Dear hero imprisoned, With all the new crimes that you are perfecting, Oh, I can’t help quoting you, Because everything that you said rings true, And now in my cell, (Well, I followed you), And here’s a list of who I slew, Reggie Kray – do you know my name ? Oh, don’t say you don’t, Please say you do, oh, oh, I am the last of the famous, International playboys, The last of the famous, International playboys, And in my cell, (Well, I loved you), And every man with a job to do, Ronnie Kray – do you know my face ? Oh, don’t say you don’t, Please say you do, oh, oh, I am of the famous, International playboys, The last of the famous, International playboys, In our lifetime those who kill, The newsworld hands them stardom, And these are the ways, On which I was raised, These are the ways, On which I was, which I was raised, I never wanted to kill, I AM NOT NATURALLY EVIL, Such things I do, Just to make myself, More attractive to you, HAVE I FAILED ? Oh…oh..yeah(yeah) woah woah woah x3, Oh, the last of the famous, International playboys
Στο κρατητήριο διαπιστώνει ότι το να μοιράζεσαι φυλετικές προκαταλήψεις με τους υπόλοιπους από το μέτωπο είναι τα κάγκελα που φαίνονται απ’ έξω. Τα πραγματικά κάγκελα, ωστόσο, αυτά που σε χωρίζουν από τον κόσμο της πραγματικότητας, είναι αυτά που βλέπει τώρα από μέσα, μέσα από το κελί όπου βρίσκεται μαζί με μερικούς πακιστανούς έφηβους και αλβανούς αγνώστου ηλικίας. Φυσικά υπάρχει μια διακριτική μεταχείριση υπέρ του από τον ήλιο αλλά και αυτός δεν μπορεί να βρει εύκολα σχισμή για να εισχωρήσει. Δεν γνωρίζει πώς να συμπεριφερθεί, το savoir vivre της κοσμικής γιορτής που επιβάλλει το κεντρικό αστυνομικό τμήμα Εξαρχείων είναι εκείνο της σιωπής, της παρουσίας του ανά παιχνίδι εκεί και της αποφυγής εμετού σε ήδη κατειλημμένα μέρη. Το άσχημο είναι ότι μια προσωπική εμπειρία που κοινοποιείται ξεφεύγει από τον έλεγχό του. Οι εικασίες είναι άσχημο πράγμα αλλά γεγονός είναι ότι τα επεισόδια έγιναν, ήταν παρών στα επεισόδιο και η τάβλα έπεσε στο συγκεκριμένο κεφάλι.
Το ποινικό του μητρώο θα λερωθεί. Θα χριστεί πάραυτα ως sweet and tender hooligan. Αλλά μόνο στη συνείδησή του και στα λοιπά της ζωής, που υπήρξε ως κάποιο σημείο δική του, που έκανε κάθε προσπάθεια να της την παραχωρήσει και που τώρα διακατέχεται από σύνδρομα απέχθειας προς το πρόσωπο του αιμοσταγούς ιδιοκτήτη της. Στην ουσία όμως η τυφλή βία δεν είχε παρά τον ίδιο ως οδηγό της και εκείνος ως πιστός της σκύλος έπρεπε να την περάσει απέναντι όταν είδε το πράσινο ανθρωπάκι να τον καλεί να τρέξει.
N.F.D.
Ίσως δεν ασχολούνταν καν. Δεν τον ενδιέφερε επάνω κάτω. Όταν την κοίταζε στα μαθήματα της ξένης γλώσσας δεν την πρόσεχε. Απλώς σκεφτόταν εκείνο το κεφάλαιο μιας Επιστολής του Αποστόλου Παύλου, που αποκωδικοποιεί όλο τον Rimbaud και όλο τον Ντοστογιέβσκη. Ή κάπως έτσι, αλλά και πάλι δεν επιζητούσε κάτι τόσο φιλόδοξο, επιδίωκε απλώς της δείξει ότι σ’ αυτόν τον κόσμο, τον σχεδιασμένο για αφόρητα βαρετούς τύπους, αυτός δεν ήταν ακόμη ένας από αυτούς, ότι ήταν το αγόρι της διπλανής πόρτας που την περίμενε να του χτυπήσει για ζάχαρη.
Είχε απομυθοποιήσει τη motherboard του εσωτερικού του χάους και είχε φροντίσει να αποξενωθεί από το καλούπι του, για ν’ αποφύγει τα χειρότερα, ν’ αναζητήσει έναν ξενιστή μέσα της και να γίνει ο Οιδίποδας που σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια τρέφει στους κόλπους της. Ωστόσο, δεν είχε αποβάλει από τη CPU του την εικόνα που θα ήθελε να πλάσει η ίδια για εκείνον, πράγμα που θα έκανε αν ήταν στοιχειωδώς έξυπνος για να καταλάβει ότι δεν την ενδιέφερε. Αυτό είχε ως συνέπεια να συνεχίζει να ανταποκρίνεται σε κάποιον ρόλο που είχε επινοήσει ο ίδιος για τον εαυτό του, χωρίς να νοιαστεί αν μπορεί υιοθετώντας τον να την απομακρύνει ακόμη περισσότερο από εκείνο το οποίο είναι. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει τον δρόμο του προς την κεντρική μνήμη και να γίνει έρμαιο των καταστάσεων που θα τον ενοχοποιούσαν στα μάτια της. Έτσι, σκατά όπως τα έκανε σύρθηκε τουλάχιστον 15 μίλια μέσα σ’ αυτή τη RAM που δημιούργησε προσπαθώντας να αποφύγει τη σφίγγα που του παρουσίαζε όποτε τον έβλεπε αυτό το κορίτσι . Οπότε ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι γνωρίζει τι στο διάβολο ο ίδιος αισθανόταν, όταν δεν γνώριζε καν πόσο λίπασμα υπήρχε στην ψυχή του μηχανήματος αντί για σκατά. Αν την άκουγε να του λέει ότι τον είχε ερωτευτεί θα διαπίστωνε ότι είναι τρελή, αν του έλεγαν ότι τον σέβονται ότι είναι τρελοί, αυτοί που τον έκαναν να νιώθει σαν τον όνο του Μπουριντάν. 15 μίλια σκατά είναι αυτά, δεν ακούγεται καν το σύρσιμο μέσα στη νύχτα, ιδίως αυτή τη λασπωμένη εποχή που όλοι κινούνται σαν διάττοντες αστέρες γύρω του, με τη διάθεση να εκπέσουν σε μαύρες τρύπες.
