Από τον τίτλο και μόνο μπορεί να διακρίνετε φίλοι μου καλοί – καλοί μου φίλοι περί τίνος μιλάμε: είναι το review και η αναλυτικότατη έκθεση των πεπραγμένων του περιβόητου φεστιβάλ από τους συντάκτες του Ποπ & Ροκ (Νίκο Κοντογούρη, Νίκο Μποζινάκη, Στάθη Ν. Παναγιωτόπουλο). Προδιαθέτω το φιλόμουσο αναγνωστικού κοινό πως η αναφορά στο συγκρότημα του Ταχύ Συρμού (ελληνιστί οι Depeche Mode) είναι πολύ-πολύ μικρή (είναι το κείμενο με κόκκινο χρώμα) αλλά καθόλου αρνητική. Το όλο κείμενο μπορεί να αποτελέσει ιστορικό τεκμήριο καθώς σε πολλά μέρη του αντικατοπτρίζεται η όλη προκατάληψη, η decadence και η κακομοιριά της Ελλάδας των 80s, προίκα την οποία ακόμα προσπαθούμε να αποβάλλουμε. Θα ευχαριστήσω άλλη μια φορά τον φίλο Κώστα Μ. για την ευγενική του κίνηση να μου δώσει το άρθρο (εδώ να δείτε δακτυλογράφηση! – άντε να εξελιχθεί λίγο το σύστημα με το voice assist γιατί χρειάζομαι δακτυλοθεραπεία, μανικιούρ και την γραμματέα που έχω αναφέρει σε προηγούμενο σημείο).
Τα παρασκήνια του Φεστιβάλ
Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Το περιβόητο διήμερο φεστιβάλ είναι μέσα στο πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων για την ανακήρυξη της Αθήνας σαν πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, και μερικά από τα γνωστότερα ονόματα της ευρωπαϊκής μουσικής σκηνής θα κάνουν έντονη της παρουσία τους.
Για μας τους “δημοσιογράφους” το διήμερο ήταν… τετραήμερο κούρασης, τρεξίματος και στρεσαρίσματος, γιατί από την Πέμπτη το μεσημέρι άρχισε η κάλυψη του φεστιβάλ και τελείωσε την Κυριακή το μεσημέρι. Εκτός από τα παραπάνω είχα επιφορτιστεί με κάθε είδους δουλειές που μπορείτε να φανταστείτε.
Τη βδομάδα λοιπόν του φεστιβάλ άρχισαν να φτάνουν στην Αθήνα όλοι οι επίσημοι καλεσμένοι. Πρώτη και καλύτερη η Hagen που πήγε κατευθείαν στην Κρήτη για διακοπές. Φαντάζομαι πως θα αισθανόταν σαν το σπίτι της μιας και το νησί έχει καταντήσει γερμανική παροικία. Την Πέμπτη το βράδυ επέστρεψε στην Αθήνα, όπου ο μάνατζερ της και οι μπράβοι επιτέθηκαν στους δημοσιογράφους. Τις γροθιές δεν τις απέφυγαν ούτε οι υπεύθυνοι της εταιρίας που πήγαν να την υποδεχτούν. Την ίδια μέρα ήρθαν οι Stranglers, οι Depeche Mode και οι Telephone. Για τους υπόλοιπους κανείς δεν ήξερε τίποτα. Οι Clash δήλωσαν πως θα έρθουν το Σάββατο το μεσημέρι, γιατί δεν θέλουν να δουν κανένα από τους συμπατριώτες τους. Βλέπετε πως στους τσακωμούς δεν υπερτερούν μονάχα τα ελληνικά συγκροτήματα. Και μια που αναφέρθηκα σε ελληνικά συγκροτήματα, οι Μουσικές Ταξιαρχίες που θα αντιπροσώπευαν τη ντόπια μουσική σκηνή την τελευταία στιγμή δήλωσαν πως αποχωρούν από το φεστιβάλ. Έμαθα τους λόγους, αλλά θα προσπαθήσω να έρθω σε επαφή με τον Τζιμάκο για να μάθω όλη την αλήθεια. Ελπίζω πριν τελειώσω το άρθρο, να το έχω καταφέρει.
Επίσης στις διαφημίσεις που καταχωρήθηκαν στα ξένα περιοδικά, στα περισσότερα πουθενά δεν αναγραφόταν το όνομα Clash. Το μεγάλο γκρουπ εμφανιζόταν σαν guest group, επειδή δεν επιθυμούν το όνομά τους να φιγουράρει στην ίδια λίστα με τους… Culture Club.
Τις παραμονές λοιπόν, η άφιξη του David Bowie, που πήγε στην Πάτμο για διακοπές – το γεγονός αυτό γράφτηκε σ’ όλες τις εφημερίδες – έδωσε την ελπίδα σε πολλούς πως ίσως ο πετυχημένος καλλιτέχνης, θα έκανε την παρουσία του στο πάλκο του Παναθηναϊκού Σταδίου.
Την Πέμπτη το βράδυ, οι διοργανωτές Nouvelles Frontieres, Roxanne και Θέατρο Τέντα προσκάλεσαν όλες τις music-business σε ένα κοκταίηλ που δόθηκε στην πισίνα του ξενοδοχείου Athens – Hilton, προς τιμήν των καλλιτεχνών, που λαμβάνουν μέρος στο φεστιβάλ.
Δημοσιογράφοι περιοδικών και εφημερίδων, μουσικοί, παραγωγοί, αντιπρόσωποι δισκογραφικών εταιριών, γνωστά και άγνωστα πρόσωπα του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, ταλαντούχοι και ατάλαντοι καλλιτέχνες (παντός είδους και πάσης φύσης) έσπευσαν να τιμήσουν τους προσκαλεσμένους. Μονάχα που οι προσκαλεσμένοι δεν καταδέχτηκαν να εμφανιστούν, απ’ όλους αυτούς μια μικρή παρέα από μέλη των Stranglers, των Telephone και της Hagen, ανακατεύτηκαν με τον κόσμο και μίλησαν σε όσους φυσικά τους γνώρισαν. Το κωμικοτραγικό της υπόθεσης όλης ήταν το εξής: Πολλοί από τους δημοσιογράφους του αστικού κυρίως Τύπου και της ποικίλης ύλης περιοδικών, όταν έβλεπαν άτομο με περίεργα ρούχα, νόμιζαν πως πρόκειται για κάποιο καλλιτέχνη και τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. Κάποιας μάλιστα της σύστησαν τον Greenfield των Stranglers και αφού μίλησε για λίγο μαζί του, ρώτησε ένα συνάδερφο: -Αυτός παίζει στους Depeche Mode;
Η υποδοχή της Hagen ήταν ανάλογη αυτής του Reagan. Εκατοντάδες φλας φωτογραφικών μηχανών άστραψαν, όλοι έτρεξαν προς το μέρος της και αυτή στολισμένη σαν φρεγάτα, σνόμπαρε και κατευθύνθηκε σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο που μίλησε για την τηλεόραση. Σε κάποιο άλλο σημείο της πισίνας ο J.J. Burnel και ο D. Greenfield μοναχοί, παρακολουθούσαν όλο αυτό το χαλασμό. Ύστερα κατέφθασαν και μέλη των Telephone, ενώ ο μπασίστας της Hagen, εκνευρισμένος, δεν ξέρω γιατί, έβριζε μουρμουρίζοντας. Η μάνατζερ της, μία σκύλα που δάγκωνε επικίνδυνα, αφού έγινε η τυπική υποδοχή, φρόντισε να τη φυγαδεύσει.
