TRON LEGACY
* * * * *
Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Κοζίνσκι
Πρωταγωνιστούν: Γκάρετ Χεντλαντ, Τζεφ Μπρίτζες, Ολίβια Γουάιλντ, Μάικλ Σιν
Τα λέγαμε πέρυσι τέτοια εποχή για το Avatar.Τότε η διχογνωμία ήταν ακόμα μεγαλύτερη, λόγω του μεγέθους της ίδιας της ταινίας, της εμπορικής της «χούντας» και της ρηξικέλευθης παρακαταθήκης της. Εκεί, δεν υπήρχε σενάριο, η πλοκή αναμασημένη από χίλια δυο παραμυθάκια, η εξέλιξη προβλέψιμη. Αυτά, για όσους νόμιζαν ότι ο Κάμερον είναι κάποιας μορφής θεότητας που μπορεί να χωρέσει τρία εκατομμύρια καρπούζια στη χούφτα του ενός χεριού του. Το «θαύμα» της εικόνας του όμως, καμία άλλη τρισδιάστατη «αρπαχτή» δεν κατάφερε να το ξεπεράσει – ούτε καν να το αγγίξει. Πώς επιμένουμε να υπερέχει σε περιεχόμενο ένα… θαύμα; Απλά, κανείς ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα.
Και ερχόμαστε στο Tron. Το σίκουελ του, για την ακρίβεια. Ότι κι αν σημαίνει αυτό από τη στιγμή που η cult πρωτοπορία της ταινίας του 1982 σήμερα φαντάζει μάλλον ξεπερασμένη (αλλά εξίσου μυστηριακή, ανάγλυφη και παροιμιώδης). Το πρώτο θετικό είναι ότι δεν χρειάζεται να έχεις δει το πρώτο φιλμ για να μπορέσεις να συνδέσεις το παζλ των χαρακτήρων του καινούριου. Μέσα σε μια λιτή, καλομονταρισμένη εισαγωγή… δύο λεπτών, έχεις άμεση επαφή με το τί έχει «παιχτεί». Και μένεις να ακούς για λίγο τους συγκλονιστικούς ήχους των DaftPunk (ένα από τα σπουδαιότερα soundtracks της δεκαετίας), μέχρι ο κεντρικός ήρωας να «μπει» στο παιχνίδι. Εκεί, πρέπει να είσαι διατεθειμένος να παραδώσεις ψυχή. Να αφεθείς. Να γίνεις ένα οκτάχρονο παιδί, που μόλις του αγόρασαν το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου. Ο κόσμος που έστησε ο βιντεοκλιπάς Κοζίνσκι και η καλλιτεχνική του αρμάδα, απλά δεν περιγράφεται ούτε με τις γλαφυρότερες των λέξεων.
Αυτό που αντικρίζει το μάτι (πάντα με την υποστήριξη του «αυτιού») δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια μιας «θεαματικής φαντασίας», αλλά σου ξεριζώνει στην κυριολεξία τους αμφιβληστροειδείς για να τους ξαποστείλει με ταχύτητα φωτός κάπου στο άπειρο, αφήνοντάς τους να στροβιλίζονται επί δύο ώρες σε έναν τυφώνα ήχων και εικόνων που δε λένε να σε αφήσουν από την προσοχή τους για πολύ καιρό μετά το «φιλμικό» τέλος τους. Το Tron Legacy είναι από αυτές τις περιπτώσεις που απλά βουλώνεις κάθε παρορμητική σου διάθεση για ανάλυση (το σενάριο «μπάζει» και οι τρύπες της πλοκής είναι μεγαλύτερες από αυτή του όζοντος) και, απλά, αφήνεσαι. Το ταξίδι είναι συγκλονιστικό, ένα one-way ticket στην άβυσσο της ψυχεδέλειας, ενός παραισθησιογόνου κόσμου, μιας τεράστιας, αχανούς έκτασης που μοιάζει πιο πνιγηρή κι από το σκοτεινό backround του φιλμ (οι έχοντες επαφή με το πρώτο φιλμ θα με πιάσουν). Ώρες-ώρες, μη σας πω, μου θύμισε πολλούς από τους πρώτους μου τεχνοφοβικούς, υπαρξιακούς εφιάλτες μου…
Διάλεξα να πω πολλά λόγια για μια ταινία που τα καταδικάζει. Που τα φτύνει κατάμουτρα. Που δεν τα έχει ανάγκη ρε παιδί μου. Προκαλώ τον οποιονδήποτε να «θάψει» αυτή την εμπειρία με αναλυτικές διαδικασίες. Θα είναι χαμένος από χέρι, γιατί δεν ξέρει πότε να γλύψει το μέλι από τα χέρια του και πότε να σκουπιστεί. Αυτός, θα χάνει πάντα. Εσύ κέρδισε αυτή τη στιγμή, απόλαυσέ το και θα το αναζητάς ξανά και ξανά και ξανά.
Σχολιάστε