Στην ουσία ήθελε να απλοποιήσει τα πράγματα. Να έρθει πιο κοντά της χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν λιγότερα εκφραστικά μέσα. Αλλά εκεί έγκειται η δυσκολία καθώς το να περιορίζεσαι σε αφορισμούς όποτε βλέπεις κάποιον σε κάνει αν όχι γραφικό, υπόλειμμα αισθητικής συνέπειας. Η αδιαφορία της δε, σε σημείο να καταντά αυτό-αναφορική, τον έκανε να αισθάνεται το σώμα του σαν κουκούλι που κυοφορεί την έκρηξη στη μορφή της. Γι’ αυτό και αγνοούσε ηθελημένα τον αόριστο τόνο της, τη λανθάνουσα ειρωνεία και τα ηφαιστειακά πετρώματα που σημάδευαν την όποια του προσπάθεια να χυθεί κοντά της ως λάβα. Γεγονός είναι ότι ούτε εκείνη έδειχνε να θέλει να καταλαβαίνει, αλλά και εκείνος απέφευγε να δείξει ότι θέλει να θελήσει η ίδια να καταλάβει, για να μη βρεθεί προ τετελεσμένων και χρειαστεί εκ των υστέρων να της προτείνει να κλείσει τα μάτια προτού τον αγκαλιάσει και να σκεφτεί κάποιον που σωματικά θαυμάζει – την ρώμη του, την επιπεφυκίτιδα του και την οσμή από το αγριοτέλευτο των τελετών λήξεως της Περσεφόνης ως γυναίκας. Εξάλλου, και αν ακόμη την έπειθε –πράγμα που τρόμαζε στην ιδέα του, εξίσου στη θετική με την αρνητική του μορφή – (θα της) ορκιζόταν ότι δεν θα το αποκάλυπτε σε κανέναν, πόσο μάλλον όταν αυτή τη θέση που είχε βρει κάτω από τον ήλιο για εκείνον πια, την είχαν καταλάβει άλλοι προηγουμένως.
Γνώριζε ομπρέλες στις δημόσιες πλαζ που είχαν την συνήθεια να αποκαλύπτουν τις κινήσεις των ίσκιων των προηγουμένων. Ήταν αλαφροίσκιωτος. Θα της ζητούσε να τον αγκαλιάσει, πράγμα που ποτέ βέβαια εκείνη δεν θα έκανε, μα θα (της) ορκιζόταν, δεν θα το έλεγε σε κανέναν. Σε κανέναν, ίσως έφτανε στο σημείο να μην το πιστέψει και ο ίδιος. ‘Σιγά’, θα έλεγε κοιτάζοντας στον καθρέφτη αγουροξυπνημένος, ‘σιγά μην μου είπε ότι είναι ερωτευμένη μαζί μου, σιγά ρε μεγάλε, ποιος είσαι? Ξύπνα. Απλά χτές βράδυ ονειρεύτηκες ότι κάποια είναι ερωτευμένη μαζί σου, ούτε πόνος, ούτε χαρά, απλώς λάθος παραφορά’. Ο σκύλος γάβγιζε. Μα ακόμη και αν της ζητούσε κάτι τέτοιο, έστω να τον αγκαλιάσει, θα το έκανε αυτό αύριο, και όπως μας είχε πει κάποτε ο δάσκαλος ‘το αύριο είναι ο δρόμος που οδηγεί στη χώρα του ποτέ’. Ευκαιρία να γίνει κοσμοπολίτης.
Άσε που εκείνον τον καιρό είχε και τα του συνδέσμου. Δηλαδή πώς να οργανωθεί η όλη κατάσταση, τα είχε κάνει μουνί καπέλο –δηλαδή δεν τα είχε κάνει μουνί καπέλο, απλά του άρεσε η έκφραση, να όμως τι εννοούμε λέγοντας ότι για να την πλησιάσει θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει όσο το δυνατόν λιγότερα εκφραστικά μέσα, αλλά πού μυαλό-,αυτός εκεί, να λέει ‘τα έκανα πουτάνα’. Γαμώτο, συνέχεια μπερδευόταν, όλα πήγαιναν καλά με το σύνδεσμο, μέλη αρκετά, τα οικονομικά ποτέ στην ώρα τους, αλλά οι περισσότεροι μάχιμοι, μπάλα δεν σκάμπαζαν αλλά στα επεισόδια ήταν άριστοι. Και όλο στη Disco, με τον αέρα να φυσά και να ψάχνουν τον David ανάμεσά τους. Οι Κύκλωπες. Ήταν γεμάτοι πύον και στίχους από τραγούδια των Metallica, γιατί ποια Maiden τώρα, η μόνη σιδηρά ήταν η κυρία. Όχι ότι δεν ήταν ικανοί να μαλώσουν και γι’ αυτό αλλά κάτι τέτοια συμβαίνουν σ’ όλες τις καλές οικογένειες, είτε σε λένε David, είτε William. Πάντως ακουγόταν ότι οι αντίπαλοι θέλουν την πόλη καθαρή, είχαν αναρτήσει αυτοκόλλητα σε όλες τις πινακίδες της και φρόντιζαν να κάνουν pick n roll στα θραύσματα των μικρών μαγαζιών και των μεγάλων πολυεθνικών.
