Τον γνωρίσαμε στη χώρα μας, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη, από την ταινία «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας και πάλι Άνοιξη». Ο Κιμ Κι Ντούκ όμως δραστηριοποιείται στο χώρο του κινηματογράφου από το 1991 και αποτελεί έναν από τους πλέον παραγωγικούς σκηνοθέτες και δημιουργούς του σύγχρονου κινηματογράφου. Με την ταινία Ολομόναχοι Μαζί, ο δημιουργός επιστρέφει στον περί «μοντέρνας κοινωνίας» προβληματισμό. Είχε επιχειρήσει το ίδιο με το ντοκιμαντερίστικης υφής Ugly Guy, προκαλώντας τη μήνη των τοπικών αρχών, ωστόσο στην περίπτωση που εξετάζουμε το ύφος παραμένει πιστό στον εικαστικό χαρακτήρα-σήμα κατατεθέν πλέον του Κι Ντούκ. Εδώ, η κάμερα «τριγυρίζει» στις γειτονιές και τα προάστια της Σεούλ. Αρωγός της προσπάθειας ένας νεαρός επιβάτης μοτοσυκλέτας, του οποίου «δουλειά» είναι να εντοπίζει άδεια διαμερίσματα και να εισβάλει σε αυτά όχι με σκοπό την κλοπή και την καταστροφή, αλλά την ολιγοήμερη ασφαλή διαμονή. Τα διαμερίσματα είναι χαρακτηριστικά και μας φανερώνουν την κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης, αλλά κατά μία έννοια και ολόκληρου του μοντέρνου κόσμου. Οι μικροαστοί, οι νεόπλουτοι, οι αστοί, οι πλούσιοι, οι φτωχοί αλλά και αυτοί που επιμένουν σε πιο παλιές αξίες.
Αρχικά, ο θεατής παραξενεύεται από τις συνήθειες του νεαρού μπουκαδόρου να τραβάει φωτογραφίες εντός των σπιτιών και να επιδιορθώνει χαλασμένες συσκευές και παιχνίδια των διαμερισμάτων που επισκέπτεται. Μέχρι που στην πλούσια βίλα συναντά και μια κακοποιημένη από τον σύζυγο της πανέμορφη κυρία, πρώην μοντέλο. Τελικά την «απαγάγει» αφού δώσει ένα μικρό μάθημα στον σύζυγο (χαρακτηριστική η σκηνή με το mini golf, τα μπαστούνια και τα μπαλάκια του οποίου θα διατρέξουν το φιλμικό δρώμενο στο σύνολό του. Από το γκολφ είναι εμπνευσμένος ο αγγλικός τίτλος). Μαζί συνεχίζουν τις …επισκέψεις τους, στο τέλος όμως δεν θα αποφύγουν μια σειρά περιστατικών. Εξ’αιτίας του παιχνιδιού του νεαρού με το μπαστούνι του γκόλφ και το δεμένο μπαλάκι, το δεύτερο «λύνεται» και σκοτώνει την επιβάτη διερχόμενου αυτοκινήτου. Επιστρέφουν στο σπίτι των νεόπλουτων όπου ο διάσημος μποξέρ ο ιδιοκτήτης του, αναπτύσσει τις τεχνικές του στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή. Η πορεία όμως συνεχίζεται, μέχρι που στο πιο φτωχό σπίτι, σε μια σχεδόν ερειπωμένη πολυκατοικία, ανακαλύπτουν το πτώμα ενός ηλικιωμένου, το οποίο και θάβουν με βάση το βουδιστικό τελετουργικό. Τους ανακαλύπτουν όμως οι συγγενείς του, οπότε και ο νεαρός συλλαμβάνεται από την αστυνομία και η σύζυγος επιστρέφει σπίτι της.
Από εκεί ξεκινάει το δεύτερο μέρος της ταινίας. Η σύζυγος, «απελευθερωμένη» από τον «απαγωγέα» της, βυθίζεται όλο και βαθύτερα στη «φυλακή» της πολυτελούς μονοκατοικίας, ερχόμενη αντιμέτωπη με τον σύζυγο που προσπαθεί να την κερδίσει με δώρα αλλά και απειλές. Από την άλλη, ο «εγκληματίας», εγκλωβισμένος στο κελί του και δεχόμενος τις ταχτικές περιποιήσεις των ανθρωποφυλάκων, ξεκινάει τη δική του διαδικασία απελευθέρωσης! Καταφέρνει σταδιακά να γίνει «αόρατος», αναπτύσσοντας τεχνικές παρμένες από τις πολεμικές τέχνες (σημ. νομίζω ότι είναι tae-chi, αλλά δεν έχει και σημασία). Έτσι, δραπετεύει από τη φυλακή, δίνει ένα μάθημα στον διεφθαρμένο αστυνομικό που πιο πρίν τον είχε «παραδώσει» στον σύζυγο έναντι αμοιβής και όντας «αόρατος» επισκέπτεται το παραδοσιακό σπίτι με τους καλοκάγαθους, ευγενικούς ενοίκους. Την ίδια επίσκεψη θα πραγματοποιήσει και η κοπέλα λίγο αργότερα και τελικά οι δύο τους θα βρεθούν στο σπίτι της. Εκεί αποφασίζουν να συμβιώσουν, παρά την παρουσία του συζύγου, ο οποίος φαινομενικά απολαμβάνει τον αναγεννημένο έρωτα τής μέχρι πρότινος αμίλητης συζύγου. Αυτή όμως «βλέπει» τον νεαρό φίλο της, οπότε και διαμορφώνεται μια νέα ισορροπία.
