Του άρεσε ν’ ανεβαίνει στην ταράτσα και να κάθεται εκεί με τις ώρες. Παρατηρούσε κάποιες μικρές λεπτομέρειες που του ξέφευγαν όταν περπατούσε στους δρόμους και η οπτική του γωνία ήταν ευθεία και ρεαλιστική. Η αλήθεια ήταν μάλλον ότι του άρεσε να παρατηρεί λεπτομέρειες της αόρατης ζωής, αυτής που περνά και χάνεται, σκεφτόταν ήταν τόσο κρίμα…
Μια φορά περνώντας έξω από μια πόρτα, εκεί πίσω από το σπίτι του, είχε αφήσει ένα κουτί πραλίνες Λεωνίδας, θυμόταν ετοιμαζόταν να βγει μ’ ένα πενηντάρικο στην τσέπη, αγόρασε τις πραλίνες κι έπειτα περιπλανήθηκε στην πόλη με άδειες τσέπες, με κανένα βάρος στην ψυχή, λυτρωμένος από μιαν ενοχή που δεν του ανήκε ποτέ. Παραλήπτης εκείνου του υπέροχου – γλυκού κουτιού ήταν μια ηλικιωμένη κυρία, την παρατηρούσε με προσοχή την προηγούμενη μέρα από την ταράτσα του, με πόση δυσκολία μετέφερε την λεκάνη με τα βρεγμένα ρούχα της και πόσην ώρα της έπαιρνε να τ’ απλώσει, ένα υδάτινο μονοπάτι την ακολουθούσε, από την αδυναμία να τα στύψει καλά. Όμως έπλενε συχνά, τα σεντόνια ήταν μετρημένα, τόσο λίγα υπάρχοντα που τα έπλενε αρκετά συχνά και η ανάγκη καθαριότητας υπερνικούσε την ανημποριά.
Ένα σεντόνι της του είχε φανεί τόσο παραμυθένιο που ήταν σίγουρος ότι αυτή η γριούλα δεν ήταν σαν τις κλασικές γριούλες που ήξερε, είχε πάνω δύο αγγελάκια – έρωτες και φόντο μεγάλα μπορντό τριαντάφυλλα, ένα σεντόνι που ταίριαζε για έρωτα σε μια σοφίτα του Παρισιού, στα μέσα του περασμένου αιώνα κι όχι εκεί! Είχε πια σιγουρευτεί για την αστάθεια της γιαγιάς όταν άπλωνε το συγκεκριμένο σεντόνι, για το μεγαλύτερο τρέμουλο των χεριών και το άγγιγμα του χεριού στο σημείο της καρδιάς, κάθε φορά, μα κάθε φορά! Δεν φορούσε μαύρα ρούχα όπως συνηθίζεται από τις περισσότερες ηλικιωμένες μα πολύχρωμα. Η γιαγιά φορούσε ρούχα αρτίστας! Ροζ κάλτσες, πολύχρωμες πουκαμίσες και κάτι αστεία παπούτσια που με το ζόρι την κρατούσαν στα πόδια της!
Εκείνο το βράδυ της αφιέρωσε το μοναδικό πενηντάρικο της τσέπης του. Το κουτί ήταν βελούδινο, κατακόκκινο και οι πραλίνες φίνες, οι ακριβότερες. Όταν μπήκε στην κεντρική είσοδο ανέβηκε τις σκάλες και το άφησε στην πόρτα της δεν κατέβηκε ο ίδιος. Ήταν ένας άλλος άνθρωπος με βήμα ελαφρύ, με μιαν ευδιαθεσία συγκινητική και μ’ ένα πρόσωπο που είχε λίγη από την λάμψη του φεγγαριού που κοιτούσε την στιγμή πάνω από το κεφάλι του.