Συνεχίζοντας να αποτελεί τον όνο που ανάμεσα σε δύο δέματα σανό δεν μπορεί να διαλέξει κανένα, έθετε ζητήματα προς επίρρωση των απόψεών του περί της ελευθερίας της βουλήσεως βάζοντας την στο επίκεντρο. Το αστείο ήταν ότι δεν είχε καταλήξει σε κάποια σταθερή απόφαση για τα ζητήματα της Μοίρας, έστω και αν ήταν πασιφανές ότι αποδεχόταν το πασιφανές. Ότι δηλαδή σαφώς και διεπόταν από την ελευθερία της βουλήσεως. Με τη διαφορά ότι αποδεχόταν ότι εκείνη είναι που διέπεται από την ελευθερία της βούλησης, αυτός διέπεται από την ατολμία της βούλησης. Και εκεί ήταν όλο το ζήτημα, τι προτιμούσε δηλαδή ο ίδιος, να κανονίσει ο ίδιος σε ανοιχτή επικοινωνία με τη Μοίρα την αντίδρασή της ή να την αφήσει να κινηθεί μόνη της? Αλλά τότε έπεφτε στο οξύμωρο σχήμα να πετάει το μπαλάκι στον εαυτό του αναζητώντας λύσεις σε διλήμματα που οριστικά είχε λύσει υπέρ της. Και αυτή η καταραμένη ελευθερία της, τον συνέφερε ή όχι? Γιατί ναι μεν διαπίστωνε ανά τακτά διαστήματα ότι δεν τον ήθελε αλλά πειθόταν μετά από καιρό με αντεπιχειρήματα ότι τη διέκρινε μια αντιπαθητική συμπάθεια προς το πρόσωπό του. Δηλαδή τα έκανε μουνί καπέλο – αλλά τώρα που χρειαζόταν, δεν καταδεχόταν να χρησιμοποιήσει την έκφραση.
Ίσως γιατί όταν έβλεπε τις γκρίζες τοιουτοτρόπως Κυριακές την ομάδα του να ηττάται προτιμούσε να ρίχνει το βάρος στο όνειρό του και να γιορτάζει τα επινίκια ανάμεσα στους καπνούς της Πυθίας κάνοντας προβλέψεις για το αποτέλεσμα του δικού του παιχνιδιού. ‘Μια τζούρα για την ομάδα!’ φώναζαν από μπροστά αλλά εκείνος την τράβαγε για την κοπέλα. Αλλά είχε πλάκα να αποφεύγει το αληθινό tete a tete με τον αντίπαλο των ονείρων του περιμένοντας να δικαιολογήσει αυτή την αναβολή της κύησης με το σπασμένο τζάμι, ή το διερχόμενο λεωφορείο αντίπαλων οπαδών ή το shoplifting στην εθνική. Τους κατέβαζαν πριν το ματς τα ΜΑΤ κ ποτέ δεν διψούσε, ούτε πεινούσε γιατί κατά τα άλλα χαιρόταν να χάνει η ομάδα του αντί γι’ αυτόν και να γυρίζουν έπειτα σαν κλαμένοι γάτοι βρίζοντας θεούς και δαίμονες και πολιορκώντας την πραγματικότητα με αναλώσιμες στιγμές μεγαλειώδους συντριβής.
Άλλωστε, θα είχε για δικαιολογία του το συντριπτικό κάταγμα που προκάλεσε το οριζόντιο δοκάρι στο κουτί με τα Υπνοστεντόν ώστε όταν τη ξανά αντικρίσει να την αποκρούσει με την δικαιολογία ότι του λείπει ύπνος σε έναν ανέραστο κόσμο. Ή έτσι νόμιζε ότι θα την κάμει να ενδιαφερθεί για τα εξοντωτικά ωράρια των road movies που γύριζε γι’ αυτήν στις εθνικές . Και ήθελε να της πει να τον νανουρίσει για να κοιμηθεί και έπειτα να τον αφήσει ήσυχο, να μην τον ξυπνήσει το πρωί, γιατί θα έχει ήδη φύγει, να μην αισθανθεί καν άσχημα γιατί αυτός θα είναι ευτυχισμένος που κοιμήθηκε, έστω για μια στιγμή να νιώσει ότι την εγκαταλείπ ει, ποια, αυτή που υπήρξε γι’ αυτόν ΤΟ ενσαρκωμένο υπνοστεντόν της αδιαφορίας όποτε προσπαθούσε να την μυήσει στον κόσμο του Morrissey. Γιατί ή της μιλούσε για τον Edgar Allan Morrissey είτε για τον Stephen Patrick Poe ήταν το ίδιο γι’ αυτή, την νανούριζε, την άφηνε ήσυχη, δεν την ξυπνούσε καν, είχε ήδη, τον είχε ήδη εγκαταλείψει. Αυτό πρέπει να ονομάζεται ομοιοπαθητική συνέχαιρε τον εαυτό του που είχε καταφέρει γι’ άλλη μια φορά να προσθέσει στη ζωή του που ήταν μια συνέχεια ανθρώπων που του έλεγαν αντίο τον ίδιο – την ίδια δηλαδή αυτή ηρωίδα που του ορκιζόταν ότι άκουγε φωνές, ενώ εκείνος της μιλούσε με τον ίδιο πάντα τόνο κ εκείνη τον αποχαιρετούσε με τον ίδιο πάντα τρόπο.
Στο μάθημα της έγραψε μια κασέτα με τις επιτυχίες των Smiths και του Morrissey, μήπως και την συγκινήσει, κασέτα που ωστόσο από αδιαφορία, απροσεξία και παρομοιώδη αφέλεια κατέληξε στη τσέπη ενός μεταλλά, ο οποίος είχε την επόμενη ώρα μάθημα. Ο οποίος την βρήκε κάτω από το θρανίο του και αποφάσισε να την δωρίσει στην κοπέλα του κάνοντάς την να πιστέψει ότι πραγματικά τρέφει για εκείνην τρυφερά αισθήματα και τα ακούσματα του δεν περιορίζονται στους Venom. Όταν την ρώτησε, στο επόμενο μάθημα πια, αν της άρεσαν τα κομμάτια, εκείνη – που μόλις τότε θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει την κασέτα στο φροντιστήριο – έκρινε καλό να απαντήσει ότι, ‘αν και δεν ακούει τέτοια μουσική, τα κομμάτια της άρεσαν πάρα πολύ’. ‘Οπότε θα βγούμε κάποια στιγμή σε κανένα αφιέρωμα στους Smiths?’, την ρώτησε.. ‘Ναι, γιατί όχι? Αρκεί να βολεύει και η ημέρα’, είπε εκείνη.