Μετά ο κοκτέιλ, αργά τη νύχτα, ακολούθησε πάρτυ, σε γνωστή ντίσκο της Γλυφάδας. Σε μια γωνιά ανακάλυψα τον Hugh Cornwell των Stranglers. Κάποιος από την εταιρία έκανε τις συστάσεις πιάσαμε κουβέντα. Είναι αξιοθαύμαστη η απλότητα αυτών των ανθρώπων έξω από την σκηνή. Μιλήσαμε για πολλά και διάφορα κάπου μισή ώρα. Ύστερα τον άφησα για να συζητήσει με τον μάνατζέρ του.
Λίγο πριν περάσω στις εκδηλώσεις των δύο ημερών θα ήθελα να προσθέσω μερικά πράγματα που άκουσα, είδα ή έμαθα:
Επειδή μέχρι τις παραμονές του φεστιβάλ δεν είχαν πουληθεί αρκετά εισιτήρια, κάποιοι – δεν ξέρω ακριβώς ποιοι – σκέφτηκαν να διαδώσουν τη φήμη πως ο Bowie θα εμφανιζόταν extra κάποια από τις δύο μέρες. Στην εξαπάτηση αυτή του κοινού συνέβαλε και γνωστός παρουσιαστής του ραδιοφώνου, ο οποίος έσπευσε να μεταδώσει αυτή την εσφαλμένη πληροφορία από την εκπομπή του, χωρίς να εξετάσει κατά πόσο είναι αληθής ή όχι.
Οι Clash έφτασαν την ίδια μέρα με τους Talk Talk αεροδρόμιο. Θέλοντας να κρατήσουν απόλυτα μυστική την ώρα άφιξής τους, δεν ειδοποίησαν ούτε τους υπεύθυνους της εταιρίας. Έτσι προσπαθούσαν μόνοι τους να βρουν κάποιο μεταφορικό μέσο για να κουβαλήσουν τα όργανά τους. Κάτι τέτοιο όμως ήταν εξαιρετικά δύσκολο εκείνη την ώρα. Η λύση βρέθηκε όταν ένας ιδιώτης, προθυμοποιήθηκε εντελώς αφιλοκερδώς να μεταφέρει τις αποσκευές στο ξενοδοχείο. Έτσι ένας φιλότιμος άγνωστος που πίστευε στη μουσική, χρησιμοποιώντας το ημιφορτηγό του – πιθανόν μάρκας Datsun – βοήθησε απεριόριστα το γκρουπ.
Οι Έλληνες δημοσιογράφοι του ημερήσιου Τύπου που γράφουν για μουσικά θέματα σ’ εφημερίδες και περιοδικά, δεν έχουν το θεό τους. Η ασχετοσύνη τους θα μείνει παροιμιώδης. Έχω αναφέρει δεκάδες περιπτώσεις. Ιδού άλλη μία: Σε κάποια στιγμή του κοκτέιλ, ο διευθυντής της CBS συνομιλούσε με τον Cornwell. Ένας φωτογράφος αποθανάτισε το στιγμιότυπο και η φωτογραφία δημοσιεύτηκε σε γνωστή εφημερίδα με τη λεζάντα “Ο τραγουδιστής των Stranglers, συνομιλεί με ηλικιωμένο οπαδό του…”. (Αυτό μου το είπαν, δεν το είδα προσωπικά…).
Το τι αηδίες και ηλιθιότητες έγραψαν οι εφημερίδες, κυρίως για τα επεισόδια, δεν λέγεται. Οι δεξιές κοίταξαν να εκμεταλλευτούν το θέμα όσο γίνεται και το ρεπορτάζ ήταν παντού πρωτοσέλιδο. Οι φιλοκυβερνητικές πέρασαν το γεγονός στα δευτερεύουσας σημασίας και οι αριστερές κράτησαν τη γνωστή γραμμή τους. Όλοι προσπάθησαν με τον τρόπο τους να μας πείσουν πως για τα στραβά και τα ανάποδα φταινε οι ρόκερς (ροκάδες κατ’ αυτούς). Ας προσέξουμε, γιατί σε λίγο μπορεί να μας φορτώσουν και τις πυρκαγιές έτσι όπως πάνε.
Η αστυνομία κοίταξε να μας κρατήσει τα θερμός και τα παγούρια με το νερό παρά να συλλάβει εκείνο το μαυραγορίτικο καθίκι που πούλησε αναψυκτικά (κρατηθείτε) 500 δρχ. το κουτάκι. Θύματα κυρίως ξένοι.
Τα περισσότερα θύματα φαντάζομαι πως τα είχαν οι Stranglers. Τουλάχιστον τρεις οπαδούς τους κουβάλησαν λιπόθυμους έξω από το χώρο της συναυλίας για πρώτες βοήθειες.
Οι Clash υποσχέθηκαν να έρθουν το φθινόπωρο μόνοι τους για κάποια συναυλία εδώ.
Το διήμερο αναλυτικά
Τώρα που γράφω τα παρακάτω, οι εκδηλώσεις τελείωσαν. Μπορώ λοιπόν να κάνω μερικές γενικές παρατηρήσεις:
– Όπως όλοι περιμέναμε τα τρία μεγάλα συγκροτήματα, Stranglers, Cure και Clash ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να δει κανείς σήμερα και δικαίωσαν απόλυτα τη φήμη τους. Νομίζω ότι ήταν μεγάλη εμπειρία να τους δει κανείς πάνω στη σκηνή.
