Από τότε που πρωτοείδα τους Pet Shop Boys live μέχρι τώρα έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι. Η πρώτη φορά, το 2000 επί ελληνικού εδάφους, ήταν μνημειώδης. Η δεύτερη, δύο χρόνια αργότερα, στοιχειώδης: Διαφορετική, μ’ αισθητά λιγότερο κόσμο, ακουστική και περισσότερο οικεία παρά την άτυχη επιλογή της Τεχνόπολης ως συναυλιακό χώρο. Έτσι λοιπόν, επτά χρόνια και 4 άλμπουμ (συλλογών συμπεριλαμβανομένων) αργότερα, η προοπτική της τρίτης φοράς συνοδευόταν από πολλούς δισταγμούς κι αμφιβολίες: θα είναι όπως παλιά; Θα είναι, αν όχι όπως παλιά, τουλάχιστον καλά; Θα διατηρήσουν το μύθο τους ή θα διαλυθεί το συννεφάκι και η εγκεφαλική ποπ τους θα προορίζεται πλέον μόνο για κατ’ οίκον κατανάλωση;
Αυτά και άλλα πολλά σκεφτόμουν καθώς περίμενα ν’αρχίσει η συναυλία. Δεν θα κουράσω με διαφόρα trivia, τσιτάτα και copy-paste του setlist: αυτό που μετρά είναι η μουσική και οι εντυπώσεις που απομένουν όταν αυτή σιγάσει. Και στην προκειμένη περίπτωση, οι εντυπώσεις κερδήθηκαν και μάλιστα με το παραπάνω…
Πήγα προετοιμασμένη: Έκανα τη μελέτη μου, ήξερα το setlist και είχα μια ιδέα για το τι μηχανεύτηκαν αυτή τη φορά οι σχεδιαστές του show. Αν μη τι άλλο, οι κ.κ. Tennant και Lowe πρόσεχαν ανέκαθεν τις ζωντανές εμφανίσεις τους μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Έτσι κι εδώ, παρουσίασαν ένα δεμένο και άρτιο τεχνικά αποτέλεσμα: Τα βίντεο που έπεφταν ως backdrop ήταν εμπνευσμένα από τη θεματική του κάθε τραγουδιού, όπως οι χορογραφίες και τα κοστούμια των χορευτών και των backing singers, τα οποία άλλαζαν σε κάθε δεύτερο τραγούδι: Ρωσικός χειμώνας στο Numb (έμπνευση δίχως άλλο από το soundtrack που έγραψαν για το “Θωρηκτό Ποτέμκιν”), φωτεινές LED επιγραφές στα Minimal/Shopping, σε μια παρουσίαση-φόρο τιμής στους Kraftwerk, βίντεο από την κηδεία της Lady Di στο Dreaming of the queen κι ένα μαζικό χάος κατά τη διάρκεια του Sodom and Gomorrah show, με glam στρατιώτες, über-ντίβες και γυμνόστηθο Βίκινγκ ντράμερ να οργώνουν τη σκηνή. Ο ήχος ήταν κρυστάλλινος, αν και δεν χωρούσε αμφιβολία πως τα εύσημα δεν διεκδικούσε το keyboard του Chris Lowe, αλλά το άψογα προηχογραφημένο υλικό (το οποίο θέλω να πιστεύω πως επιμελήθηκε ο ίδιος). Τα φωνητικά του Neil Tennant δεν ήταν αψεγάδιαστα (τραγούδησε ορισμένα κομμάτια μια οκτάβα ψηλότερα), ήταν όμως αληθινά, γήινα και σε αρκετές στιγμές (μία εκ των οποίων το Rent, προσωπικό highlight της συναυλίας) συγκινητικά. Ο ίδιος, ως έμπειρος performer, ανταποκρίθηκε μ’ επαγγελματισμό και καλλιτεχνική ευσυνειδησία στις προσδοκίες του κοινού: χωρίς υπερβολές αλλά ούτε και στραβοπατήματα.
Μουσικά, τα κομμάτια που ακούστηκαν δεν απογοήτευσαν καθόλου, απεναντίας: Στα 100 περίπου λεπτά που διήρκεσε το show (γιατί περί show επρόκειτο, που πολύ απείχε από μια στεγνή αλληλουχία τραγουδιών) παρέλασαν όλα τα μεγάλα hits και κανένα άλμπουμ, εκτός του Nightlife, δεν έμεινε απ’ έξω: West End Girls, Suburbia, It’s a sin, Rent, Always on my mind, Heart, Left to my own devices, Can you forgive her, I’m with stupid, Integral, Minimal, η λίστα ήταν σχεδόν ατελείωτη… Ευχάριστες εκπλήξεις, η έναρξη με το We are the Pet Shop Boys (στα γερμανικά, λόγω τοποθεσίας), η σόλο εμφάνιση του Chris Lowe στο αγαπημένο Paninaro, cult κομμάτι για τους απανταχού fans, η προσθήκη του Shopping (ως αναπάντεχη συνέχεια του Minimal) και του Dreaming of the queen, η ακουστική εκτέλεση του Home and dry με τον Neil στην κιθάρα και η συγχώνευση των Se a vida e και Domino Dancing σ’ ένα κεφάτο λάτιν πάρτυ. Το μόνο που έλειπε ήταν το Being Boring, όμως είναι σχεδόν αδύνατο να χωρέσουν 22 χρόνια μουσικής ιστορίας σε λιγότερο από 2 ώρες…
Το τέλος της συναυλίας μου άφησε μια συγκινητική, γλυκόπικρη απόγευση, εκείνη της τελευταίας φοράς. Ίσως επειδή, στα μάτια μου, φάνταζε περισσότερο μ’ αντίο παρά μ’ ανοιχτή υπόσχεση επιστροφής. Αυτό μάλλον συνέβη για λόγους καθαρά προσωπικούς: Προτιμώ ένα καλό πάρτυ να τελειώνει μ’ ένα μεγαλειώδες πυροτέχνημα, παρά να συνεχίζει ως το πρωί, μέχρι που η μουσική να μην ακούγεται πια καθόλου…
Υ.Γ. : Έχω να προσθέσω και το σχόλιο του Έλληνα παρατηρητή. Τελικά, δεν είναι πάντα μέρος της παράστασης όταν ακούμε πως είμαστε ζωντανό κοινό, κλπ, κλπ. Οι βόρειοι είναι περισσότερο φειδωλοί στον ενθουσιασμό τους. Από την άλλη βέβαια, ίσως και να φταίει το κρύο: άλλωστε, όταν παρευρίσκεσαι σε open air με 12 βαθμούς, διαβολεμένο αέρα και τα παπούτσια σου να βουλιάζουν στη λάσπη, λίγο δύσκολο να είσαι animated με κασκόλ, παλτό και 2 πουλόβερ από μέσα…
Σχολιάστε