλλος από τον παλιό φίλο του Αρονοφσκι, Clint Mansell, ο οποίος δεν άφησε κανένα περιθώριο να αγνοήσεις αυτή την ταινία. Οι αρμονικές του μελωδίες στην αρχή, τα τσιριχτά βιολιά έπειτα και ο αποκρουστικός ήχος στην τελική σκηνή συνθέτουν την απόλυτη συντριβή τεσσάρων ανθρώπινων ζωών.

Η πίστη μου στο ταλέντο του Αρονοφσκι, εκτός από φανατικό πλέον οπαδό του,  με κάνει και αισιόδοξο για την επόμενη του δουλειά που ήταν και η αφορμή να θυμηθώ τις δυο του προηγούμενες ταινίες του. Η καινούργια του δουλειά λοιπόν, το «The Fountain» είναι μια νέα συνεργασία με τον Clint Mansell και πέρασε από χίλια κύματα μέχρι να γίνει η διανομή της, αφού ο βασικός της πρωταγωνιστής Brand Pitt αποχώρησε από το project, ο προϋπολογισμός της ταινίας κόπηκε στο μισό και η καθυστέρηση της ολοκλήρωσής της την έκανε να φαίνεται άπιαστο όνειρο. Επιτέλους όμως η ώρα είναι κοντά, ένα ταξίδι ακόμα πλησιάζει… .

Σαν επίλογο, έχω να δώσω μια μικρή συμβουλή… .
Για να πας σε ένα «ταξίδι» πρέπει πάντα να προετοιμαστείς κατάλληλα, γι’αυτό προτείνω στους θεατές της ταινίας (αυτής και των προηγούμενων) να είναι απολύτως έτοιμοι για αυτήν. Οι πιθανότητες για κάτι όμορφο δείχνουν να είναι υπέρ τους…

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.