– Η μεγάλη έκπληξη – τουλάχιστον για μένα – ήταν το συγκρότημα που συνόδευε τον Boy George. Μία από τις τελειότερες σε δέσιμο μπάντες που άκουσα μέχρι σήμερα.
– Η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν η Nina Hagen.
– Ο ήχος ήταν φανταστικός.
– Η διοργάνωση πολύ καλή. Έγινα βέβαια ορισμένα λάθη που επισημαίνονται στη συνέχεια, αλλά η γενική εντύπωση ήταν καλή.
– Ο μεγαλύτερος κόπανος ήταν ο Boy George.
– Όλες οι μπάντες αρκέστηκαν σε δικά τους κομμάτια και μονάχα 3 από τις 8 περιέλαβαν.
– Τα μοναδικά συγκροτήματα που δεν έκανα encore ήταν οι Telephone και οι Culture Club.
– Όλα τα γκρουπς έπαιξαν παλιά και νέα τραγούδια.
Παρασκευή (Ημέρα των Telephone, Stranglers, Depeche Mode και Culture Club)
Λίγο πριν αρχίσει η συναυλία συνάντησα τον Πανούση και τον ρώτησα τι ακριβώς μεσολάβησε και δεν συμμετέχουν οι Μουσικές Ταξιαρχίες. Ζήτησα επίσης να μου πει κατά πόσο αληθεύουν οι διάφορες φήμες που είχα ακούσει μέχρι τότε σχετικά με επέμβαση της λογοκρισίας στα τραγούδια τους, στο θέμα αμοιβής κλπ. Ο Τζιμάκος αρνήθηκε ότι ήταν αλήθεια αυτά που είχα μάθει.
Τ.Π.: Δεν συμμετέχουμε και αποσυρθήκαμε γιατί στην αρχή νομίζαμε πως τη συναυλία έχουν αναλάβει μερικά διοργανωτικά γραφεία με κάποια επιχορήγηση του κράτους. Ύστερα πληροφορηθήκαμε πως διάφορες πολυεθνικές εταιρίες όπως π.χ. η Coca Cola, έχουν χρηματοδοτήσει αυτή την ιστορία. Φυσικά κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε.
Την πρώτη μέρα του διήμερου φεστιβάλ, άνοιξαν οι Telephone, ένα γαλλικό group, αρκετά γνωστό στην πατρίδα του, όπου κατά καιρούς έχει κάνει επιτυχίες. Έπαιξαν τυπικό και κλασικό rock ‘n’ roll τραγουδώντας γαλλικά. Οι συμπατριώτες τους, που έτυχε να βρίσκονται στο χώρο τους αποθέωσαν. Προσωπικά με άφησαν αδιάφορο.
Αποζημιώθηκα και με το παραπάνω από τους Stranglers. Είχα να αισθανθώ έτσι από εκείνη τη συναυλία των Dr. Feelgood. Ήμουν απόλυτα σίγουρος πως θα ήταν καταπληκτικοί.
Μαζί με τους Stranglers άρχισαν και οι φασαρίες. Μερικές χιλιάδες άτομα που είχαν μαζευτεί έξω από το Στάδιο, προσπάθησαν να μπουν μέσα, με αποτέλεσμα να σημειωθούν συγκρούσεις, μικροτραυματισμοί και διάφορα άλλα επεισόδια. Σε καμία συναυλία στο εξωτερικό δεν βάζουν μέσα τους τσαμπατζήδες. Στην Ελλάδα όμως, που έχουμε πραγματική άγνοια από εκδηλώσεις, είναι προγραμματισμένο πως θα υπάρχει ένα μικρό ποσοστό θεατών που θα θελήσει να παρακολουθήσει χωρίς να πληρώσει. Άλλος μπορεί να μην έχει 2.000 δρχ. για να δώσει. Αυτά που έγραψαν οι εφημερίδες είναι βλακείες. Άμα είχαμε τόσους πολλούς αναρχικούς στην Ελλάδα, αναλογικά μ’ αυτούς που δημιούργησαν την εισβολή, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Εξάλλου όταν το μισό Στάδιο είναι άδειο, γιατί να μη μπουν να παρακολουθήσουν. Η μουσική δεν πληρώνεται. Πρέπει να είναι ελεύθερη για τον κόσμο.
Οι διοργανωτές υποστήριξαν πως είχαν κόψει λίγα εισιτήρια για πρώτη μέρα. Δήλωσαν κάπου 25.000. Πιστεύω πως το νούμερο ήταν πολύ μεγαλύτερο. Εξάλλου όταν έχουν βγάλει τα έξοδα + κέρδος από την χρηματοδότηση του κράτους, από τις πολυεθνικές, από τις διαφημίσεις και από τη ραδιοφωνία / τηλεόραση, γιατί να μη παρακολουθήσει και αυτός που δεν έχει 2.000 δρχ. (σημείωση sTriggou: για να καταλάβουμε για τι ποσό μιλάμε το καλοκαίρι του 85 το κουτάκι η Coca Cola είχε 50 δραχμές, το πακέτο τσιγάρα 200-220 δρχ., το εισιτήριο του λεωφορείου 15 δρχ., ένας δίσκος βινυλίου LP – όχι εισαγωγής – 500 δρχ. και το Ποπ & Ροκ 150 δρχ.)
Οι Depeche Mode άρεσαν. Μπορεί η μουσική τους να ήταν μονότονη, αλλά ο David Gahan ήταν σπουδαίος performer. Ξεσήκωσε τον κόσμο. Οι Culture Club ήταν οι μεγάλοι άτυχοι. Άτυχοι γιατί επικεφαλής έχουν έναν ηλίθιο. Ο κόσμος, που φαίνεται δεν έχει ξεπεράσει ακόμα ορισμένα θέματα, τους υποδέχτηκε με αποδοκιμασίες. Ο Boy George, σαν frontman που ήταν, αντί να προσπαθήσει να συμβιβάσει κάπως τα πράγματα, έκανε το χάσμα ακόμα μεγαλύτερο. Κανείς μουσικός στο κόσμο κάτω από παρόμοιες ή χειρότερες συνθήκες, δεν επιτίθεται στο κοινό από το πρώτο κιόλας τραγούδι. Ο Boy George ήταν εριστικός. Για τα μπουκάλια που έφαγε στο κεφάλι, είναι υπεύθυνος αυτός μόνο και κανείς άλλος. Στενοχωρήθηκα γιατί το κακό πήρε και τους υπόλοιπους μουσικούς, οι οποίοι ήταν άψογοι. Ένας μαύρος τραγουδιστής που διασκεύασε το “Your Love Is Keeping Me Higher” ήταν τρομερός. Και όμως την πλήρωσε μαζί με τους υπόλοιπους για τα καμώματα της κοντέσας. Ένα τέτοιο συγκρότημα ήθελα να ήξερα γιατί δεν διώχνει αυτό τον αχρείο που η φωνή του είναι αισχρή. Καλό θα ήταν να ανοίγει το στόμα του για να κάνει κάτι άλλο και όχι για να τραγουδάει. Σκέφτομαι μία τέτοια μπάντα, με ερμηνευτή το μαύρο, τι θα μπορούσε να προσφέρει.
