«Θάνατος είναι η μοναξιά των ανθρώπων που αγαπήθηκαν»
Με αυτό το στίχο του Joe Bousquet ξεκινά το βιβλίο του Carotenuto με θέμα τον έρωτα ως μοναδική δυνατότητα αυτογνωσίας. Ένα θέμα παραγνωρισμένο για χρόνια από τους περισσότερους ψυχολόγους ως καθαρά υποκειμενικό και άρα όχι ποσοτικά αξιολογήσιμο. Εν τούτοις, ο Carotenuto καταπιάνεται με αυτό με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα. Όχι μόνο ως «ειδικός» αλλά και ως «παθών». Δε μιλά κηρυγματικά ή αποστασιοποιημένα, αλλά βιωματικά, ως «τρωθείς» από τα βέλη του έρωτα. Η ματιά του είναι διεισδυτική, αναζητά τα υποσυνείδητα αίτια του διαχρονικού αυτού συναισθήματος και δεν περιορίζεται στη φαινομενολογία.
Η «αγάπη» και ο «πόνος», οι δυο κυρίαρχες έννοιες του υπότιτλου του βιβλίου αποτελούν τις δυο διαστάσεις της ίδιας εμπειρίας, δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά συνυπάρχουν. Γι’ αυτό, το βιβλίο διανθίζεται από λογοτεχνικά αποσπάσματα, αφού οι ποιητές είναι αυτοί που εκφράζουν πιο καίρια τις αμφιθυμίες της ύπαρξης.
Βασικά συμπτώματα του ερωτικού συναισθήματος είναι, κατά τον Carotenuto η άμεση προσκόλληση στο αντικείμενο, η έμμονη ιδέα της «εικόνας» του άλλου, ή το «θείο παραλήρημα», για να μιλήσουμε με πλατωνικούς όρους. Ο έρωτας είναι, όμως, μια ψευδαίσθηση, αφού «προικίζουμε» το αντικείμενο του πόθου μας με στοιχεία που αντιστοιχούν στην εσωτερικότητά μας.
Επιπλέον, ο συγγραφέας ως πραγματιστής, τονίζει ότι η ερωτική έκσταση μας εκθέτει αναπόφευκτα σε μια μορφή βίας: εγκαταλείπουμε τον εαυτό μας σε ένα άλλο ον απ’ το οποίο εξαρτάται η ευτυχία μας κι έτσι βρισκόμαστε στο έλεός του. Συνάμα, ο έρωτας φέρνει μοναξιά, γιατί χάνεται ο συντονισμός με τους άλλους ανθρώπους και η δυνατότητα μετάδοσης αυτής της τόσο προσωπικής εμπειρίας. Ο έρωτας τελικά μας οδηγεί σε μια αλλοιωμένη αντίληψη της πραγματικότητας.
Εύλογα δημιουργείται το ερώτημα: γιατί λοιπόν να αφηνόμαστε στη δίνη του, γιατί να μην ενισχύουμε τις αντιστάσεις μας; Γιατί, όπως λέει ο Ρίλκε, «η αγάπη είναι μια μικρή ευκαιρία για τα άτομα να ωριμάσουν». Ο έρωτας είναι μπέρδεμα, αταξία, σύγχυση, εκνευρισμός, αλλά μόνο μέσα από το χάος γεννιέται μια νέα ζωή. ‘Ο,τι είναι άγνωστο προκαλεί φόβο, αλλά φόβος και έρωτας πορεύονται μαζί. Ο Νίτσε θεωρεί πως στην αγάπη αυτό που μας κάνει να ωριμάζουμε είναι ο τρόμος. Ο έρωτας διεγείρει το φόβο, γιατί αυτό που αντιπροσωπεύει ο άλλος πρέπει διαρκώς να ερμηνεύεται. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο έρωτας προωθεί τη γνώση, όπως λέει ο Πλάτων στο «Συμπόσιο».
