«Ubi sunt» …those days of once upon? Ubi nunc ?
Οι φράσεις αυτές είναι οι πρώτες λέξεις σε μεσαιωνικούς ύμνους και αναφέρονται στο μοτίβο της νοσταλγίας, της περισυλλογής και της θνητότητας. «Ubi sunt qui ante nos fuerunt» είναι η ολοκληρωμένη φράση ή αλλιώς «που είναι αυτοί που υπήρξαν πριν από εμάς;» Και η απάντηση είναι hic sunt. Η μουσική ακολουθεί την ιστορία της στο στροβίλισμα των γεγονότων και των εντυπώσεων, όπως ένας Van Gogh αφήνεται στο δαιμονικό στροβίλισμα του πινέλου του, που επιτρέπει στα νοήματα και τις αισθητικές εντυπώσεις να ίπτανται. Και παρόλο που το παρελθόν είναι μια οντότητα, στην οποία φυσικά δεν μπορούμε να έχουμε επίδραση, παρά μόνο αν το ξεχάσουμε, η φαντασία μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας έχει τον πρώτο λόγο να το αναιρέσει, να το μετασχηματίσει ή και να το επανερμηνεύσει εντάσσοντάς το στον παρόντα χρόνο.
Το παρελθόν είναι ένας χώρος προνομιακός, επειδή το πνεύμα της νοσταλγίας μπορεί να το ανασκευάζει κατά βούληση. Το αόριστο σινιάλο από τα βάθη της μνήμης έχει τη δύναμη μιας πραγματικότητας που μόλις την καθρεφτίσουμε θα έχει γίνει κιόλας ιερή. Συμβαίνει μάλιστα, όχι συχνά, να νοσταλγούμε κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε σα να υπήρξε αυτό όλη η ζωή μας. Η επιθυμία να ξαναζήσουμε ότι ονειρευτήκαμε στα κρυφά έχει ζωογόνο δύναμη με τρόπο που το παρελθόν να μοιάζει με συννεφιασμένο ουρανό, αναποφάσιστο, ο οποίος συννεφιάζει και ξανοίγει κατά τις κυκλικές του διαθέσεις. Αυτές οι κυκλικές διαθέσεις είναι γνωστές στη βιομηχανία του θεάματος και της μουσικής που γνωρίζουν καλά την ανάγκη της αναπόλησης και της αποκατάστασης μιας χαμένης ζωής αναδρομικά και γι’αυτό στρέφονται προς την εύκολη λύση των αναβιώσεων, των remakes, των reunions συγκροτημάτων με επιτυχίες εικοσαετίας, με την ιδέα πως θα τραβήξουν τους παλιούς οπαδούς ή νέο κοινό, για να του πουλήσουν ότι franchise σκεφτούν. Ο κόσμος μας εμπορεύεται τη μνήμη σα να επρόκειτο να εξαγοράσει μια ζωή in Αrcadia.
Ωστόσο, το παρελθόν έχει να κάνει πάντα με το παρόν και αν το δούμε ως ένα σύνολο εμπειρικών γνώσεων, μπορούμε να το αξιοποιήσουμε ως ερμηνευτικό εργαλείο για το σήμερα. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για αναδημιουργία, όχι για αναβίωση, έννοια πολύ στατική, ή αναγέννηση, έννοια υπερβολικά φιλόδοξη που προϋποθέτει ένα μεσαίωνα και μία λανθάνουσα ναρκισσιστική χάρη. Μιλάμε, δηλαδή για «επανερμηνεία» του παρελθόντος με μία σκόπιμη περιδίνηση σε οικεία βάθη, η οποία ανοίγει νέα πεδία, ξέφωτα, όπου κανείς μπορεί να νιώσει τη συγκίνηση των ρυθμικών μελωδιών μέσω των συνθεσάιζερ των 80’s, και ειδικότερα της περιόδου 1979 -1986, κατά την οποία τα τραγούδια κατηγοριοποιήθηκαν κάτω από τις ταμπέλες cold/dark wave, minimal pop, minimal synth, electropop, minimal electronic. Συγκροτήματα, όπως οι Kraftwerk, Depeche Mode, Twilight Ritual, Human League, New Order, Durutti Column, Kas product, Martin Dupont, Deux, Absolute Body Control, Ensemble Pittoresque -και η λίστα είναι ανεξάντλητη- μεγαλούργησαν ή απλώς έκαναν αισθητή την παρουσία τους αξιοποιώντας απλές μουσικές δομές, προτού η ψηφιακή τεχνολογία κυριαρχήσει θεληματικά. Έτσι τα δραματικά κρεσέντος της rock έδωσαν τη θέση τους στον ψυχρό, σχεδόν φουτουριστικό μινιμαλισμό των drum machines και των σκληρών synths, που συνοδεύουν φωνητικά διαχυμένα σε αντηχήσεις.