Σάββατο (Η μέρα των Talk Talk, Cure, Nina Hagen Band και Clash)
Η δεύτερη μέρα άρχισε και τελείωσε χωρίς επεισόδια και ταραχές. Οι Talk Talk καλοί μουσικοί αλλά γράφουν βαρετά κομμάτια. Ο τραγουδιστής προσπαθεί να ξεσηκώσει τη φωνή του Brian Ferry. Φαίνεται πως ο τελευταίος, είναι το μεγάλο του ίνδαλμα. Για τους Cure φοβόμουν πως θα άρχιζαν να εκτελούν εκείνα τα καταθλιπτικά, ανούσια κομμάτια των τελευταίων τους δίσκων, όπου κλαίει ο διάβολος τη μάνα του. Προς μεγάλη μου έκπληξη ολόκληρο σχεδόν το σετ τους ήταν ρυθμικό. Εάν αρκούνται σε τέτοια νούμερα, καταλαβαίνεις πόσο μεγάλο συγκρότημα είναι. Ήταν υπέροχοι.
Η Nina Hagen, κάπου με νευρίασε. Αυτό το σώου της είναι ιδανικό για κλειστούς χώρους που συχνάζουν ψευτοκουλτουριάρηδες και όχι για ένα ανοιχτό φεστιβάλ.
Δεν μου άρεσε ούτε το show, ούτε η επιλογή των κομματιών. Είχα την εντύπωση πως άκουγα κάποιο glam rock συγκρότημα. Κάκιστη η διασκευή του “Ballroom Blitz” των Sweet και κακοποίησαν το “White Punks On Dope” των Tubes. Ο νέγρος μπασίστας ήταν τέλειος. Εξάλλου η ίδια η Hagen που προσπαθεί να μας πείσει ότι είχε κάποια πρόσφατη μεταφυσική εμπειρία, είναι ψεύτρα. Όλα αυτά είναι ένα καλοστημένο διαφημιστικό κόλπο. Είπε ορισμένα πράγματα και έκανε κάτι, που κανείς ο οποίος πιστεύει σ’ αυτά, δεν θα έκανε. Τα λεγόμενά της έπεσαν σε αντιφάσεις με τις ενέργειές της.
Οι Clash ήταν η αρχή και το τέλος όλων. Κάποτε το μεγαλύτερο rock ‘n’ roll συγκρότημα ήταν οι Rolling Stones. Σήμερα είναι οι Clash. Κανένα άλλο σχόλιο. Αυτή η παραδοχή τα λέει όλα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όλοι έμειναν ευχαριστημένοι. Όσο απαιτητικός και να είναι κανείς, πιστεύω πως θα ευχαριστήθηκε απ’ ό,τι είδε και άκουσε.
Ακόμα και οι ταραχές θα μπορούσαν να εκλείψουν αν οι υπεύθυνοι άφηναν τον κόσμο να μπει μέσα, μετά από τους Telephone και αν οι Stranglers συμμετείχαν τη δεύτερη μέρα στη θέση των Talk Talk. Είναι απόλυτα λογικό ένας οπαδός των σκληροπυρηνικών Stranglers, να γιουχάρει τους εμπορικούς Culture Club. Φιλοσοφία χρειάζεται. Θα μπορούσαν αυτοί που δεν ενδιαφερόντουσαν να είχαν φύγει (το καλύτερο που θα έκαναν). Όταν όμως ένας έχει πληρώσει 2.000 για εισιτήριο, δύσκολα φεύγει. Το έχω ξαναγράψει πως μας λείπει η ωριμότητα. Κανένας δεν γνωρίζει πώς να συμπεριφερθεί σε τέτοιες εκδηλώσεις.
Νίκος Κοντογούρης
1η μέρα: Telephone, Stranglers, Depeche Mode, Culture Club
Στα πλαίσια των εορτασμών της Αθήνα ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης – γαρνιρισμένο με μπόλικο τζατζίκι και φολκλόρ μπαλέτα – διοργανώθηκε από τη γαλλική Nouvelles Frontieres το φεστιβάλ αυτό, μοναδικό γεγονός στα χρονικά της χώρας μας και ένα από τα πιο σημαντικά φεστιβάλ ξένης μουσικής σε όλη την Ευρώπη.
Ανεξάρτητα από σκοπούς ή προθέσεις, επιλογές ή φήμες, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μέσα σε δύο ημέρες οκτώ γνωστά και ενίοτε σημαντικά ονόματα από το χώρο της ροκ και ποπ μουσικής. Ένα φεστιβάλ-μαμούθ, ένας μαραθώνιος 7 ωρών κάθε ημέρα με ζέστη, καυτό ήλιο, σκόνη, δίψα, κούραση και πότε απογοήτευση και πότε έκσταση.
Η αντίστιξη των ονομάτων τελικά δεν λειτούργησε σε βάρος του φεστιβάλ, αντίθετα ξεκούρασε με τον πλουραλισμό του. Μια αντίστιξη που μεταφέρεται στον κόσμο που κατακλύζει το στάδιο όχι τόσο για τα συγκροτήματα που παίζουν όσο γι′ αυτό το γεγονός. Ένα παραμύθι γινόταν πραγματικότητα, οι ήρωες του καθενός θα παρουσιάζονταν σε λίγο μπροστά, επιτέλους θα ήταν μια υλική υπόσταση, ένα ενυπάρχον ον, και όχι αφηρημένες φωτογραφίες και τυπωμένες κουβέντες.
Την πρώτη μέρα – πιο ποπ και ήπια, όσον αφορά το μουσικό τομέα, γιατί έξω απ’ αυτόν, οι “ροκάδες” πάλι έδρασαν – εμφανίζονταν οι γάλλοι Telephone, οι γνωστοί Stranglers, οι ηλεκτρο-πόπ Depeche Mode και οι σούπερ-σταρ Culture Club (στη μοναδική τους εμφάνιση για φέτος στην Ευρώπη). Αυτή τη μέρα θα καλύψουμε εμείς και κρίμα γιατί τη δεύτερη μέρα η εξοντωτική επίθεση των πολεμιστών – γιγάντων Clash και των παθιασμένων Cure μας άφησε άναυδους και ιδρωμένους.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το οδοιπορικό μας: Η τεράστια σκηνή έπιανε όλο το πλάτος του στίβου μπροστά την είσοδο μαζί με τον ηχητικό εξοπλισμό της. Πάνω απ’ αυτήν η οθόνη που πρόβαλλε τα δρώμενα στη σκηνή (με εξαίρεση τους Clash) διαφημίσεις και video-clips.
