Τελικά, με τις νεκρολογίες δεν τα πάω καλά. Όχι ότι μού ζήτησε μία επί τούτου ο αρχισυντάκτης μας. Δοκίμασα πριν λίγο καιρό να γράψω ένα άρθρο για τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του Ιάννη Ξενάκη. Μου απάντησε «ok, προχώρα». Η σελίδα έμεινε τελικά θλιβερά λευκή… Τώρα που ο Θανάσης Βέγγος δεν είναι πια μαζί μας, όπως και άλλοι που αποφάσισαν να την «κάνουν» αυτές τις ημέρες, δοκιμάζω ξανά.
Οι πληροφορίες και το βιογραφικό του αξέχαστου ηθοποιού δεν έχουν εδώ χώρο. Τις έγραψαν ήδη άλλοι και μπορούμε να τις βρούμε ανά πάσα στιγμή. Δεν νομίζω να υπάρχει γηγενής, από πιτσιρίκι μέχρι γέροντα, που να μην τον άγγιξε το γεγονός. Ευτυχώς, η τηλεοπτική υστερία με τις κηδείες εδώ δεν εκδηλώθηκε στο μεγαλείο της (έχουν και ένα κόστος αυτές οι μεταδόσεις…). Η συγκίνηση δεν ήταν αποτέλεσμα του θεάματος αλλά πηγαία. Ίσως πιο σιωπηλή, σε σχέση με το παρελθόν. Όμως παρούσα. Διότι ο ίδιος ο Θανάσης Βέγγος δεν υπήρξε ο άνθρωπος που ήθελε τα πλήθη να τον ακολουθούν και να τον δοξάζουν. Δεν ήταν αυτός που επιζητούσε τη δημοσιότητα και δεν εξαργύρωνε τη δουλειά του ούτε πολύ περισσότερο την ιδεολογία του. Πόσοι γνωρίζανε ότι είχε εξοριστεί στη Μακρόνησο, στα πλαίσια των μετεμφυλιακών εκτοπίσεων; Επειδή όμως η μοίρα παίζει τα δικά της παιχνίδια, εκεί τον «ανακάλυψε» ο Κούνδουρος και τον έβαλε μπροστά από την κάμερα.
Η κινηματογραφική πορεία του Βέγγου είναι πολύ γνωστή. Με τις κωμωδίες του μεγαλώσαμε ήδη τρείς γενιές και έπονται και άλλες. Αυτό όμως που καταξίωσε τον αυτοδίδακτο ηθοποιό, ήταν οι συμμετοχές του σε τρείς ταινίες που μόνο κωμωδίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Ο Παντελής Βούλγαρης, στο «Ψυχή Βαθιά» εκμεταλλεύεται την μορφή του για να θέσει το ερώτημα: «Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες»; Τι και αν η ερώτηση μένει μάλλον μετέωρη στο έργο, ο ΘΒ ανήκει σε όλους μας και γίνεται κοινωνός ενός μηνύματος που στις ημέρες που διανύουμε ηχεί όλο και πιο επιτακτικά.
Στο «Όλα είναι Δρόμος», πάλι του Βούλγαρη, είναι ο θηροφύλακας στο δέλτα του Έβρου, που με τη βάρκα του συνοδεύει έναν κυνηγό. Ακραία συμβολική και εδώ η συνύπαρξη του συγκεκριμένου ηθοποιού με το τοπίο. Και δίπλα του, τοποθετείται ο «άλλος». Έλληνας και αυτός, στον ίδιο τόπο. Αυτός όμως κρατάει το όπλο και δεν θα διστάσει να πυροβολήσει εναντίων του πελαργού, μένοντας παγερά ασυγκίνητος σε αυτό που πριν του έχει πει ο φύλακας Βέγγος. Πυροβολεί τον ένα από τους δύο πελαργούς του ζεύγους, καταδικάζοντας τον επιζήσαντα στην μοναξιά και τη θλίψη, αφού πρόκειται για υπάρξεις βαθιά μονογαμικές. Ο φύλακας Βέγγος λειτουργεί ως φύλακας άγγελος. Θα στείλει το μήνυμα, ο «άλλος» όμως είναι ανίκανος να καταλάβει, διψασμένος για αίμα. Επειδή όμως η σχέση αιτίας-αποτελέσματος παραμένει αδιάρρηκτη, όσο και αν ο νεοπλουτισμός μας δεν το παραδέχεται αυτό, ο φύλακας αναλαμβάνει δράση. Η δολοφονία του λαθροκυνηγού γίνεται δεκτή στο ηθικό επίπεδο, αυτό όμως δεν σταματά τη ροή των δραματικών γεγονότων. Και έτσι, η Ελλάδα τελικά μετατρέπεται σε …Βιετνάμ, όπως είναι το αλληγορικό όνομα του σκυλάδικου που διαδραματίζεται το επόμενο επεισόδιο της σπονδυλωτής αυτής ταινίας.
