Με ξερνάω στο πάτωμα. Αναγούλα και απώλεια. Ο εμετός με στερεί. Διαλύομαι στα πλακάκια. Σκάω, εδώ και σε πολλά σημεία ταυτόχρονα. Μοιάζει να γλιστράω σε τρύπα. Ο ήχος είναι απόλυτος. Γεμίζει το δωμάτιο. Μονότονος. Γραμμικός. Είναι το τραγούδι του θανάτου, του ΔΙΚΟΥ μου θανάτου, της συνείδησής μου. Πεθαίνει το εγώ. Γκρεμίζονται τα τείχη -οι σάλπιγγες της Ιεριχούς ηχούν με τεράστια αυστηρότητα. Βλέπω το πάτωμα αλλά δεν υπάρχει. Τίποτα, ούτε τα χέρια μου. Καμία φτωχή αίσθηση παρά μόνο υπερβατικότητα και ο Λόγος σε φάσμα που γεννά συνοχή με το όνομα μου και κατ’ επέκταση με την ίδια την ύπαρξη . Ο Λόγος και το Όνομα με έχουν τοποθετήσει στη ζωή. Είμαι γιατί το φωνάζω και με φωνάζουν. Καλά ριζωμένος. Αν θες να κοιτάξεις ψηλά πρέπει να κατέβεις, οπωσδήποτε να κατέβεις.
Το να μην ξέρω ποιός είμαι με έχει μπλοκάρει. Η καθημερινότητα είναι γρανίτης. Είμαι πίσω από αυτόν και η κολοσσιαία θέα με ρημάζει. Φτωχέ μου Ρεμπώ. Να τραγουδήσω στην κλειδαριά να ανοίξει. Αφήνω τα μάτια μου στο κατώφλι, ταλαντώνομαι, όλη η πλάση ταλαντώνεται, είμαι αναπόσπαστο μέρος αυτής της ταλάντωσης, ίδιος με αυτήν. Τώρα που δεν ΕΙΜΑΙ, ξέρω τη θέση μου στο σύμπαν. Δίπλα μου ένας αστροναύτης ετοιμάζεται να ξεκινήσει για το φεγγάρι του Δία. Ήταν η Ηχώ μου λέει με τηλεπάθεια αλλά και ο Πολωνός τελικά ταίριαζε. Έτσι και αλλιώς το μαύρο φεγγάρι θα είναι στον αιώνα τον άπαντα εκεί! Ο.Κ κάνει με το γαντοφορεμένο δάκτυλο του και βουτά. Ακολουθώ. Όροι και κοιλάδες. Έχω πλάτος και μήκος. Είμαι 350 χιλιόκυκλοι. Μουσική για όργιο. Μάντρα που καταπιέζει την εκσπερμάτωση. Αν χύσω εδώ άραγε θα είναι γαλαξίες; Μια θεά μάτωσε και γεννήθηκε ο αρχαίος χρόνος. Μια ιέρεια της, με διασταλμένες κόρες και πυκνό μαύρο θύσανο μαλλιών, είναι τρελή, δεν πάει καλά στα λογικά της. Μου έκλεψε το κινητό μου. Και το‘λεγαν, πρόσεξε την, έχει μια ιδιαίτερη αγωνία στα λαγόνια της. Εκατομμύρια ψήγματα αναμνήσεων ταξιδεύουν πάνω μου. Κάτω από την σάρκα και τη βιοχημεία… έτσι είμαι αλήθεια; Στέκομαι σ’ ένα πεζοδρόμιο στο Κάιρο με το σακίδιο στα πόδια. Ψημένος πλίνθος. Ο νότος και η μυρωδιές του. Κατάφερα και τις φύτεψα σε ένα μυαλό, ξένο, παρθένο και εκείνο με άφησε σε προσβλητική άγνοια. Οι πρόγονοι μου ουρλιάζουν στο λιμάνι στριμωγμένοι από το ατσάλι και την φωτιά. Χορεύω στο αίμα τους. Ποτίζω τη γη. Λίγο σώζεται. Η αρχή μου πριν με φτύσει η μήτρα στο φώς.