Συνεχίζοντας τη ρεαλιστική ανάλυση του έρωτα ο Carotenuto ρίχνει φως σε όλες τις «σκιές» του. Φτάνει στο συμπέρασμα πως η απουσία είναι θεμέλιος λίθος της επιθυμίας. Αυτό το ανικανοποίητο συναίσθημα όμως δεν είναι καταδικαστέο: είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για να ωριμάσουμε, αφού η προσωπικότητά μας αναπτύσσεται μόνο μέσα από την ώθηση αυτού που μας λείπει. Ο άλλος στον έρωτα εκφράζει μια υπόσχεση ύπαρξης και μια ελπίδα διαφορετικής ζωής. Αυτό ερμηνεύεται από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα σαγηνευόμαστε απ’τις δικές μας εικόνες που το άλλο πρόσωπο απλώς ανακαλεί στη μνήμη μας. Επομένως στη σαγήνευση δεν υπάρχει κανείς, ο άλλος γίνεται το φως που φωτίζει τον κόσμο μας υπό την ώθηση των αναγκών μας! Κυνική διαπίστωση ή λυτρωτική; Το γεγονός είναι ότι ο έρωτας αποκαλύπτεται ως εμπειρία παρεκτροπής και μαζί αναγνώρισης πλευρών της προσωπικότητάς μας που αλλιώς δε θα είχαμε ποτέ υποψιαστεί…
Φυσικά, δε θα μπορούσε να γραφτεί βιβλίο για τον έρωτα χωρίς να εξετάζεται η παράμετρος της ζήλειας, που φαίνεται πως έλκει τις ρίζες της απ’ την παιδική ηλικία και απ’ την ανάγκη του παιδιού για απεριόριστη και αποκλειστική αγάπη.
Ο Προυστ γράφει πως «η ζήλεια δεν είναι παρά μια εναγώνια ανάγκη για τυραννία στα ερωτικά ζητήματα». Ο Carotenuto, όμως, μας ξαφνιάζει: Θεωρεί πως το άτομο που δε ζηλεύει το σύντροφό του δεν είναι αυθεντικό. Εξηγεί ότι στη ζήλεια οι δυο ερωτευμένοι συναντιούνται σε νέο έδαφος: πριν εκδηλωθεί, οι σύντροφοι ζουν τη αυταπάτη της αιωνιότητας. Κανένα ανθρώπινο ον δεν μπορεί, όμως, να αντέξει για πολύ τη θεοποίηση και η ζήλεια δείχνει το δρόμο για μια πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση. Επομένως, η ζήλεια δεν προκύπτει από την εξιδανίκευση του άλλου, αλλά από την ανάγκη απομυθοποίησής του! Σύμφυτη με τη ζήλεια είναι και η έννοια της προδοσίας που ενδέχεται να οδηγήσει στην οριστική διάλυση.
Αυτή η διάλυση, το τέλος μιας σχέσης, μας φέρνει αντιμέτωπους με το εφήμερο και οδηγεί στην αποδιοργάνωση, την κατάρρευση μιας ψυχολογικής οργάνωσης που είχε λίγο λίγο κτιστεί. Εν τούτοις, ο Cesare Pavese εκλογικεύει την εμπειρία της εγκατάλειψης και την αποκολλά απ΄την απώλεια του αγαπημένου προσώπου: «Δεν πεθαίνουμε από έρωτα. Πεθαίνουμε γιατί ο έρωτας μας φανερώνει τη γύμνια μας, τη φτώχεια μας, την ανικανότητά μας, το τίποτε». Άλλωστε ο άλλος που έχει μοιραστεί μαζί μας την ίδια εμπειρία και τώρα φεύγει, ουσιαστικά δεν μπορεί να μας αφήσει, γιατί αυτό που χτίσαμε αποτελεί πια μέρος της ψυχής μας, σαν δυο υγρά που έχουν ενωθεί και όταν χωριστούν αναγκαστικά το καθένα παίρνει μαζί του και μόρια απ’ το άλλο.