Ο κόσμος την πρώτη μέρα ήταν λιγότερος από ό,τι αναμενόταν για να γίνει περισσότερος αργότερα με την είσοδο των τσαμπατζήδων που έδωσαν μάχη σώμα με σώμα με την αστυνομία για να μπουν (λυπηρά τα γεγονότα που διεξήχθησαν έξω από το στάδιο. Αίμα, φωτιές, ξυλοδαρμοί, πυροβολισμοί, τραυματισμοί ήταν τα αποτελέσματα. Αιτίες: το φαινομενικά ακριβό εισιτήριο, η στάση του “είμαστε ροκάδες”, η αδιαλλαξία των οργανωτών, ο ζήλος των αστυνομικών. Και πάλι ο κίτρινος Τύπος έδρασε την άλλη μέρα με επικεφαλής εφημερίδες όπως το “Έθνος” που ξαφνικά το είδαν τηρητές της παραδόσεως και του πολιτισμού μας. Πάντως γεγονός είναι ότι τέτοια επεισόδια βλάπτουν μόνο, και μόνο το ροκ).
Ο κόσμος φάνηκε να αδημονεί για την έναρξη του φεστιβάλ και ίσως αυτός ήταν ο λόγος για τη θερμή υποδοχή των Telephone στις 6.07 ακριβώς. Η ώρα μηδέν είχε φτάσει. Οι Telephone, με το φως της μέρας, βγήκαν με αέρα πάνω στη σκηνή. Τετραμελές σύνολο (κιθάρες, μπάσο, ντραμς) που είναι το μεγάλο όνομα του ροκ στη Γαλλία.
Τι μας παρουσίασαν οι Telephone; Ένα στυλιζαρισμένο ροκ με έμφαση στις κιθάρες όπου τείναν στον σκληρό ήχο του hard rock. Σκηνική παρουσία και αυτή προσκολλημένη στα κολπάκια ενός ροκ συγκροτήματος (με προεξέχοντα τον ντράμερ που ουκ ολίγες φορές πέταξε στον αέρα τις μπαγκέτες του).
Σκληρός ήχος, δεμένος και συμπαγής, όμως αρτηριοσκληρωτικός και ξεπερασμένος. Όπως προανέφερα ο κόσμος φέρθηκε στους Telephone με ευγενική αδιαφορία, χαιρετίζοντας την έναρξη του φεστιβάλ. Οι Telephone, κρυψοίωνες του hard rock έπαιξαν γύρω στα 10-12 τραγούδια τους γύρω στα 50′ και τελείωσαν στις 6.55. Μετά από ένα διάλειμμα 1 ώρας περίπου έφτασε η στιγμή να εμφανιστούν οι Stranglers που ο κόσμος ανάμενε με ενθουσιασμό. Στις 7.50 η σκηνή σκεπάστηκε από ένα άσπρο κάλυμμα και ένας-ένας ξεπρόβαλλαν οι άνθρωποι στα μαύρα. Μαζί τους και μια ομάδα πνευστών (σαξόφωνα, τρομπέτες). Επευφημίες και ξεκινούν με το “Nice ‘N’ Sleary” σε διασκευή με προσθήκη των πνευστών.
Διαπίστωση πρώτη ότι ο ήχος είναι άσχημος. Πολύ άσχημος, το όργανο χαμένο, η φωνή επίσης. Διαπίστωση δεύτερη, οι Stranglers παίζουν παλιά τους τραγούδια (“Hanging Around”, “Bitehing”, “I Feel Like A Wog”), τελείως αλλοιωμένα, και όλα τους τα σινγκλς – επιτυχίες της δεύτερης περιόδου (“Golden Brown”, “Stronge Little Girl”, “European Female”, “Midnight Summer Dream”, “Skin Deep”, “No Mercy”) που όμως είναι αγνώριστα από τον κακό ήχο. Διαπίστωση Τρίτη, οι Stranglers live είναι απαθείς, ελάχιστα κινητικοί, όμως το ίδιο ισχύει και για τη μουσική τους που φαίνεται να λειτουργεί μόνο στο στούντιο. Ο κόσμος φάνηκε να αποδέχεται με ενθουσιασμό τους Stranglers δείχνοντας ότι ζει με μύθους και παραστάσεις (π.χ. το “Hanging Around” έμοιαζε με τριμμένο χυλό, όμως ο κόσμος το ρούφηξε με περίσσεια ευχαρίστηση).
Παράλληλα έξω αρχίζουν να τα επεισόδια, γενικά το κλίμα βοηθά τους Stranglers που κάνουν και encore και αποχωρούν μέσα σε χειροκροτήματα. Θα διαφωνήσω και θα πω ότι οι Stranglers ήταν απογοήτευση, όσο για το live ήταν κλινικά νεκροί.
Απογοητευμένοι μέχρι στιγμής, βλέπαμε ότι η πρώτη μέρα θα ήταν φιάσκο. Ώσπου εμφανίστηκαν οι Depeche Mode, το αουτσάιντερ της βραδιάς, για να μας διασκεδάσουν, να μας δικαιώσουν και να δικαιωθούν.
Έχω γράψει αρκετές φορές ότι οι Depeche Mode μου αρέσουν. Και αυτοί το απέδειξαν πάνω στη σκηνή με τον άψογο ήχο τους, τα φωτιστικά τους, την κινητικότητα του νεαρού τραγουδιστή και τον μετα-βιομηχανικό ρομαντικό ποπ ήχο των σύνθι τους.
Ίσως υπερεκτιμώ την εμφάνιση των Depeche Mode και αυτό γιατί τα προηγούμενα ονόματα απέτυχαν. Γνήσιο νεανικό γκρουπ, με ευπρόσωπο ήχο, απέδειξαν την ανοδική πορεία τους. Μουσική για teenagers με σκέψη. Ο τραγουδιστής με προσποιητή σεξουαλικότητα τραγουδούσε τις ιλλουστρασιόν μικρές βινιέτες τους. Ο ήχος ρυθμικός και άκαμπτος κούνησε το σώμα μας. Και αυτοί έπαιξαν τις επιτυχίες τους “Shake The Disease”, “Blasphemous Rumors”, “Master & Servant”, “Everything Counts” κλπ. Για encore δυο παλιές συνθέσεις το “Photographic” (η καλύτερη σύνθεσή τους) και “Just Can’t Get Enough”. Οι Depeche Mode με τη φουτουριστική εμφάνισή τους αναδείχθηκαν το πρώτο όνομα της πρώτης ημέρας, αλλά πολύ πίσω από τις εμφανίσεις των Cure ή Clash τη δεύτερη μέρα.