Ο γιατρός κάνει μαλάξεις και επιτέλους η καρδιά χτυπά. Τα κουρτινάκια δεν ανοίγουν τότε. Ακούω όμως μέσα από το κλάμα μου το μοιρολόι πάνω στα πλοία. Διαβάζω αναθέματα σε τάφους. Όπως με χάλασες να χαλάσει η γραμμή σου. Λερωμένα κρανία ουρλιάζουν μισοθαμμένα. Χριστέ και Παναγιά, σταυροκοπιέται. Δεν έχει λιώσει ακόμη και ξαναθάβει τη σωρό στο χώμα. Το μόνο σίγουρο το χώμα. Κυβερνητική δεύτερης τάξης. Βλέπω τη ζωή με μένα μέσα. Υπερπληροφόρηση στους νευρώνες, παντοτινή πίεση, είσοδος έξοδος, αθεΐα παρόλο που κρυφοκοιτάζω μέσα από τα μάτια Του, αν υπάρχει έτσι είναι …αρνητική εντροπία, πράγματα που δεν καταλαβαίνω αλλά η βιολογία μου έχει τη γνώση τους. Τα πάθη μου διαιωνίζονται από μονάδες ιστορικά συνδεμένες. Οι ατασθαλίες της πατρικής γνώσης. Οργάνωση… Θέλω να ξέρω πάλι με τους όρους μου, ego solus ipse, δεν είμαι έτοιμος για την ΓΝΩΣΗ ΣΟΥ…όπως πέρασα από τούτη την ζωή, έτσι θέλω. Τις γεύσεις και μυρωδιές μου. Η ΦΩΝΗ: αν υπάρχει η αλήθεια ίσως πρέπει να την επανεφεύρω. Ερωτικές ανάσες ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωινό. Μισοκοιμισμένος γαμάς πιο ελεύθερα, με ποθείς, λέει. Μ ‘αρέσει το ίχνος σου στο σεντόνι. Το λατρεύω πιότερο από σένα την ίδια. Μυστικά. Το πρόσωπο το κινούν μυστικά που η εμβρίθεια τους με κάνει να γελάω. Τζούφιος τρομοκράτης μεγατόνων. Άφησε το χέρι μου και φύγε. Δεν μπορώ να βάλω τη ζωή μας σε κουτιά, θα τα κρύψω να περιμένουν, να σκονίζονται μέχρι το χαρτί τους να σαπίσει. Δεν υπάρχει κίνδυνος από φωτογραφίες. Η αλήθεια στα θέλω μας, είπε η ΦΩΝΗ. Με τί έχεις φτιαχτεί ;;;; Ένα κατασταλτικό χρειάζεται. Ο Πυριφλαγέθων από πάνω μου ξέρει.
Κοιτάς αλλού αγόρι μου τώρα, μπορεί να είναι ωραία εκεί αλλά πρέπει να σε φέρω πίσω!! Αν μπορείς γύρνα με παιδί ! Πριν όλα αυτά συμβούν. Κάνε με μονοκόμματο. Χα χα χα χα. Την γραμμή τη διάβηκα χρόνια πριν. Απορώ πως βλέπει τη φωτιά να καίει μέσα μου… ή εγώ στο κέντρο της είχε πει; Παράδειγμα προς αποφυγή. Καλός να παρατηρώ τον κόσμο αφήνοντας τον παρατηρητή απέξω. Έχω καλές συμβουλές για σένα. Με έναν καταλύτη ίσως εξεγερθώ μία και μοναδική φορά. Μόνιμη ελλειπτική προσοχή, έχει τα προσόντα αλλά καθόλου θέληση. Είμαι αδιάκοπα μέτριος. Όχι εδώ, όχι τώρα. Ταλαντώνομαι και το σύμπαν δεν καταλαβαίνει τίποτα παραπάνω από αυτήν μου τη ταλάντωση!! Συναντηθήκαμε στην αφρικάνικη ήπειρο. Δούλευες για το σιδηρόδρομο. Δεν είχες πάρει μαζί σου τα λόγια να μιλήσεις. Παρά έδειχνες τη λάσπη με την αγωνία ετοιμοθάνατου. Μέγα Σιωπή. Θα στη κουβαλήσω για λίγο, μέχρι το έδαφος να γίνει πιο βατό. Και αν πότε βγω από δω μέσα, σε όποια γυναίκα βλέπω κάτι που να αξίζει να λατρέψω και να φάω θα συστήνομαι με το μικρό σου όνομα. Σύμφωνοι; Έχω πάρει τριάντα χρόνια γαμημένης ζωής από τον κώλο, ψάξε βρες αντίδοτο!