Το επόμενο στάδιο ενός έρωτα που έχει πια τελειώσει είναι η τραγική επίγνωση της μοναξιάς του ανθρώπου (Fromm- Rechmann). Καταλαβαίνουμε πως στις δύσκολες στιγμές της ζωής θα είμαστε πάντα μόνοι, γιατί εν τέλει ο άλλος, όσο κι αν το θέλει, δεν έχει τη δύναμη να μας βοηθήσει, είναι κι αυτός μια μοναχική μονάδα ανίκανη να μας συντρέξει. Η θετική πλευρά αυτής της δύσκολης συνειδητοποίησης είναι ότι «η οδός της οδύνης οδηγεί τον άνθρωπο στην ολοκλήρωσή του ως άτομο για τον απλό λόγο ότι κανείς δεν μπορεί να πάρει τη θέση του στον πόνο, όπως κανείς δεν μπορεί να πάρει τη θέση του στο θάνατο» (Natoli).
Από την άλλη, η δυσχερής όψη μιας τέτοιας κατάστασης είναι το αίσθημα της «ανυπαρξίας» που συνοδεύει την εμπειρία της μοναξιάς. Αν έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τους άλλους μάρτυρες της ύπαρξής μας, ελλοχεύει ο κίνδυνος να νιώσουμε χαμένοι, σβησμένοι από τον κόσμο όταν πάψει να υπάρχει μια τέτοια μαρτυρία.
Εν τούτοις, το ελπιδοφόρο μήνυμα είναι ότι μέσω της μοναξιάς μας αποκρούουμε τις κατευθυντήριες γραμμές που προσφέρει ο εξωτερικός κόσμος και γινόμαστε υποκείμενα που κρίνουν: έτσι, συνειδητοποιούμε ανήσυχοι την εσωτερική μας ελευθερία.
Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
Ο άνθρωπος που γεύεται τη μοναξιά, μπορεί να βεβαιωθεί για την αυθεντικότητά του, αρκεί να έχει το θάρρος να δείξει και τη «Σκιά» του. Κατά τον Carotenuto, πρέπει να έχουμε το θάρρος να ζήσουμε αληθινά και άρα να αφήσουμε τον εαυτό μας να εκτεθεί στις επιθέσεις, όπως τα βρέφη που μόλις γεννηθούν δέχονται την επίθεση παθογόνων παραγόντων. Πρέπει να ζήσουμε σύμφωνα με αυτό που είμαστε, γατί αλλιώς δε ζούμε. Όπως λέει ο Lec «το γεγονός ότι πέθανε δε σημαίνει και πως έζησε»…
Πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι να απαλλαγούμε απ’το συλλογικό τρόπο σκέψης, απ’τις γενικεύσεις και τις κοινοτυπίες που έχουμε διδαχτεί. Πρέπει όμως και να θυμόμαστε ότι η αναζήτηση της αυθεντικότητάς μας μπορεί να επιφέρει την κοινωνική κατακραυγή. Είναι αφόρητα οδυνηρό να αντιλαμβανόμαστε ότι η σχέση με τον κόσμο αναδεικνύει τις χειρότερες πλευρές μας. Εν τούτοις, η αντίθεση μεταξύ ατόμου και συνόλου υπήρξε ανέκαθεν και η ιστορία έχει δείξει ότι αυτό που σήμερα μοιάζει με ιεροσυλία και ύβρη, αύριο μπορεί να γίνει δόγμα. Γι΄αυτό δεν πρέπει να προβαίνουμε στον εκμηδενισμό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μας για να αποφύγουμε την κοινωνική αποδοκιμασία.
Για τον Carotenuto, το να διαφέρουμε δεν αποτελεί επιλογή, αλλά χρέος μας! Για να επιβάλλουμε την ατομικότητά μας πρέπει να διαφοροποιηθούμε, ακόμα κι αν έρθουμε σε αντιπαράθεση. Αρκεί βέβαια να αποφευχθεί ο πιο δυσδιάκριτος κίνδυνος: ο κίνδυνος να ταυτιστούμε ψυχολογικά με αυτή τη διαφορετικότητα, να μας γίνει αυτοσκοπός. Τότε το άτομο δε ζει πια, απλά αντιπαρατίθεται, κι αυτό είναι μια σοβαρή μορφή σκλαβιάς.