Γιατί εργαζόταν. Σε αντίθεση με αυτόν που προτιμούσε να σκάπτει ένδον όπως έλεγαν και οι αρχαίοι, να σκάπτει κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Βασικά σκεφτόταν τι όνομα να διαλέξει για να γράφει στους τοίχους δίπλα στον αριθμό της θύρας και δεν μπορούσε να διαλέξει κάτι καλό. Bigmouth, το είχε προλάβει εκείνη, που της το είχε γράψει στην κασέτα, που δεν ήταν ακόμη ένα τραγούδι για τη βασίλισσα αλλά για την ίδια. Jack the ripper ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τη χειρουργική ακρίβεια με την οποία θα έπρεπε να χειρίζεται το spray για να μην εξιχνιάσει ο περαστικός την προέλευση των χρωματιστών εντοσθίων που θα άφηνε στον τοίχο. Suedehead ήταν αρκετά καλό αλλά είχε μακριά μαλλιά – εκείνη, όχι ο ίδιος.
Ξύρισε το κεφάλι στα τρία χιλιοστά και αποφάσισε Wilde …. Αλλά ήδη στην πόλη υπήρχαν πολλοί με τσεκαρισμένα κεφάλια και θα έπρεπε να προσέχει το πέσιμο από την ασφάλεια και από τους άλλους που ήθελαν να την καθαρίσουν από τους συνδέσμους της ομάδας του. Ιδίως έπρεπε να προσέξει όταν τρώει τις κλωτσιές –αν τις φάει – να φυλάγεται στα ευαίσθητα σημεία και να την σκέφτεται αν μπορεί, γιατί τόσο ξύλο δεν μπορούσε να πλησιάσει ούτε στο ελάχιστο το δικό της όχι. Και τότε έπεφτε σε άλλες σκέψεις, άραγε απλώς δεν τον ήθελε ή απλώς φοβόταν, ήταν άλλο ένα κορίτσι που φοβόταν, πού θα οδηγούσαν οι προθέσεις του, ή αν είχε κάποιες προθέσεις. Ή μήπως ήταν αυτή θαρραλέα και έπρεπε αυτός να αισθάνεται ντροπιασμένος για τον εαυτό του, ως συνήθως – με ιδιαίτερα ελεγειακή έμφαση το ως συνήθως.
Και εκεί –σε μια ακόμη επίδειξη πρωτοφανούς σύγχυσης και αγορίστικης βλακείας- τα έκανε πουτάνα στο μυαλό του και μπέρδευε στους στίχους τους αντίπαλους με εκείνη. Απλώς αστειευόμουν όταν είπα ότι θα χυθεί αίμα στο κρεβάτι σου ή ότι θέλω να σου σπάσω κάθε δόντι. Και αναρωτιόταν ‘ανήκω στην ανθρώπινη φυλή, να κάνω τέτοιες σκέψεις?’, που ούτε δικαιολογούνται ούτε δικαιολογούν. Κατά κάποιον τρόπο θα ήθελε να δικαιολογούνταν, έπειτα στρεφόταν στον Ιησού να κατηγορήσει για αυτήν την αγάπη που δεν μπορούσε να διοχετεύσει πουθενά εκτός από τις βιτρίνες των καταστημάτων, τα υποψήφια κεφάλια των αντιπάλων ή τα παρακμιακά clubs στα οποία εκείνη πάντως δεν σύχναζε και άρα δεν επρόκειτο να λάμπουν παρά μόνο από τις συχνές ή τυφλές εκρήξεις βίας αυτού και της παρέας του. Αλλά επίσης γνώριζε ότι εκείνη ήταν η κοπέλα στην οποία θα μπορούσε να αφηγηθεί μέσα σε 5 δευτερόλεπτα – αν βέβαια του τα διέθετε – την ιστορία όλης του της ζωής. Και θα της το ζητούσε αν δεν φοβόταν – και σ’ αυτήν την περίπτωση αποδεικνύεται ότι ο φόβος είναι μια καθαρά ανθρώπινη επινόηση για να μην μπορούν να συνδράμουν οι θεοί τις γλυκές τους σκέψεις ή έστω κάτι άλλο που να δικαιολογεί την ανθρώπινη φύση – αν δεν φοβόταν λοιπόν ότι θα του έλεγε ‘Μου άρεσες πολύ περισσότερο εκείνες τις ημέρες που ήσουν εντελώς φτωχός από ελπίδα, όταν δεν είχες τίποτε να μοιραστείς παρά τα 16 σου χρόνια’. Και έπειτα θα του έκανε μια χειρολαβή και θα επικαλούνταν την βοήθεια των άλλων αμαζόνων για να του πάρουν την ζώνη των τραγουδιών που της είχε δωρίσει τυλίγοντάς την στο εσωτερικό της κασέτας και μοιραζόταν –πίστευε- μαζί της. Αλίμονο ο μεταλλάς ήδη είχε αρχίσει ν’ ακούει σκυλάδικα και ανέβαζε στο τραπέζι την κοπελιά του, η δε κασέτα, άγνωστη η τύχη της.