Για τέλος, η ατραξιόν της βραδιάς, η αναμενόμενη εμφάνιση του εκκεντρικού Boy George και των Culture Club. Πολλοί εχθροί και πολλοί φίλοι, κανείς δεν έφευγε, όλοι έμεναν για να ακούσουν, να χλευάσουν, να αποθεώσουν το σούπερ-σταρ αρλεκίνο Boy George.
Η υποδοχή του Boy George γύρω στις 12.00 ώρα κάθε άλλο παρά θερμή ήταν. Κέρματα, μπουκάλια, με νερό εκσφενδονίστηκαν, βρισιές ανταλλάχτηκαν και μάλιστα αρκετά αισχρές.
Θέλουμε να κάνουμε εδώ μερικές διευκρινήσεις. Δεν συμπαθούμε ούτε εμείς τον Boy George, αυτόν τον έξυπνο παλιάτσο με το κιμονό και τα κομμένα ξεχαρβαλωμένα μαλλιά. Όμως από την άλλη αμφισβητούμε το κίνητρο αυτών που έριξαν όλα αυτά τα αντικείμενα. Γιατί κύρια αιτία ήταν ότι ο Boy George ήταν “κουνιστός”, “αδελφή” και έτσι παρουσιαζόταν πάνω στη σκηνή. Αυτό είναι ρατσισμός, φασισμός. Λυπάμαι πολύ για το ροκ κοινό, που έβγαλε τα σεξουαλικά του απωθημένα? φυσικά σε τίποτα δεν έφταιγαν οι μουσικοί του. Και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο γεγονός, ότι το συγκρότημά του πίσω ήταν καταπληκτικό. Μαζί του και δύο μαύροι τραγουδιστές (άντρας, γυναίκα), υψηλής κλάσεως και μία ομάδα πνευστών. Παίξανε νέα τραγούδια που τείνουν προς τη σόουλ και παλιές τους επιτυχίες με αποκορύφωμα τα “Karma Chameleon” και “Do You Really Want To Heart Me”. Αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι Culture Club διαθέτουν ένα αξιόλογο υλικό.
Η εμφάνιση των Culture Club επισκιάστηκε από τα γεγονότα μεταξύ κόσμου και Boy George – που σαν επαγγελματίας showman δεν εκνευρίστηκε, αλλά γέλαγε και περίπαιζε το κοινό – έτσι η μουσική ήρθε σε δεύτερη μοίρα. Πάντως το γεγονός είναι ότι ο Boy George είναι έξυπνος μπάσταρδος. Έτσι τελείωσε η πρώτη μέρα και κουρασμένοι, αρκετά απογοητευμένοι πήραμε το δρόμο του γυρισμού, ευελπιστώντας ότι η δεύτερη μέρα θα μας ξεπληρώσει τα σημερινά. Και μας ξεπλήρωσε με το παραπάνω.
Νίκος Μποζινάκης
Δεύτερη μέρα: Talk Talk, The Cure, Nina Hagen, The Clash
Δε θα σας κουράσω με λεπτομέρειες και ρητορείες στις οποίες επιδόθηκαν κατά κόρον οι διοργανωτές (“το μεγαλύτερο φεστιβάλ στην Ευρώπη”, “12 ώρες μουσική”, και παρόμοιες απόπειρες εντυπωσιασμού), αλλά νομίζω ότι δυο λόγια για την οργάνωση δε θα βλάψουν. Τα πράγματα πήγαν σχετικά καλά στον τομέα των εγκαταστάσεων, σκηνικών κλπ., όπως και στον ήχο και θέαμα. Εκεί που οι Γάλλοι που δεν πήγαν καλά, ήταν μέσα στο Στάδιο, το οποίο εξυπηρετήθηκε με μία (1) τουαλέτα, 5-6 βρύσες και ένα μπαρ που πουλούσε υπερτιμημένα ζεστά αναψυκτικά. Είναι δυνατόν να μην σκέφτηκε κανείς ότι υπάρχουν και κινούμενες τουαλέτες, και δυνατότητα για νερό; Και όμως είναι. Αλλά ας αφήσουμε τις μεμψιμοιρίες κι ας προχωρήσουμε παρακάτω, στη μουσική. (Και μην ξεχνάτε ότι όταν μιλάω για τις ελλείψεις αυτές, δεν τις βλέπω αφ’ υψηλού, κάθε άλλο μάλιστα. Τουλάχιστον στα συγκροτήματα που μ’ ενδιέφεραν, ήμουν εκεί, στις πρώτες σειρές, και ό,τι υποφέρατε εσείς υπέφερα κι εγώ. Αν λοιπόν ψάχνατε να με βρείτε στο “Press”, χάσατε).
Πρώτο συγκρότημα, λοιπόν, με 45 λεπτά καθυστέρηση, οι Talk Talk. Οι οποίοι άρχισα πολύ δυναμικά με το κομμάτι “Talk Talk”, αλλά στη συνέχεια οι δεδομένοι περιορισμοί της μουσικής τους έγιναν παραπάνω από φανεροί. Μ’ αυτό δεν εννοώ ότι ήταν κακοί ή έστω μέτριοι από πλευράς τεχνικής, κάθε άλλο. Και σαν άτομα, αλλά και σαν σύνολο, οι Talk Talk είναι πολύ καταρτισμένοι, και συχνά οι περίπλοκες ενορχηστρώσεις τους έκαναν μεγάλη εντύπωση. Ακόμα ο τραγουδιστής Mark Hollis (που στο βίντεο έμοιαζε με τον Tom Petty!) διαθέτει μια εξαιρετική (σε χρώμα) φωνή. Αλλά η σχετικά εύκολη άχρωμη ποπ που διάλεξαν να παίξουν δεν τους αφήνει πολλά περιθώρια για να έχουν οποιεσδήποτε αξιώσεις, και μια που δεν είναι φωτογενείς αλά Duran Duran, μάλλον δεν έχουν προοπτικές. Είναι τυχαίο ότι δεν έπαιξαν ούτε ένα καινούργιο κομμάτι; Κάτι τέτοιο συνήθως δηλώνει συγκρότημα που δεν έχει μέλλον. Παρόλα αυτό, ζέσταναν αρκετά τον κόσμο (λες και ο κόσμος το είχε ανάγκη!) και τους ζητήθηκε και ένα encore, το “It’s My Life”.