Εκεί όμως που η μορφή του Θανάση Βέγγου αποκτά την πιο εμβληματική της πτυχή, κινούμενη στα όρια του μεταφυσικού, είναι στο «Βλέμμα του Οδυσσέα», του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Είναι μια ταινία που προσωπικά με έχει επηρεάσει σε πολλούς τομείς. Είναι ίσως η μοναδική Βαλκανική ταινία, γυρισμένη σε μια περίοδο όπου το αίμα έρεε άφθονο στη γειτονιά μας… Η ακραία ποιητική διάθεση του μεγάλου δημιουργού, φέρνει τον Θανάση Βέγγο οδηγό ταξί, που από τα Γιάννενα πρέπει να οδηγήσει τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, στα Τίρανα. Η αρχέγονη Ήπειρος ξετυλίγεται στο κάδρο και ο «αιώνιος Έλληνας», αυτή η συμβολική μορφή που έχει διανύσει τις ανακατατάξεις της Βαλκανικής για 120 και πλέον χρόνια, σέρνει μαζί της την Ελληνικότητα. Αυτήν την Ελληνικότητα που έχει διαμορφωθεί από το Τοπίο, από τους Δημιουργούς και τα Μεγάλα Πνεύματα που γεννήθηκαν σε αυτόν τον Τόπο, και όχι από την φασίζουσα συνείδηση που διαμορφώθηκε στα κελιά του ΕΑΤ/ΕΣΑ και του άμβωνα. Αυτός είναι που καλείται να οδηγήσει τον μετανάστη σκηνοθέτη, που βιώνει τη δική του Οδύσσεια και που επιστρέφει για να ανακαλύψει το «πρώτο βλέμμα».
Σας παραδίδω στο απόσπασμα του Βασίλη Ραφαϊλίδη, που στα κείμενα του για την ταινία (Το Βλέμμα του Ποιητή, εκδ. Αιγόκερως, 1996), αναφέρει:
«…σκόπιμα βάζει στο στόμα του Βέγγου τη μακάβρια προφητεία. Ο Βέγγος είναι το μεγάλο σύμβολο του κατ’εξοχήν λαϊκού Έλληνα, ο άνθρωπος που τρέχει και δεν σώνει και δε φθάνει πουθενά γιατί δεν θα ήταν δυνατό να φθάσει κάπου στη χώρα του πουθενά. (O Υπέροχος Βέγγος δεν θα πάψει να μας εκπλήσσει και με τη ζωή του και με τη δουλειά του. Και μόνο ένας πολύ μεγάλος κινηματογραφιστής θα μπορούσε να καταλάβει πως ο αρμοδιότερος να εκφωνήσει τον επικήδειο της Ελλάδας είναι ο Βέγγος).
-Μωρή Φύση, μόνη σου είσαι; Μόνοι είμαστε και εμείς! Πάρε ένα μπισκότο!
Είναι συγκλονιστική αυτή η κραυγή υπαρξιακής αγωνίας, που δεν είναι παρά μια πανάρχαιη, παγανιστική, σχεδόν άναρθρη προσευχή και μαζί μια θυσία, στην οποία η προσφορά στη θεα-Φύση είναι ένα μπισκότο! Και αμέσως μετά, ο Κάλχας-Βέγγος λέει:
-Άκουσα κάποιον, έναν πελάτη, να λέει ότι η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός! Κάναμε τον κύκλο μας… τρείς χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα… και πεθαίνουμε… .[…] Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, ας πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο.
Ο ταξιτζής-Βέγγος, που μεταφέρει τον Οδυσσέα μέχρι τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ξέρει να μιλάει με το χιόνι της ιστορίας, αυτό που στους Κυνηγούς είχε προφυλάξει για χρόνια από τα βέβηλα μάτια των παμφάγων αστών το φάντασμα του Άρη Βελουχιώτη, του τελευταίου Έλληνα Οδυσσέα».
Ίσως ο μεγάλος αυτός ηθοποιός, με τον θάνατό του, υπό την πίεση της χρονικής συγκυρίας, να ερμήνευσε την σπουδαιότερη παράστασή του: Το Ρέκβιεμ για την Ελλάδα. Μαζί με τον «δικό μας Θανάση» πιθανόν πέθανε οριστικά και ό,τι αυτός αντιπροσώπευε στο συλλογικό συνειδητό. Ίσως για αυτό, η είδηση της απώλειάς του να αντιμετωπίστηκε σαν ένα σφίξιμο στην καρδιά, προσπαθώντας να συγκρατήσουμε τα δάκρυά μας…
Σχολιάστε