Και φυσικά, οι σύγχρονες σχολές των επιγόνων μπαινοβγαίνουν στον χρόνο και τον χώρο επιβάλλοντας μια νοερή ενότητα με τους προκατόχους τους και αγκαλιάζουν τον ηλεκτρονικό ήχο με την ίδια ευχαρίστηση. Ονόματα όπως οι Ladytron, The Kills, Goldfrapp, Xeno and Oaklander, White Light Lametta, Tobias Bernstrup αποτελούν μουσικά δείγματα της υπό διαμόρφωση νέας πραγματικότητας και επαληθεύουν τη φράση του Φρόιντ «όποιος ξεχνάει, μένει κατάδικος της επανάληψης». Οπότε αυτός που θυμάται, μπορεί να προβάλλει τις εμπειρίες του στο μέλλον.
Οι Xeno and Oaklander από το Brooklyn είναι ο φόρος τιμής που αποτίει ο 21ος αιώνας σε μία περασμένη εποχή με λατρεία φετιχιστική, μιας και τα δύο μέλη, Liz Wendelbo και Sean McBride, χρησιμοποιούν αποκλειστικά vintage αναλογικά συνθεσάιζερ και όργανα. Οι ίδιοι περιγράφουν τη δημιουργία τους ως εξής: δίνουν υπόσταση σε ένα άμορφο ηλεκτρικό φορτίο με τα χέρια και το μεράκι ενός γλύπτη. Γι’αυτό αναδεικνύονται περισσότερο δεξιοτέχνες παρά εκφραστικοί καλλιτέχνες. Ομολογούν, επίσης απερίφραστα την επίδραση των παλαιότερων συγκροτημάτων αναφερόμενοι σε ονόματα, όπως οι Twilight Ritual, Absolute Body Control και No More.
Το Sentinelle είναι το πρώτο τους άλμπουμ, αν και παίζουν μαζί από το 2003, ανακοινώθηκε στο τέλος του 2009 και είναι προς κυκλοφορία από το Γενάρη. Τα τραγούδια διαθέτουν το διεγερτικό ρυθμό του minimal pop είδους, και ακούγονται τόσο οικεία, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να φαίνεται όμορφα μονότονο. Είναι αυτό το είδος της ιεροτελεστικής επανάληψης, που αν και την προβλέπουμε στην παραμικρή της λεπτομέρεια, την εκτελούμε ευλαβικά σαν τον καφέ που πίνουμε στην αγαπημένη μας κούπα. Αξίζει να αναφερθεί ότι το εξώφυλλο του άλμπουμ είναι μία όψη του αμφιθεάτρου κάτω από την Ακρόπολη, καθώς οι Xeno and Oaklander αγαπούν ιδιαίτερα την αρχαιολογία.
tracklist
1. Saracen
2. 4th Wall
3. Preuss
4. Move
5. Toho Picture
6. Nuit
7. Shadow World
8. Sentinelle
9. Rendez-Vous D’Or
10. Werke
11. Another
12. Vagabond
Η μουσική, λοιπόν, διαδρομή γίνεται αναδρομή με τα συγκροτήματα «μνήμης» και μένει το ερώτημα τι πραγματικά από αυτό το ακαθόριστο και αναγκαίο χάος μιας μνήμης μας σφραγίζει: το περιεχόμενο των αναμνήσεων ή ο τρόπος με τον οποίο τις θυμόμαστε και επιστρέφουμε σε αυτές;
Προσωπική εκτίμηση είναι ότι η λησμοσύνη είναι απαραίτητη προκειμένου οι αναμνήσεις να αποκτήσουν το βάθος, την πυκνότητα και την ποιότητα που τους αναλογεί, ούτε εξιδανικευμένες, ούτε και απωθημένες. Αλλά και η αναθεωρημένη μνήμη συγκροτεί τον καημό μιας άγουρης αρχικά ψυχής που στοχεύει στην αποκατάσταση της πληρότητάς της.
Σχολιάστε