Μετά τους Talk Talk, και πάλι με αρκετή καθυστέρηση, (βγήκαν στις 8.40) έφτασε η ώρα των Cure. Φανερά, ένα μεγάλο μέρος του κοινού είχε έρθει αποκλειστικά γι′ αυτούς, κι έτσι η πίεση μπροστά έγινε αφόρητη καθώς μια κλασική εισαγωγή έδωσε τη θέση της στο “The Baby Screams” και η πίστα μεταβλήθηκε σε μια παλλόμενη μάζα από μαυροντυμένα κορμιά. Οι Cure είχαν πολύ σωστό ήχο, και εντυπωσιακό φωτισμό, ενώ η κατάχρηση του ξηρού πάγου έφερνε στο μυαλό αναμνήσεις των Yes (!). Αλλά, ξέρετε κάτι; Πήγα στους Cure εντελώς αρνητικά προκατειλημμένος, μια που δεν μπορώ να πω ότι τρέφω μεγάλη συμπάθεια για τη φωνή του Robert Smith, την οποία βρίσκω μονότονη και αντιπαθητική. (Αν και άλμπουμ σαν το “Three Imaginary Boys” συχνά βρίσκουν το δρόμο τους για το πικάπ μου). Δεν μπόρεσα όμως να μην παρασυρθώ από κομμάτια όπως το “Primary” ή το “The Walk”, παιγμένα με δύναμη, τεχνική, feeling και πάθος, και συνέλαβα τον εαυτό μου να χειροκροτεί και να κραυγάζει ξέφρενα. Το highlight της συναυλίας για μένα ήταν το “100 Years” και το χαοτικό, αληθινά ψυχεδελικό φινάλε, όπου οι Cure έπαιζαν σαν δαιμονισμένοι, σε ένα διαρκώς αυξανόμενο κρεσέντο. Ώρα για encore, “Three Imaginary Boys” και σαν γκραν φινάλε, το “Killing An Arab”. Σίγουρα ένα από τα καλύτερα κομμάτια των Cure, στο ζωντανό περιβάλλον απέκτησε μια νέα ταυτότητα, έγινε πιο επείγον, πιο απελπισμένο, πιο απειλητικό απ’ ότι στο βινύλιο. Κι όταν έσβησαν τα φώτα (στο “The Walk”) το γκρουπ δεν σταμάτησε καθόλου, παρά μόνο στο τέλος του κομματιού ο Smith παρατήρησε: “Αυτό που συνέβη είναι Θεία Δίκη, γιατί χτες σκότωσα κάποιον. (Παύση). Είμαστε στην πόλη των θεών, βλέπετε”. Ποιος θα το περίμενε ποτέ ότι οι Cure θα ήταν μια από τις καλύτερες παρουσίες του διημέρου, δίνοντας ένα καταπληκτικό από κάθε άποψη σόου; Πάντως όχι εγώ.
Και ποιος θα το περίμενε ότι η Nina Hagen θα… Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Πριν τη Νίνα, εμφανίστηκαν οι 4 μουσικοί της, υποκλίθηκαν και άρχισαν να παίζουν, και έπειτα εμφανίστηκε η ίδια, αρχίζοντας τα σόου με μια απίστευτη επίδειξη φωνητικών ικανοτήτων. Πίσω της, ένας ιπτάμενος δίσκος (!) που ανεβοκατέβαινε εν μέσω διαστημικών εφέ (!) από το synth, δίνοντας χρόνο στη Hagen ν’ αλλάξει. Για να μιλήσω ξεκάθαρα: οι μουσικοί ήταν εκπληκτικοί. Ο Άγγλος κιθαρίστας, γρήγορος, επιδέξιος (και βαβουριάρης!), ο Τζαμαϊκανός μπασίστας που κάλυψε ένα τεράστιο φάσμα από ρέγγε μέχρι funk (και γιατί όχι πανκ!), όλοι ήταν άψογοι. Δε συζητάμε βέβαια για τα φωνητικά της ίδιας της Hagen, η οποία ανεβοκατεβαίνει σκάλες με την ίδια ευκολία που εμείς ανεβοκατεβαίνουμε ασανσέρ. (Το ξέρω ότι ήταν κρύο το αστείο, αλλά τι περιμένατε Αύγουστο μήνα Η γκάμα της φωνής της είναι κάτι το πραγματικά ασύλληπτο, και όσοι ήταν εκεί το ξέρουν. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: η Hagen άλλαξε κάπου δέκα κουστούμια, το ένα γελοιότερο από το άλλο, προς μεγάλη χαρά του φιλοθεάμονος και λίαν μουσικόφιλου κοινού, το οποίο εκδήλωσε το ενδιαφέρον του αλαλάζοντας “βγάλ΄ τα όλα”. Συμπαθητικά τετράποδα… Αλλά η μουσική αδέλφια μου, αυτή η μουσική… Ένα συνοθύλευμα από ροκ (“Ekstasy Drive”), ντίσκο (“New York”), ρέγγε (“African Reggae”), πανκ (“My Way”), καμπαρέ (“Beat It” μαζί με “Carmen”, για τ’ όνομα του Θεού!) ένα δίωρο πλήρους ακουστικού kitsh. Κι εκείνοι οι στίχοι… Αφελής πολιτική φιλοσοφία, , ερσάτζ μυστικισμός, UFOλογία, σεξουαλικά υπονοούμενα, τέλος πάντων αυτή η γυναίκα ή είναι ανόητη ή μας δουλεύει όλους. Τείνω να πιστέψω το τελευταίο. Κι αυτό γιατί η εμφάνιση της Nina Hagen ήταν τόσο κακόγουστη (μουσικά όσο και οπτικά – τι παρίστανε εκείνος ο ιπτάμενος δίσκος; Γιατί ο μπασίστας φορούσε ινδιάνικα φτερά; Γιατί μου θύμιζαν συνεχώς τους Village People και τόσο κακή, που καταντούσε υπέροχη. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Όπως σχολίασε και μέλος του ακροατηρίου, ήταν “αηδιαστικά καλή” (sic). Προσωπικά, όσο πιο κακόγουστη γινόταν η μουσική, οι στίχοι, τα raps και η εμφάνιση της Hagen (όπως στο “Russian Reggae”), τόσο περισσότερο το ευχαριστιόμουν. Αλλά τι να περιμένει κανείς από έναν διεστραμμένο που ακούει Slayer; Και τι έπαιξαν για encore; Το “Ballroom Blitz” των Sweet! Πώς να μην αγαπάς τη Nina Hagen; Μια τελευταία σημείωση για ένα ευγενικό μέρος του κοινού: η Ομόνοια είναι γεμάτη από κινηματογράφους όπου “τα βγάζουν όλα”. Γιατί δεν πηγαίνατε εκεί να ευχαριστηθείτε και ν’ αφήσετε και μας ήσυχους;
