Όταν άνοιξα το Lost Echoes δεν περίμενα ότι θα είχα την τιμή / πολυτέλεια (ότι κι αν αυτό τελικά είναι) κάποτε να παρουσιάσω νέο δίσκο από την αγαπημένη Joni Mitchell. Κι όταν τα νέα για επερχόμενη νέα δουλειά της άρχισαν να διαρρέουν στον τύπο, ομολογώ πως επιδόθηκα σε ένα σχεδόν αγχωτικό παιχνίδι ανακάλυψης της ημερομηνίας κυκλοφορίας της. Όταν τελικά αυτή έγινε γνωστή, μπήκε κατευθείαν στο calendar του Outlook, του κινητού καθώς και σε ένα post it, που ακόμα και τώρα έχω κολλημένο σχεδόν μπροστά μου… Μπορεί τα παραπάνω να φαίνονται γραφικά, αλλά δεν παύουν να αποτελούν έναν ιδιότυπο, σχεδόν υπερβολικό -αλλά καθόλου «αρκετό»- φόρο τιμής σε μία από τις μεγαλύτερες μορφές της αμερικανικής μουσικής σκηνής. Διότι μπορεί η Joni Mitchell να είναι Καναδέζα αλλά σε ολόκληρη την καριέρα της αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αμερικανικής Folk, Country, Jazz και …Pop σκηνής.
Στη πραγματικότητα η Mitchell κατόρθωσε να ελιχθεί μέσα από διάφορα είδη μουσικής, να τα υπηρετήσει, και τελικά να τα προσπεράσει και να τα αφήσει πίσω της εμπλουτισμένα με τα δικά της ιδιαίτερα και ξεχωριστά μουσικά χαρακτηριστικά. Εκείνα τα χαρακτηριστικά που ακόμα και σήμερα -δεκαετίες μετά τις πρώτες (και καλύτερες) δουλειές της- πολλοί τα αναφέρουν και τα χρησιμοποιούν ως πηγή έμπνευσης, σε μια εποχή που κανένας δε φαίνεται ικανός να προσφέρει κάτι αγνό, καινούριο, πρωτότυπο και ιδιαίτερο …πάντα μουσικά.
Έχοντας αφήσει πίσω της τραγούδια αριστουργήματα (Blue, All I want, A case of you, Ladies of the Canyon, Blue Boy, Don’t go to strangers, Both sides now, I don’t know where I stand, Rainy night house, The arrangement, και άλλα πολλά… αμέτρητα), έχοντας εξυμνήσει τον έρωτα και τη φιλία, και εντυπωσιάζοντας κριτικούς και απλούς fans με τον ιδιαίτερο, γλυκό και λυρικό τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να εξιστορεί ιστορίες αλλά και εμπειρίες της καθημερινής ζωής, επιστρέφει μετά από 10 ολόκληρα χρόνια με νέο υλικό.
Κι αυτή τη φορά εστιάζει στον άδικο πόλεμο (Holy War, Genocide, Suicide, Hate and Cruelty, Men love war, Is that what God is for?), επανέρχεται σε θέματα περιβάλλοντος και υπερανάπτυξης (Shine on our Frankenstein technologies – Money makes the trees come down, it makes mountains into molehills – κάτι που ξεκίνησε να θίγει στο θαυμάσιο Ladies of the Canyon) ενώ μιλάει και για τη δύναμη που πρέπει να έχει ο άνθρωπος για να πολεμά στους αγώνες της ζωής (Hana says when life’s a drag, don’t cave in, don’t put up a white flag, raise up…).
If you can think, and not make intellect your game
If you can meet, with triumph and disaster
And treat those two imposters just the same
Μουσικά στο Shine η Joni Mitchell ακόμα μια φορά αποδεικνύει ότι δεν «χωράει» και δεν περιορίζεται πουθενά. Θα βρει κανείς σε αυτή τη δουλειά της στοιχεία από jazz, χρώματα μελωδικής country αλλά και λυρικής pop, έως και drum ‘n base πινελιές. Η φωνή της μπορεί να μην έχει τη φρεσκάδα των παλαιότερων χρόνων, αλλά δεν παύει να έχει εκείνη τη χαρακτηριστική χροιά που σαν μαγική… μας καθηλώνει και μας κάνει να συνεχίζουμε να την ακούμε σαν τον καλύτερο παραμυθά στον γλυκό κόσμο της μουσικής…
Το Shine απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως κορυφαίο album. Είναι όμως μια ευπρόσδεκτη επιστροφή, κι ένας γλυκός γυρισμός που μόνο θετικά επιδρά στη «δίψα» των αυτιών μας για κάτι πραγματικά ποιοτικό και ιδιαίτερο. Για κάτι που τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά έχει να πει πολλά…
One Week Last Summer
This Place
If I Had A Heart
Hana
Bad Dreams
Big Yellow Taxi 2007
Night of the Iguana
Strong and Wrong
Shine
If
Σχολιάστε