Τα έκανε λοιπόν πουτάνα στο μυαλό του κ έβλεπε τους εραστές ενθουσιασμένους την ώρα τη μενεξεδιά την μεθυσμένη να τον προσπερνούν, αναρωτιόταν πόση πολύτιμη ώρα είχε χάσει να εμπιστεύεται τον καιρό του σε ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται καν αν ζει ή αν τα έφτυσε. Ακολουθούσε την ομάδα που και εκείνη τα είχε κάνει πουτάνα και τους ανάγκαζε να καταναλώνουν άπειρες ποσότητες ναρκωτικών που έκρυβαν στις εσοχές του ουρανού των λεωφορείων, ο οποίος ωστόσο γνώριζε ότι ήταν μίζερος. Δηλαδή του μιλούσε, τον ρωτούσε κλπ. Αλλά τώρα δεν μας γαμάει και αυτός, όλοι έχουν άποψη, έλεγε και βυθιζόταν στον ύπνο της βίας, γιατί ήταν όπως και να έχει ένας ποιητής της, της βίας ή της ασχήμιας ή και των ίδιων των ξένων γλωσσών που κακοποιούσε αμετάβλητα θέλοντας αντί να τους δώσει τα φώτα του να τους τα αλλάξει, ή περιμένοντας εκείνο το φως που ποτέ δεν σβήνει…
The wind blows
…και το οποίο ξαφνικά είδε να έρχεται μια όμορφη πρωία, την οποία κατά τα άλλα δεν του επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει ως εκφραστικό μέσο. Ήταν το ίδιο εκείνο πρωινό που τον ρώτησε αν θα μπορούσε να της βρει εισιτήριο για το ντέρμπι, πράγμα που θα έπρεπε να του κινήσει αν μη τι άλλο την περιέργεια. Αλλά ως φίλαυτο ον, ‘ποιο ντέρμπι τώρα, επιτέλους ξεπέρασε τους δισταγμούς της, με γούσταρε αλλά τώρα μου το δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο μετά το γλωσσόφιλο!’, σκέφτηκε. Το πιο εύκολο πράγμα, να της βρει εισιτήριο για το ντέρμπι! Και σαφώς μετά θα του ζητούσε να τον ακολουθήσει στη συναυλία του Morrissey, που είχε προγραμματιστεί για την ίδια ημέρα στις 25/11/2006 εν Αθήναις. Είχε λοιπόν όλο τον καιρό και όλη τη διάθεση να την ξεναγήσει στον εσωτερικό του κόσμο, μέσα σ’ ένα απόγευμα Σαββάτου. Μέσα σ’ αυτό το απόγευμα θα έπρεπε να την κερδίσει, το στοίχημα μεταφερόταν από εξέδρα σε αρένα και από αρένα σε εξέδρα και ο τρόπος ζωής της του ανήκε για πρώτη φορά.
Και όντως του ζήτησε εισιτήριο και για τη συναυλία, απαίτηση που αντιμετώπισε με πιο cool τρόπο καθώς το γνώριζε και δεν ήθελε να δείξει ότι είχε αναληφθεί από τη χαρά του. ‘Θες να σου αγοράσω ή θα περάσεις μόνη σου? Θυμάσαι τα τραγούδια? Α, απλώς θέλεις να τον ανακαλύψεις μόνη σου τον Moz?’, οι ερωτήσεις στο τηλέφωνο έσταζαν μέλι από την άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.
Σκατά. Τα 15 μίλια είναι πολλά ακόμη και για έναν ανθρακωρύχο που μέσα τους πιστεύει ότι θα ανακαλύψει θησαυρό αντί για άνθρακες. Αν το γνώριζε θα είχε φροντίσει να πασαλειφτεί ή έστω να πασαλείψει όλη την πόλη την ημέρα της μεταφυσικής συνάντησης του Ποιητή από το Manchester με εκείνη που συνήθιζε να μονοπωλεί τα μπουζούκια και τις πλαστικές σακούλες εμετού με τις φίλες της. Όταν εμφανίστηκε ντυμένη απλά, με αθλητικά, τζην παντελόνι και μπουφάν της έβαλε μια κονκάρδα του Moz. Σαν να την επιβράβευε για την ευγνωμοσύνη που της έτρεφε, για το γεγονός ότι είχε σημειώσει γι’ αυτόν κάπου στο σημειωματάριο της και τον είχε σώσει ψυχολογικά. Επιβιβάστηκαν και κατέβηκαν στο λιμάνι όπου δεν θα ανεχόταν ποτέ να χάσει από τον αντίπαλο, πόσο μάλλον σε τέτοιο ντέρμπι.
Βέβαια, όταν βρέθηκαν προ ενός τέτοιου συγκλονιστικού απροόπτου έκριναν καλό κάποιοι θερμόαιμοι – και ανάμεσα τους ο ίδιος- να αρχίσουν εις ένδειξη διαμαρτυρίας να γκρεμίζουν τα κάγκελα για να μπορέσουν να εισχωρήσουν στο γήπεδο. Δηλαδή όχι ότι έφταιγε κάποιος άλλος εκτός από το ίδιο το σύμπαν, αλλά αυτοί που είχαν εκείνη την ώρα μπροστά τους ήταν οι αντίπαλοι οπαδοί. Σε αυτούς έπρεπε να παραπονεθούν για το εις βάρος τους σκορ, για την κακοσμία στις τουαλέτες στη θύρα των φανατικών, για τους ληγμένους λογαριασμούς του ΟΤΕ, για τα vetex που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Δηλαδή εκ των υστέρων αναρωτιόταν και ο ίδιος πώς για μια στιγμή ξέχασε ότι βρισκόταν εκείνη δίπλα του αλλά την άφησε να περιμένει μέχρι να αποταθεί στους απέναντι και να γυρίσει να την μαζέψει να πάνε στη συναυλία. Αν και χωρίς να το καταλάβει εκείνη τον ακολούθησε και μέσα από τα συντρίμμια τον είδε να ξεπροβάλλει με το χαμόγελο του ηθικού νικητή. Τυφλή βία. ‘ I can t help quoting you’.
Είχε κατορθώσει να σπάσει το κεφάλι κάποιου. Έπειτα την πήρε από το χέρι και την οδήγησε έξω από το γήπεδο, όπου οι συμπλοκές συνεχίζονταν με τα σώματα ασφαλείας να παίρνουν μέρος και το πεδίο να έχει μετατραπεί σε κρανίου τόπο αλλά αποχώρησαν ήσυχα-ήσυχα για τη συναυλία.