Λίγο πριν κοπεί το νήμα τα πάντα είναι λευκός θόρυβος, ψευδόφως και ψευδοσκότος, αιώρηση μέσα στο τίποτα. Κάθε φορά που χάνεις κάποιον που αγαπάς ζεις έναν μικρό δικό σου θάνατο, ένα κομμάτι αποκόβεται και σβήνει και όσο να παλέψεις στον χρόνο, αυτό θα σβήσει, θα χαθεί αφήνοντας μόνο την κραυγή σου σαν ίχνος να σου θυμίζει το φευγιό του, αλλά όχι πραγματικά εκείνο. Να ακουμπήσεις ξανά και ξανά, αποθήκευσε στην παλάμη σου όλα εκείνα τα κορμιά που θα σε αφήσουν κάποτε στη μοναξιά του δωματίου σου. Πώς μπορεί να μη μου ρίχνει μια ματιά; Μία λέξη. Πες ένα όχι, ένα άντε και γαμήσου. Μαζεύει τα ρούχα, τα πιέζει για να κλείσει το φερμουάρ και έπειτα πετάει τα κλειδιά στο τραπέζι και φεύγει κλαίγοντας – και γω σκέφτομαι ότι θα έδινα τα πάντα για να μπω μέσα της μια τελευταία φορά, στο καλοσχηματισμένο μουνί της. Αγαπώ το όμορφο μουνί σου. Αγαπώ την απουσία σου. Αγαπώ εκείνο το σπόρο που φύτεψες στη ψυχή μου, τους καρπούς του που με έθρεψαν με χολή και φόβο, τη γεύση που ξέπλυνα με δηλητήριο. Σε αγαπώ γιατί αν δεν ήσουν εδώ να με κάνεις….
Βυρωνικές στιγμές που έχουν καταλήξει με μένα χεσμένο στο πάτωμα και κόκκινα ξερατά δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας. Μετά, πρωινά που ο κόσμος και το φώς ούρλιαζαν πέφτοντας σαν από σιφόνι στο κεφάλι μου και ντροπή, πολύ ντροπή για εκείνα που έκλεισα στο μπουκάλι και πετάχτηκαν με άναρχη διάθεση από μέσα μαζί με το φελλό. Τουλάχιστον ξέρω ότι είμαι άνδρας, σε σένα μένει να βρεις τη γυναίκα που τα λάθη σου έχουν στερήσει. Κορίτσι, μάνα, γυναίκα, σε βλέπω μόνο γυμνή να βογγάς. Όλα μου τα είδωλα ήταν ανισόρροπα, είπε στην τηλεόραση και γω ζήλεψα και είπα έτσι είναι και τα δικά μου, εθισμένοι και μπεκρήδες.
Ανάθεμα τα μάτια μου, ανάθεμα την παιδική ψυχή μου, ανάθεμα την ανάγκη μου για κέντρο, ανάθεμα τις ελπίδες μου… στα μέσα μου, στα εσώτερα μου, από κάθε άποψη είμαι χαλασμένος, δεν έχω γεύση, δεν έχω χρώμα, το όνομα μου είναι λάθος, δανείζομαι ένα ξένο για να βρω το δικό του κέντρο και ελπίζω ακόμη, ελπίζω όταν γνωρίζω ότι κάτι τέτοιο είναι από μόνο του ηλιθιότητα, δεν μπορώ να πιστέψω σε κάτι καλύτερο, ανώτερο όταν εγώ είναι σάπιος, εσύ είσαι σάπιος και συ και εκείνη, όλος ο κόσμος είναι σάπιος, ο εγωισμός είναι δηλητήριο, θα έπρεπε να με είχα πνίξει με τα ίδια μου τα χέρια όταν το κατάλαβα και έτσι εδώ, χωρίς χέρια, χίλια γαμημένα κομμάτια ναρκωμένα στο άπειρο, χωρίς γλώσσα και σχήματα, εκκενώσεις και χυμοί, έκθλιψη, ταλαντώσεις, όλο το σκληρό και ψυχρό σύμπαν σε σύζευξη μαζί μου, η αρρώστια απλώνεται, ο ιός του Είμαι και δεν βλέπω κάτι ανώτερο πουθενά, όσο πιο βαθιά και αν πάω …μου μένει να αναδυθώ; Σκατά πάνω, σκατά κάτω, καμία απόδραση από αυτό που είμαι, με χάλασα και με χαλάσατε, χάλασα επίσης, ναι είδα και τα κρίματα μου αλλα΄γι αυτά δεν μιλώ και ναι είμαι απύθμενα ρηχός, μία άβυσσος του τίποτα και θέλω να επαναλάβω τα ίδια λάθη, να γίνω θηρευτής στην πλάτη μιας φάλαινας, εραστής και πατέρας, να ξαναβρώ τα δάκτυλά μου, να σφίξω, να γαμήσω, να πέσω και να ξανασηκωθώ , να ζήσω ..έτσι λοιπόν ανοίγω τα μάτια και οι Κουρήτες με τα σώματα πασαλειμμένα με λευκό πηλό και τα μαχαίρια υψωμένα μου γνέφουν να βγω από τη σπηλιά.
Σχολιάστε