Υπάρχω και Υπάρχεις.
Γεννήθηκα άνθρωπος. Γεννήθηκες σκύλος.
Είμαι αδέσποτος και είσαι άστεγος. Λάθος μάλλον, είμαι άστεγος άνθρωπος και είσαι αδέσποτος σκύλος. Όμως εν τέλει, ίσως στο περίπου, να είναι το ίδιο. Η ίδια έννοια.
Οι χαρτόκουτες κόβουν την υγρασία οπότε και το κρύο τις νύχτες. Αυτό το έδαφος εκφράζει μια πόλη που ιδρώνει, παγώνει, αλλοιώνει και αλλοιώνεται, απλώνει τη βρωμιά της, απλώνει το φως της, εξαϋλώνει, καυλώνει, προωθεί, οργώνει ένα ονειρικό χωράφι, μια ψυχή, μιαν ιδέα, αφισοκολλά, μουρμουρίζει, φοβάται, δεν τολμά ή τολμά δίχως σκέψη και τελικά αδιαφορεί. Η αρκείται. Αυτό το «αρκείται» με γονατίζει. Το προβληματισμένο βλέμμα των μερικών δευτερολέπτων. Η κάθετη ρυτίδα μέσα στα μάτια με τσακίζει. Το «αρκείται» μαζί με τη «ρυτίδα».
Έμαθα να μη βλέπω τα βλέμματα, σιγά – σιγά έπαψα να βλέπω και τα πρόσωπα. Πάνε μερικοί μήνες που δε βλέπω ούτε τα σώματα τους. Δε βλέπω πια τους ανθρώπους. Είμαι αδέσποτος, έχω δικαίωμα να μη βλέπω τις υπάρξεις των δευτερολέπτων. Κοιτάζω χαμηλά, εκεί είναι το μυστικό. Γλιτώνεις πολλά έτσι. Ξαφνικά ένας άλλος κόσμος μου αποκαλύπτεται, κοιτάζοντας χαμηλά. Χαμένα κέρματα, ξεφούσκωτες μπαλίτσες, σημειώματα, έμαθα ότι ο Δημήτρης αγαπούσε πολύ την Ειρήνη όμως δεν θα το μάθει ίσως ποτέ εφόσον το γράμμα χάθηκε, το βρήκα εγώ, κάτω χαμηλά, ποδοπατημένο δίπλα στο παγκάκι, είχε και μια τσίχλα κολλημένη επάνω του, μεγάλη και ροζ, τι συναίσθημα που έκρυβε ένα τόσο δα χαρτάκι, βρώμικο και μόνο, πόσο μόνο. Ένα χαμένο παιδικό παπούτσι, διάφορες αποδείξεις, φαντάζομαι έπειτα το γεύμα ή τα ψώνια των ανθρώπων, πώς να είναι η ζωή τους ή η μέρα τους, πιαστράκια, θήκες κινητού, έναν αναπτήρα, ένα μολύβι αλλά και θλίψη, πάντα πάει μαζί με τις δικές μου ταινίες.
Απλά έτσι δεν πονάω. Επειδή χαμηλά δεν υπάρχουν τα μάτια κι έτσι είμαι καλύτερα. Έμαθα ν’ αντέχω να βλέπω βρωμιές, ποντίκια και κατσαρίδες και διάφορα άλλα. Απλά δεν πονάω έτσι. Εκεί χαμηλά ήρθαν και οι μουσούδες, υγρές και ομιλούσες. Ξαφνικά ήρθαν και τα υγρά μάτια τους. Το βλέμμα που έλειπε χωρίς τη θλίψη, τον προβληματισμό, την κάθετη ρυτίδα των δευτερολέπτων. Ένας καινούργιος κόσμος εκεί μέσα. Μέσα τους.
Του έδωσα την χαρτόκουτα μου. Ο άστεγος φίλος μου, ο αδέσποτος, είναι πια πραγματικότητα μου. Όταν ξεκουράζω το βλέμμα από τ’ αμέτρητα σκαλοπάτια και χωρίσματα των πλακών του πεζοδρομίου έχω κάπου να κοιτάξω. Χωρίς πόνο. Του έδωσα την τροφή μου. Να μη φύγει και τα δίνω όλα. Έχω αρχίσει και του μοιάζω. Μυρίζω το φόβο από μακριά, την ανημποριά, τον θυμό, τα παιδιά. Θα μάθω να μην εντοπίζω την ανθρωπίλα, είναι αρκετά δύσκολο, το προσπαθώ. Πονάει. Θα τα καταφέρω. Μέχρι το τέλος της Άνοιξης θα τα έχω καταφέρει. Να γίνω σκύλος. Άστεγος. Χωρίς τη θλίψη.
Σχολιάστε