Moz, Athens, 25/11/2006
Θα ειδοποιούσε νωρίτερα αν δεν ήταν όλα υπό έλεγχο. Δηλαδή δεν είχε να φοβάται τίποτε γιατί τον είχε δίπλα της. Έτσι απλώς έστειλε το μήνυμα και αποφάσισε να δει επιτέλους τι είναι αυτό το Morrissey. Όταν έφτασαν στον τόπο του εγκλήματος εκείνος πήγε να πλύνει τα χέρια του και εκείνη έμεινε να βλέπει τον κόσμο που σιγά-σιγά συγκεντρωνόταν κοντά στη σκηνή, καθώς είχε τελειώσει το support group – που, ανακουφισμένη που δεν ήταν αναγκασμένη να γνωρίζει τίποτε γι’ αυτό, ένιωσε την ανάγκη να τον ρωτήσει ποιο ήταν. Η απάντηση ήταν ουδόλως κατατοπιστική. ‘Δεν γνωρίζω και δεν με, μας, ενδιαφέρει. Αγάπη, ειρήνη, αρμονία, πολύ όμορφα αλλά όχι στον δικό τους κόσμο, μόνο σ’ αυτόν του Moz’, της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι συνωμοτικά. Χαμογέλασε και εκείνη ανταποδοτικά αλλά κάπου μέσα της ένιωσε να πεθαίνει ένας ακόμη disco dancer, τον Travolta να προσχωρεί στο pink κίνημα και στο βάθος είδε τον Πιερ Πάολο Παζολίνι με φόντο ένα Σταυρό να εποπτεύει το πλήθος κάπως ανορθόδοξα. Όπως απέδωσε τη ζωή του Χριστού.
Όταν βγήκε στη σκηνή ο Morrissey είχαν ήδη στριμωχτεί ανάμεσα στους αντίπαλους θεατές και προσπαθούσαν να δουν καλύτερα.
Μετά το ‘Panic’ προσπάθησε να νιώσει τα πόδια της στο έδαφος -να νιώσει κάπως ασφαλής, να τρέξει κάτω, στην Ασφάλεια της πόλης- αλλά, κάπως αμήχανα, διαπίστωσε ότι δεν πατούσαν στη γη. Και όμως εκείνη τη στιγμή ένιωσε κατειλημμένη από μια πρωτόγνωρη έκλαμψη καθώς από τη μια συνειδητοποιούσε ότι τα τραγούδια που τόσο καιρό έπαιζε ο DJ δεν έλεγαν τίποτε, μα τίποτε, τίποτε, μα τίποτε από τη ζωή της και από την άλλη ότι δεν πρόκειται να κατανοήσει κανένα κομμάτι χωρίς πρώτα να το ζήσει, δηλαδή δεν γινόταν εδώ, στο χώρο της παλλόμενης Καρδιάς να χαράξει το δικό της νοησιαρχικό νεκροταφείο, ενώ εκ των υστέρων θα ανατρέχει σε ιστορίες του Poe για να δικαιολογήσει το γκρέμισμα του τείχους που την χώριζε από την Καρδία – και κατ’ επέκταση την δική της καρδιά- και να νιώσει ότι δεν είναι ακόμη μια μαύρη γάτα που έκλεισε εκείνος μαζί με το πτώμα στο κούφιο για να την φυλακίσει στην δική του καρδιά. Έτσι, κοίταξε δίπλα της μια στιγμή και επιτέλους τον αντίκρισε όπως εκείνος θα ήθελε να τον αντικρίσει αλλά δεν ήξερε τον τρόπο (εκείνος, εκείνη, ποιος δεν έχει τόση σημασία, η ελευθερία είχε καταλυθεί προ πολλού).
Ο Morrissey συνέχισε βέβαια να κάνει την δουλειά του, δηλαδή να προσπαθεί να δικαιολογήσει αυτόν τον γλυκό και ευαίσθητο hooligan που είχε δίπλα της. Έγινε συνήγορός του, τραγουδώντας σ’ εκείνη ότι δεν υπήρξε ποτέ ερωτευμένη, ως που αντίκρισε τον ήλιο ν’ ανατέλλει πίσω από το Σπίτι για τους Τυφλούς. Γιατί εκείνος ναι μεν είχε κλέψει απ’ όλους πλούσιους και φτωχούς αλλά ήταν και ο first of the gang to die, δεν ήταν μικρό το τίμημα να σκοτώνει κάθε φορά τον εαυτό του για να έχει το κουράγιο την επόμενη φορά να την νιώσει να τον σκοτώνει. Και όταν μάλιστα το μόνο που ήθελε ήταν να κλέβει καρδιές. Εξάλλου – συνέχισε με τη λυρική του ειλικρινή ειρωνεία ο Moz – εκείνος, ‘the youngest was the most loved’. Ναι τον είχαν κρατήσει μακριά από τα μάτια τους, μακριά από τον κόσμο, μέσα στα τραγούδια, άραγε ποιος τον μετέτρεψε σε δολοφόνο? Μήπως είναι ένας κακός άνθρωπος? Υπάρχει κάτι παράλογο στη ζωή? Μήπως είχε κάπως συμβάλλει και εκείνη που κρατούσε το κλειδί? – και τότε άκουσε εκείνον να παίρνει τον λόγο από την υπεράσπιση και να τραγουδάει, να της ψιθυρίζει ακροβατώντας στις φωνητικές του χορδές καθώς έπαιρναν το σχήμα της φλέβας του λαιμού του, ότι τίποτε δεν βρισκόταν μέσα του ώσπου εκείνη εμφανίστηκε, ο θηλυκός Accatone, που τον αφήνει σαν τον Παζολίνι να περιπλανιέται στη σκηνή, ενώ ‘You have killed me‘, της είπε. ‘Disappointed’ πρόσθεσε ο Morrissey, με τη φλυαρία που διέπει όσους θέλουν να δικαιολογήσουν κάποιον, απείλησε ότι δεν θα ξανατραγουδήσει, αλλά τον απέτρεψε το κοινό και συνέχισε παρουσιάζοντάς τον και πάλι σ’ εκείνη, ως b-side Gangleader, alter ego μιας mismatch κοινωνίας που απεχθάνεται τον αυτό-εγκλωβισμό της στο υπόγειο. ‘William it was really nothing’, συνέχισε απευθυνόμενος στην Πολιτική Αγωγή, εκείνη δεν νοιάζεται για τίποτε, εκείνος έχει πάψει να ονειρεύεται, οξυγόνο.
