Menu

Με νέο δίσκο στο ενεργητικό τους, οι Covenant βρίσκονται σε περιοδεία, από όπου δεν απουσίασε (ευτυχώς) η Αθήνα. Το σουηδικό σχήμα, που βίωσε πολύ νωρίς την επιτυχία, στο δεύτερο μισό των ‘90s, παραμένει πιστό στις synth pop καταβολές του. Στο ραντεβού, ήταν παρούσα η ναρκισσιστική περσόνα του Eskil Simonsson αλλά απών (όπως συνηθίζεται)  ο Joakim Montelius.

Αλλά και το κοινό ήταν παρών, τουλάχιστον όσοι απομένουμε πιστοί του σχήματος και του συγκεκριμένου ήχου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέσος όρος των ηλικιών ήταν αισθητά ανεβασμένος (μήπως να αυτοαποκαλούμαστε «παλαιοσυνθάδες» όπως λέμε «παλαιοροκάδες»;).

Ομολογώ ότι η εμφάνιση του σχήματος στη σκηνή με συγκίνησε, δεδομένου ότι τους είχα δει μόνο στο Ρόδον το 2002, τότε που ήταν στα πολύ φόρτε τους. Και το πρόγραμμα ήταν δομημένο με τρόπο που θα κάλυπτε επαρκώς (όσο αυτό είναι δυνατόν) τη διαδρομή τους. Και παρότι οι τελευταίοι δίσκοι τους δεν ανταποκρινόντουσαν πλήρως στις προσδοκίες του κοινού, εν τούτοις είναι φανερό ότι συγκεκριμένα τραγούδια έχουν αγαπηθεί. Από το We Stand Alone και το Call the Ships to Port, μέχρι το 20Hz και τοDead Stars, δεν πρέπει να υπήρξε στιγμή που να μην συγκίνησε το κοινό, τόσο στα χορευτικά ξεσπάσματα όσο και στα πιο συναισθηματικά τραγούδια, όπως τα Judge of my Domain και Beauty and the Grace, του τελευταίου δίσκου.

Δεδομένου ότι το Modern Ruin είναι δίσκος που απαιτεί δεύτερη και τρίτη «ανάγνωση», το set list και η απόδοση του σχήματος αποτέλεσε μια αρκετά σαφή αντανάκλαση του κλίματος που δημιουργεί. Ακόμα και η διαδοχή των τραγουδιών, που πολλές φορές έμπλεκαν μεταξύ τους, θα μπορούσε κάλλιστα να παραπέμπει σε αυτή την εικόνα των συνεχόμενων άμορφων ερειπίων που συναντούμε μετά από την καταστροφή. Ωστόσο, μέσα από αυτά τα ερείπια ξεπρόβαλλε συχνά ο τραγουδιστής και performer, που με την επιβλητική του φωνή φρόντιζε να μας παρουσιάζει πτυχές του κόσμου που οι Covenant έχουν δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια. Στα θετικά καταγράφεται η δυναμική παρουσία των δύο μουσικών (μόνιμο πλέον μέλος Daniel Meyr των Haujobb, Architect και πολλά άλλα) που πρόσθεταν πολύ ζωντανό παίξιμο στο προηχογραφημένο υλικό.

23rd Undrepass

Οι εγχώριοι 23rd Underpass άνοιξαν τη βραδιά, ζέσταναν το κοινό με τις καλοδουλεμένες ηλεκτρονικές τους μελωδίες και μαθαίνω ότι κερδίζουν συνεχώς κοινό, παρότι ο ήχος τους εύκολα μπορεί να παραπέμψει στα πεπραγμένα της προηγούμενης δεκαετίας.

Εν κατακλείδι, τα δέκα χρόνια που έχουν παρέλθει από την πρώτη φορά που είδαμε τους Covenant στη σκηνή, είναι πολλά και για τους καλλιτέχνες και για εμάς. Πέρα όμως από τον επαγγελματισμό που επέδειξαν επί σκηνής, δείχνουν ότι αυτό που κάνουν εξακολουθεί να τους συγκινεί. Ίσως το φιλόξενο Κύτταρο, με την περιορισμένη χωρητικότητα (ευτυχώς το γεμίσαμε. Είναι και αυτό ένα θέμα, μέρες που’ναι…), να προσέδωσε μια χροιά «γλυκιάς παρακμής», σε σχέση με τις εμφανίσεις σε μεγαλύτερους χώρους. Ίσως από την άλλη να ήταν και η δική μας διάθεση πιο νοσταλγική, σε συνδυασμό και με όσα συμβαίνουν γύρω μας. Όπως και να έχει, ήταν ένα live που θα θυμόμαστε.

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.