Οι επόμενες μέρες ήταν μαγικές, παρατηρούσε με τρελή λαχτάρα πάνω από την ταράτσα του. Η μαγεία των στιγμών που ζούσε μέσα στον υπέροχο, βελούδινα noir κόσμο του τόνιζαν την μεγάλη ψυχική του ανάγκη για ουσιαστική, ανθρώπινη επαφή πάντα σε πρωτογενές επίπεδο, πάντα χωρίς υστεροβουλίες και δίχως επίκτητα κριτήρια που ούτως ή άλλως ποτέ δεν του ανήκαν. Μια διαφορετική ψυχή με διαφορετικές ανάγκες θα μπορούσε να πει κανείς.
Και ήταν μια μέρα που δάκρυσε από χαρά και συγκίνηση, όταν η ηλικιωμένη πρωταγωνίστρια της απαλής – μπορντό ιστορίας του εμφανίστηκε στην ταράτσα μέσα στα παλιά, χιλιοφορεμένα, πολύχρωμα ρούχα από την εποχή των καμπαρέ, των καλλιτεχνών και της μποέμ διάθεσης χωρίς να κρατάει την καθιερωμένη λεκάνη παρά με το υπέροχο βελούδινο κουτί μέσα στα τρεμάμενα χέρια της κατευθύνθηκε στο παραπέτο, στην άκρη της ταράτσα της και χάθηκε αγναντεύοντας τον κόσμο που έβλεπαν τα βουρκωμένα μάτια της. To βλέμμα της έστω και για μερικά δευτερόλεπτα ίσως να στάθηκε πάνω του, πριν γυρίσει και χαθεί ξανά, μακριά, πέρα στον ορίζοντα. Εκείνη την ημέρα, τα μαλλιά της ήταν λυτά κι ανέμιζαν στον άνεμο για πρώτη φορά. Δεν την ξαναείδε, δεν ξαναείδε τίποτα ξανά από την ταράτσα του.
Έξι χρόνια αργότερα έψαχνε για καινούργιο διαμέρισμα, για έξι ολόκληρα χρόνια απλά ανεχόταν να μένει σ’ ένα διαμέρισμα δίχως πρόσβαση στην ταράτσα, δίχως τίποτα ενδιαφέρον να κοιτάζει από το παράθυρο απλά του πλήρωνε το ενοίκιο η εταιρία. Είχε παλέψει πολύ για να μην γίνει κάτι διαφορετικό από τον άνθρωπο της ταράτσας, είχε παλέψει πολύ για να καταλάβει πως δεν θέλει να είναι κάτι άλλο από τον άνθρωπο της ταράτσας. Συνειδητοποίησε έντρομος κάποια στιγμή ότι είχε αρχίσει να μην τον ενδιαφέρουν οι άνθρωποι, ότι δεν παρατηρούσε πια τις αόρατες λεπτομέρειες, την αόρατη ζωή. Άρχισε να γίνεται απότομος στους πονεμένους, τους περιθωριοποιημένους, τους πικραμένους εραστές της ζωής και τρόμαξε με τον εαυτό του.
Δεν άλλαξε πολλά στη ζωή του, κράτησε την δουλειά του, τους φίλους του, θυμήθηκε όμως ξανά την παλιά οπτική του γωνία κι έπειτα από έξι χρόνια ένιωσε ξανά χαρούμενος. Δεν έγινε αυτό που όλοι θα περίμεναν να γίνει, δεν έχασε το παραμύθι που η ζωή απλόχερα του χάριζε επειδή ο ίδιος γνώριζε και μπορούσε να δει, επειδή η μαγεία κυλούσε απλόχερα μέσα στις φλέβες του η μαγεία παρουσιαζόταν συνέχεια στη ζωή του, όταν ο ίδιος την περίμενε.
Τώρα πήγαινε να κλείσει το καινούργιο του διαμέρισμα, σε μια γειτονιά που ο ίδιος επιθυμούσε, με μιαν υπέροχη και προσβάσιμη ταράτσα σαν βασικό κριτήριο. Με μιαν υπέροχη κι ελαφριά αίσθηση στην καρδιά για ότι επέλεξε να μην γίνει.
Σχολιάστε