‘Everyday is like Sunday’, όλα τα γκρίζα αποτυπώματα στο corpus delicti, δεν αποδεικνύουν τίποτε περισσότερο, παρά ότι ακόμη και ο Θεός συνεχίζει την minimal βοήθειά Του προς τον κατηγορούμενο μετατρέποντας το άσπρο μαύρο που πίστευε για εκείνον σε μια γραμμή από σύννεφα μορς που απαντούν στην κραυγή ‘Dear God please help me’ θετικά. Το λογύδριο του Morrissey είχε εκστασιάσει άπαντες παρευρισκομένους, οχληρούς και μη, καθώς μάλιστα τώρα ερχόταν πάλι η σειρά του κατηγορουμένου, εκείνη τον είδε να της απευθύνεται, ‘Let me kiss you’. Δεν μπορούσε παρά ν’ αναλυθεί σε εσωτερικά δάκρυα τα οποία αργότερα έστειλαν στη σήμανση για να πιστοποιηθεί και από την εγκληματολογική υπηρεσία η ταυτότητα του δράστη. Αλλά φευ, δεν ήταν και ιαματικά για την ενοχή που είχε αρχίσει να αντικαθιστά το ανέμελο ύφος της κοπέλας που προσεταιριζόταν μέχρι πριν λίγο DJs οι οποίοι δεν είχαν τίποτα να της πουν. Ο Morrissey συνέχισε ‘I ve changed my plea to guilty’, αλλά δεν το εννοούσε, δεν πρόσεχε εκείνη τη στιγμή, γιατί συνέλαβε τη μαλακία που είχε κάνει. Αλλά την επανέφερε στην πραγματικότητα, τη Morrissey-ική, τοποθετώντας την ‘In the future when All’s well’, την κάλεσε να σηκωθεί ως μάρτυρας υπεράσπισης εκείνου, ν’ αντιμετωπίσει ό,τι φοβάται, να κρατήσει εκείνον. ‘I will see you in far- off places’, πρόσθεσε, ακόμη εκνευρισμένος με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ‘ή αυτό ή θα βρεθείς ως ‘Girlfriend in a coma’ στο νοσοκομείο’, συμπλήρωσε απειλώντας την σε κάποιο σκοτεινό σημείο της αίθουσας – ως δικηγόρος, πρόθυμος να μετέλθει όλων των μέσων που αρμόζουν στην περίσταση ενός γνήσιου performer που αντιμετωπίζει με ακρίβεια χειρούργου την κατάθεσή της. Και αφού συνεχίστηκε η συνεδρία, ο εκκεντρικός δικηγόρος θεώρησε σκόπιμο να μεγαλουργήσει κατακεραυνώνοντας την συνείδηση των θεατών της ιδιότυπης δίκης με την κορυφαία στιγμή της συναυλίας, το ‘Life is a pigsty’. Κατά τη διάρκεια του φιλιππικού των εφτά λεπτών του παρομοίασε τη ζωή με χοιροστάσιο, επικαλέστηκε γι’ άλλη μια φορά το παλιό SOS που μέσω του γκρίζου ουρανού έστελνε εκείνος ανέκαθεν στο Θεό για να του απαντήσει έστω μια φορά εκείνη, χαρακτήρισε τον έρωτα του καθ’ υπαγόρευση λήπτη μηνυμάτων από το υπερπέραν ως εκτροχιασμένο έλκηθρο, και άφησε εκείνον να κλείσει χρησιμοποιώντας πια όλες τις εκφραστικές υπερβολές ‘ every second of my life I live for you’, ‘I m still the same underneath’, ‘I can t reach you anymore’, ‘Can you please stop time can you stop the pain’, τι άλλο να της πει τώρα που τα έχει κάνει σκατά για να τον συγχωρήσει – even now in my final hour?
It’s the same old S.O.S.
But with brand new broken fortunes
And once again I turn to you
Once again I do I turn to you
It’s the same old S.O.S.
But with brand new broken fortunes
I’m the same underneath
But this you, you surely knew
Life is a pigsty
Life is a pigsty
Life is a pigsty
Life is a pigsty
Life, life is a pigsty
Life, life is a pigsty
Life, life is a pigsty
Life is a pigsty
And if you don’t know this
Then what do you know?
Every second of my life I only live for you
And you can shoot me
And you can throw me off a train
I still maintain
I still maintain
Life, life is a pigsty
Life is a pigsty
And I’d been shifting gears all along my life
But I’m still the same underneath
This you surely knew
I can’t reach you
I can’t reach you
I can’t reach you anymore
Can you please stop time?
Can you stop the pain?
I feel too cold
And now I feel too warm again
Can you stop this pain?
Can you stop this pain?