Ο υγιής τρόπος αναζήτησης της αλήθειας μας είναι πιο κοντά στην άποψη του Νίτσε: «ο άνθρωπος της γνώσης μπορεί και χαίρεται με τα ελαττώματά του, ξέρει να αναγνωρίζει και να αξιοποιεί ακόμα και αρρώστιες και ταπεινώσεις». Φυσικά, χωρίς αυτό να αναχαιτίζει την προσπάθεια αυτοβελτίωσης.
Για να πάρουμε, λοιπόν, τα ηνία της ύπαρξής μας πρέπει να δούμε σαν ωφέλιμο και γόνιμο ό,τι θεωρούσαμε ανάρμοστο και να αναγνωρίζουμε ενδεχομένως την αναξιοπιστία όλων όσων θεωρούσαμε ως τότε πολύτιμα. Εδώ γεννιέται η απόφαση να ζήσουμε τη ζωή μας, όχι να την υποστούμε. Θα πρέπει να επιλέξουμε αν θα σαλπάρουμε για εξερευνήσεις με αβέβαιη έκβαση, έξω από συλλογικούς κανόνες, ή αν θα απαρνηθούμε το ταξίδι, αφήνοντας αναξιοποίητες τις δημιουργικές μας ικανότητες. Βασική προϋπόθεση ελευθερίας είναι η αποδοχή της ενδεχόμενης ήττας, για να μη γίνει η ζωή μας ένας ασταμάτητος αγώνας για την άρνηση και τον εξορκισμό της. Στην πραγματικότητα είμαστε ελεύθεροι μόνο όταν δεχτούμε την πιθανότητα να μείνουμε για πάντα ανικανοποίητοι. Δεν πρέπει να αποποιούμαστε τις ανάγκες μας ή να ζητάμε λύτρωση από αυτές, γιατί έτσι οδηγούμαστε σε απώλεια ψυχικής ελευθερίας. Όταν λοιπόν αποδεχτούμε ότι η αποτυχία είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο, τότε αυτή λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη.
Άλλωστε, όπως λέει και ο Ρίλκε, «επικίνδυνες δεν είναι οι πίκρες που μας μεταμορφώνουν, αλλά αυτές που προσπαθούμε να καταπνίξουμε και συσσωρεύονται και γίνονται ζωή που δε ζήσαμε, που αρνηθήκαμε, ζωή που μπορεί να μας πεθάνει.» Η αίσθηση του ανικανοποίητου είναι τελικά μια κραυγή της ψυχής όπως ο φυσικός πόνος, ένα κάλεσμα που επιβάλλει την «εξέγερσή» μας ενάντια μιας απόλυτα συλλογικής ζωής.
Φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου του ο Carotenuto μας προτρέπει να ανακαλύψουμε το σχέδιο που είναι αποτυπωμένο μέσα μας, να συνδεθούμε με τον εσωτερικό μας κόσμο, όσο κι αν η ανθρώπινη φύση είναι απρόθυμη να γίνει συνειδητή.
Χρειάζεται, λοιπόν, να κρατήσουμε αποστάσεις από τον κόσμο που δημιούργησαν οι άνθρωποι κι έχει ελάχιστη σχέση με το δικό μας κόσμο. Οι αυθεντικές προσωπικότητες αντιστέκονται στο συλλογικό κομφορμισμό, αλλά αν θέλουμε να ζήσουμε αυθεντικά, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι: η διαδρομή είναι κακοτράχαλη. Όταν βρούμε το θάρρος να κοιτάξουμε μέσα μας, θα νιώσουμε οδυνηρά τρωτοί.
Όπως λέει, όμως, και ο Κάλβος -τηρουμένων των αναλογιών- «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία»…
1 Comments for "Έρως και Πάθος. Τα όρια της αγάπης και του πόνου [Aldo Carotenuto]"