Menu

Πρόσφατα  δύο μεγάλες εταιρίες τηλεπικοινωνίας, έβγαλαν στον αέρα τις τελευταίες τους καμπάνιες «εικόνας» (αλλιώς «εταιρικές»  καμπάνιες») πλαισιωμένες από δύο  πασίγνωστα τραγούδια. Η πρώτη, επένδυσε την καμπάνια της με το αριστούργημα των Ten Years After, I’d like to change the world και παρουσίασε έναν κόσμο ιδεατό όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, ιδίως αν είσαι νέος και χρησιμοποιείς –φυσικά- το προϊόν που προτείνει. Η δεύτερη και λιγότερο επιτυχημένη σε επίπεδο παρουσίασης, επένδυσε την επικοινωνία της με το πολύ αγαπημένο στους σημερινούς 40 something, The Whole of the Moon, των Waterboys. Το να κρίνουμε αυτές τις καμπάνιες σε επίπεδο επικοινωνίας δεν μας αφορά, όπως επίσης δεν μας αφορά και το αν τελικά λειτούργησαν ή όχι στο κοινό για το οποίο δημιουργήθηκαν. Ο λόγος που γράφεται αυτό το κείμενο είναι γιατί μας εντυπωσίασε η επιλογή των τραγουδιών. Η διαφήμιση, κατά καιρούς, χρησιμοποιεί τραγούδια από το παρόν ή από το άμεσο παρελθόν για να διακινήσει «πιο εύκολα», το μήνυμα που θέλει να περάσει το εκάστοτε προϊόν. Σύνηθες λοιπόν το φαινόμενο, θα σκεφτόταν κάποιος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, κάτι πιο ενδιαφέρον διαφαίνεται στις προθέσεις των προϊόντων και των διαφημιστών τους.  Και οι δύο επιλογές, πιστεύουμε πως έχουν κάτι κοινό, έστω και με διαφορετικό τρόπο. Παραπέμπουν σε μια εποχή αγνότητας και κοσμογονίας, που μάλλον λείπει στις μέρες μας. Οι Ten Years After «θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο», οι Waterboys αναζητούν τη συνειδητότητα και την αποκάλυψη του εαυτού μέσα από τη «θέα του φεγγαριού». Άσχετα θέματα με την απλή πώληση προϊόντων, θα πει κάποιος. Άσχετα; Όχι. Τα μηνύματα των συγκεκριμένων τραγουδιών είναι είτε προσωπικά, είτε κοινωνικά. Ο Alvin Lee, μιλάει για τον κόσμο γύρω του, οι Waterboys για τον κόσμο μέσα τους. Αυτό που μένει και από τα δύο τραγούδια στο μυαλό του ακροατή/θεατή, είναι η αίσθηση τους. Και η συγκεκριμένη αίσθηση είναι είτε λυτρωτική, είτε επαναστατική. Αυτή ακριβώς την αίσθηση, έρχονται να καπελώσουν οι εταιρίες «νοικιάζοντας» την για όσο διάστημα πληρώνουν τους εν λόγω καλλιτέχνες. Αυτή την αίσθηση θέλουν να πουλήσουν στους υποψήφιους αγοραστές τους. Γιατί όμως ανατρέχουν 20 και 40 χρόνια πίσω; Δεν παράγεται σύγχρονο υλικό αυτής της αίσθησης και ουσίας ή απλά κοστίζει λιγότερο μια παλιά επιτυχία από μια σύγχρονη; Αν αφήσουμε στην άκρη το οικονομικό ζήτημα που δεν μας αφορά και επικεντρωθούμε στο ζήτημα του ύφους των κομματιών νομίζω ότι θα φτάσουμε και στην ουσία του θέματος.

Οι κοινωνικές συνθήκες παράγουν τον πολιτισμό που χρειάζονται κάθε εποχή και ίσως οι σημερινές συνθήκες δεν μπορούν να παράγουν τον πολιτισμό που φέρουν αυτά τα δύο τραγούδια. Κι εδώ ίσως βρίσκεται η εξυπνάδα των διαφημιστών. Όταν είσαι (έστω και κατ’ επίφαση) αγγελιοφόρος ενός πολιτισμού που δεν υπάρχει γύρω σου, τότε ανατρέχεις στο παρελθόν για να βρεις την πηγή του συναισθήματος που κάποτε τον παρήγαγε και χρησιμοποιείς αυτή την πηγή ως δικό σου όχημα. Τελικά αυτό που λείπει, είναι το συναίσθημα. Εκείνο το αμιγές υλικό που ότι και να κάνεις δεν μπορείς να του αντισταθείς. Στέκεις εμβρόντητος μπροστά του και το θαυμάζεις. Σαν να είναι η πρώτη φορά που το συνάντησες κι ας έρχεται από το παρελθόν.

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.