Είναι φανερό ότι η ταινία γρήγορα ξεφεύγει από τον ρεαλισμό. Πολλοί παραμένουν στο ερώτημα «γιατί οι πρωταγωνιστές είναι αμίλητοι» κτλ. Αν όμως αντιμετωπίσουμε με αυτόν τον τρόπο τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών, τότε έχουμε χάσει όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο. Το σενάριο βρίθει βουδιστικών και ταοϊστικών συμβολισμών, βάση των οποίων ο σκηνοθέτης πραγματοποιεί τόσο το βλέμμα του εντός των διαμερισμάτων-κοινωνικών τάξεων όσο και την διαδικασία επανένωσης του ζευγαριού. Ιδιαίτερα «παίζει» πολύ με τη διαδικασία «ανοίγματος της καρδιάς», όπως ονομάζεται στις πολεμικές τέχνες, η διαδικασία που βοηθάει τον ασκούμενο στην αποβολή του μίσους, της ζήλιας και του εγωισμού. Κατά μία έννοια, το παιγνίδι στο πρώτο μέρος με το μπαστούνι του γκόλφ και το δεμένο μπαλάκι, φανερώνει την «κλειστή καρδιά» του πρωταγωνιστή. Παρότι έχει αποκτήσει ως παρτενέρ την πανέμορφη σύζυγο, δεν θέλει να αναπτύξει κάποια περαιτέρω σχέση. Στον αντίποδα, εντός του κελιού, στην παλάμη του φυλακισμένου βλέπουμε ζωγραφισμένο ένα μάτι, ενδεικτικό των ανεπτυγμένων πλέον αισθήσεων, που θα τον βοηθήσουν στην απόδραση και θα τον μεταφέρουν στον κόσμο του «μη ορατού», στην εξάλειψη του «εγώ» και το πέρασμα στην «χωρίς-εγώ-κατάσταση», όπως αναφέρεται στα βουδιστικά κείμενα. Η πορεία από τη φυλακή εώς τη βίλα δεν απαιτεί πλέον την πανάκριβη μοτοσυκλέτα (το «εγώ») που βλέπουμε στο πρώτο μέρος, επιτρέποντας έτσι και την κάμερα να αναπτύξει τον δικό της φιλμικό χρόνο, έναντι του απόλυτου, γραμμικού χρόνου στον οποίο υπαγόμαστε ως έμβια όντα.
Η τελική σκηνή του έργου είναι και η πλέον ενδεικτή: το ζευγάρι είναι αγκαλιασμένο επάνω στη ζυγαριά, η οποία όμως δείχνει μηδενικό βάρος! Η ένωση δηλαδή των δύο πρωταγωνιστών (η επίτευξη της ισορροπίας παραπέμπει στην αρμονία του γνωστού Yin-Yang συμβόλου) έχει ήδη πραγματοποιηθεί σε επίπεδο ψυχής και καρδιάς, τοποθετώντας τη σχέση στο ανώτατο νοητικό επίπεδο, στο επίπεδο δηλαδή του «μη ορατού». Ουσιαστικά, ο Κι Ντούκ, που δηλώνει απογοητευμένος από την μοντέρνα κορεατική κοινωνία, προτείνει στους συμπολίτες του (αλλά και σε όλον τον κόσμο) να δούνε κάποια θέματα «προς τα πίσω», προκειμένου συνεχίσουνε την ξέφρενη προς τα μπροστά πορεία, η οποία έχει διαλύσει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Πολύ ενδιαφέρουσες είναι κάποιες επιμέρους παρατηρήσεις που καταγράφονται. Για παράδειγμα στην μικροαστική οικογένεια, που επιστρέφει από διακοπές με τους γονείς να τσακώνονται, είναι πολύ φανερή η θρησκευτική προτίμηση (χριστιανισμός). Σε μια χώρα όπου υπάρχει πραγματική ανεξιθρησκία, χριστιανοί κάθε είδους πραγματοποιούν άγριο προσηλυτισμό στις μικροαστικές και εργατικές τάξεις. Παρότι και ο Κι-Ντούκ προέρχεται από Καθολική οικογένεια, μάλλον κάνει ένα μικρό σχόλιο πάνω στο θέμα, με τον πιτσιρικά που τραυματίζει τη μητέρα του… Η βιαιότητα και η διαφθορά στην αστυνομία, η εγκατάλειψη των γονιών, η τάξη των νεόπλουτων (χαρακτηριστική η ταύτισή τους με τον κτηνώδη μποξέρ που δεν ακούει μουσική, όπως δηλώνει το χαλασμένο στερεοφωνικό. Η μουσική θεωρείται στην Ασία ως μέσον ανάπτυξης της Αρμονίας) και πολλά άλλα επιμέρους στοιχεία, δημιουργούν τελικά ένα σύνολο σπάνιας αρτιότητας αλλά και εικαστικής ομορφιάς.
Ο Κιμ Κι-Ντούκ δεν αφήνει ούτε ένα καρέ να πάει χαμένο, προσφέροντας στο φιλοθεάμον κοινό ακόμα μια εξαιρετική ταινία, σε πείσμα των σκουπιδιών που προβάλλουν κατά συρροή τα multiplex και τα ιδιωτικά κανάλια. Δυστυχώς, κατόπιν επικοινωνίας μου με τη New Star, παραμένει άγνωστος ο χρόνος έκδοσης των έργων του κορεάτη δημιουργού σε DVD. Αυτή τη στιγμή κυκλοφορεί μόνο το «Άνοιξη, Καλοκαίρι…» (Προοπτική) και το ψυχολογικά βίαιο «Samarian Girl».
Δράμα
Σκηνοθέτης: Ki-duk Kim
Παίζουν: Seung-Yeon Lee, Hyun-Kyoom Lee (Hee Jae)
Σχολιάστε