Μέσα στο 1985 είχα την τύχη να δω αρκετά συγκροτήματα. Δύο από αυτά ήταν μια αληθινή εμπειρία, συναυλίες που δεν μπορούν εύκολα να περιγραφούν, γιατί αποτελούν σταθμό στη ζωή σου. Το ένα από αυτά τα δύο γκρουπ ήταν οι Deep Purple στο Knebworth. Το δεύτερο ήταν οι Clash τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ της Αθήνας. Ήταν η πρώτη φορά που θα έβλεπα τους Clash με την καινούρια τους σύνθεση (αυτό το είπα για να σας μπερδέψω. Ούτε με την παλιά σύνθεση τους είχα δει ποτέ), και φυσικά δεν ήξερα τι να περιμένω. Σίγουρα οι Clash θα είχαν καταντήσει ένα φάντασμα, σκιά του παλιού τους εαυτού, ικανοποιημένοι με το αναμασάνε τις επιτυχίες τους; ΤΡΙΧΕΣ! Η είσοδος τους στη σκηνή ισοδυναμούσε με πυρηνική έκρηξη, κι από την πρώτη στιγμή δεν υπήρξε πισωγύρισμα για τους Clash. Ο Joe Strummer τραγουδούσε για τον εαυτό του, τραγουδούσε όχι επειδή ήθελε, όχι επειδή αυτή είναι η δουλειά του, όχι για τα λεφτά, αλλά επειδή δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Το πνεύμα του πραγματικού ρόκερ, ξέρετε, είναι αυτό ακριβώς: να παίζεις ροκ εν ρολ επειδή δεν μπορείς να το κρατήσεις μέσα σου, και η ενέργεια που έβγαινε από το σώμα του Strummer ήταν αρκετή για να αγγίξει, να γεμίσει όλο το στάδιο, κι ακόμα παραπέρα. Τα τρία νέα μέλη των Clash είναι μικρά παιδιά, και αναμφίβολά πριν τόσα χρόνια θα βρίσκονταν στην πρώτη σειρά του 100 Club, ονειρευόμενοι να πιάσουν τις κιθάρες και να γίνουν σαν τους Clash, παρόλα αυτά όμως έχουν ενσωματωθεί τέλεια μέσα στο σύνολο, ποτισμένοι από το πνεύμα που κάνει τους Clash να είναι οι Clash. Ο Paul Simonon βγήκε μπροστά για να τραγουδήσει το “What’s My Name”, και αν υπάρχει κάποιος που να ενσαρκώνει τον αρχέτυπο ρόκερ, αυτός είναι ο Simonon. Η εμφάνιση, η κίνηση, το βλέμμα του ντεσπεράντο στα μάτια του, ο Simonon παίζει το ρόλο του τέλεια, με μια διαφορά: ο Paul Simonon είναι ΑΥΤΟΣ ο ρόλος. Keith Richards, γύρνα στο τάφο σου! Και τι νομίζετε ότι έπαιξαν; Μια επιλογή από τα πιο ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ τους τραγούδια, όλα παιγμένα με νεύρο, πάθος, ένταση που κανείς άλλος δεν πλησίασε στις 2 μέρες του φεστιβάλ. Θέλετε highlights; Ήταν όλοι εκεί: Tommy Gun, London Calling, Straight To Hell, Know Your Rights, Janie Jones, White Man… διάβολε, η ταχύτητα και ο δυναμισμός των Clash δεν έπεσε ούτε στιγμή κάτω από το μάξιμουμ! Μόνο αν δει κανείς τους Clash ζωντανούς μπορεί να καταλάβει τη σημασία αυτού του γκρουπ, τι τεράστιο ρόλο έχουν παίξει αυτά τα τελευταία 9 χρόνια, πόσο ζωτικοί είναι ακόμα και σήμερα. Τι σημασία έχει αν έχουν να βγάλουν δίσκο από το 1982, όταν οι Clash παραμένουν ένα από τα μεγαλύτερα γκρουπς όλων των εποχών.
Το σετ των Clash ήταν γεμάτο από σπουδαία τραγούδια, έπαιξαν κάπου εφτά ακόμα στα encores, και ο κόσμος ήθελε κι άλλο, ακόμα. Το White Riot ακούστηκε σαν να είχε γραφτεί χτες, ίσως επειδή και αυτό και όλα τα άλλα τους τραγούδια (λαμπρά παραδείγματα: Police On My Back, Spanish Bombs) είναι σήμερα πιο επίκαιρα από κάθε άλλη φορά. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το σημείο που πρέπει να έχουν υπόψη τους όσοι σήμερα απορρίπτουν τους Clash σαν ξεπερασμένους: οι Clash σήμερα, το 1985, σημαίνουν πολλά πράγματα, έχουν πολλά να πουν, τους χρειαζόμαστε. Δεν είναι οι Clash του 1977 (Mick Jones; ποιος είν’ αυτός, αλλά αυτό τελικά δε σημαίνει τίποτα.
Είναι πολύ καλό να ξέρεις ότι σ’ αυτή την εκφυλισμένη εποχή που ζούμε, κάπου υπάρχει ο γερο-Strummer, απελπισμένος και οργισμένος, μαζί με την παρέα του και ΝΟΙΑΖΟΝΤΑΙ για μερικά πράγματα που έχουν τόση σημασία. Χριστέ μου, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο όμορφο είν’ αυτό…
Tracklist:
1. Intro (Master and Servant)
2. Something To Do
3. If You Want
4. People Are People
5. Leave In Silence
6. Shake The Disease (το highlight της υπόθεσης καθώς ήταν μόλις η τρίτη φορά που το παίζαν live)
7. Blasphemous Rumours
8. Told You So
9. Master and Servant
10. Everything Counts (η εκτέλεση ήταν σε πιο low tempo και έχει πολύ πλάκα)
Encore:
11. Photographic
12. Just Can’t Get Enough
Στάθης Ν. Παναγιωτόπουλος
Σχολιάστε