Even now in the final hour of my life
I’m falling in love again
Again
Even now in the final hour of my life
I’m falling in love again
Again
Again
Again
I’m falling in love again
Again
Again
Again
Το πλήθος δεν μπορούσε παρά να χειροκροτήσει την συναισθηματικά φορτισμένη συνενοχή που συγκατάνευσε στους αγγέλους χείρα βοηθείας την οποία αποτύπωσε ζωγραφικά στον τρούλο της η ζωή η οποία είχε αρχίσει να χτυπά χαρμόσυνα τις καμπάνες του ενστίκτου. ‘How soon is now?’ επανέλαβε ρητορικά ο Moz ανασηκώνοντας τους ώμους, κατσουφιάζοντας και μυκτηρίζοντας ‘He is human and he need to be loved’. ‘Irish blood, English heart’, υπενθύμισε την καταγωγή του, για να ζητήσει, ως δικηγόρος εκείνου, ‘I just want to see the boy happy’. Και έπειτα διστακτικά – αφού αποκήρυξε τις ιδέες της – του αφιέρωσε το National Front Disco. Έφυγε, ξανάρθε και άφησε εκείνον να ολοκληρώσει : ‘See the luck I ve had would make a good man turn bad…’. Την ίδια στιγμή, καθώς της ψιθύριζε ‘so for once in my life let me get what I want Lord knows it would be the first time’, τα χείλη τους ενώθηκαν και ο Morrissey αποχώρησε δίχως να τον καταλάβουν
κάνοντας εκείνη να έχει εσωτερικά συνθλιβεί, να έχει συνειδητοποιήσει τι είχε κάνει και να φροντίσει να περισώσει ό,τι προλάβαινε. Γιατί στην έξοδο και ενώ εκείνος ενθουσιασμένος της μιλούσε για το περιεχόμενο των κομματιών, συγκεκριμένα κοντά στη στάση του τραμ, δυο κοστουμαρισμένοι τύποι τους περίμεναν, ‘Καλή η συναυλία νεαρέ?’. ‘Αντε γαμήσου’. Του έδειξαν τις ταυτότητές τους και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα. Ένα σπασμένο κεφάλι, πριν συμπληρωθούν 24 ώρες θεωρείται αυτόφωρο, ‘πόσο μάλλον όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον σου’. ‘Τι μαλακίες είναι αυτές που λέτε?’ ρώτησε. ‘Θέλεις να του εξηγήσεις?’. Εκείνη έμεινε σιωπηλή. ‘Οπότε θα αναγκαστούμε να σου τα εξηγήσουμε εμείς’, είπε ο τύπος χτυπώντας δυνατά την παλάμη του στο γραφείο. ‘Η … -όπως καταλαβαίνεις δεν είναι το πραγματικό της όνομα, αυτό δεν πρόκειται να το μάθεις- ήταν δίπλα σου αρκετό καιρό. Σκοπός μας είναι να διαλύσουμε εις τα εξ συνετέθη το κίνημα των οργανωμένων οπαδών. Την ώρα λοιπόν που εσύ μαλακισμένο έσπαγες το κεφάλι ενός συνανθρώπου, αυτή’, την κοίταξε, ‘σε βιντεοσκοπούσε με το κινητό. Αυτή τη φορά απ’ ό,τι φαίνεται δεν είχες την προνοητικότητα να βάλεις το παλαιστινιακό γύρω από το πρόσωπό σου!’.
Γύρισε και την κοίταξε. Εκείνη δεν τον κοίταζε στα μάτια. Είχε σκύψει το κεφάλι, κοίταζε κάτω , the rain falls hard on a humdrum town, this town has dragged her down… Ξαφνικά, είπε : ‘Μπορώ να μιλήσω?’. ‘Ναι?’. Θα μιλούσε άραγε για το δυνατό σπέρμα που δεν είχε δεχτεί στο πρόσωπο, για τις φλόγες που δεν πρόλαβαν να κάψουν το I-pod της, για την έρημη χώρα της εποχής στην κόλαση, για το εδώδιμο σέλας που καταπίνουν τα μονοπάτια για να γίνουν λεωφόροι, για την επίδραση του ορού στο πεδίο του Μεξικό το 1970, για το ποιος είναι καλύτερος, ο Ροναλντίνιο ή ο Ζιντάν. ‘Έκανα μια βλακεία, κατά λάθος έσβησα το βίντεο με τα επεισόδια. Το αποδεικτικό μέσο δεν υφίσταται’. Οι τύποι χλώμιασαν.
Εκείνος χαμογέλασε. Φυσικά και δεν είχε κάνει καμιά βλακεία. Θα ήθελε να πιστέψει ότι δεν τον είχε βιντεοσκοπήσει καν, ότι πήγε μαζί του στο γήπεδο επειδή τον γούσταρε και δεν είχε σκοπό να τον καρφώσει. Αλλά γνώριζε ότι το είχε κάνει, απλώς το βίντεο είχε σβηστεί μετά την πειστική παράσταση του δικηγόρου του, του Morrissey, ο οποίος τον είχε αθωώσει και την είχε προσάγει στο εδώλιο της κατηγορουμένης. Και όντως, έτσι ένιωθε μέσα της, εκείνη η απόλυτα ισορροπημένη γκόμενα, που ως τότε γνώριζε πώς να ανεβαίνει στα τραπέζια, είχε την τάση να πέσει, αναρωτιόταν αν η ζωή της θα ήταν ασφαλής, δηλαδή όχι ασφαλής, επιδερμική και επιπόλαια όπως είχε συνηθίσει να τη δικαιολογεί σε αγνώστους, πόσο μάλλον σε hooligans. Γιατί αν δεν ένιωθε τουλάχιστον να έχει αρχίσει να ερωτεύεται εκείνον, ένιωθε ότι μπορούσε να συμπάσχει με τον Morrissey, όποτε θ’ άκουγε πια τα τραγούδια του. ‘In the room downstairs she sat and stared’. ‘Άλλωστε’, συνέχισε η κοπέλα, ‘δεν έκανε εκείνος τίποτε. Άλλον είχα βιντεοσκοπήσει. Εκείνος είναι αθώος’, αναίρεσε πια όσα πίστευε και είχε δει εναντίον του.
Αυτό όμως είναι άνω ποταμών. Πάει πολύ. Είναι εκνευριστικά συμπαθητικό για να γίνει κομμάτι μιας ιστορίας. Σιγά τα αβγά. Γύρισε και την κοίταξε – εκείνη εξακολουθούσε να μην τον κοιτάζει – και επανέλαβε την ερώτηση κάποιου φίλου του παοκτσή. ‘Πώς γράφεις τη λέξη γάυρος? Με β ή με υ?’. Αμήχανοι τον κοίταξαν. ‘Η κοπελιά λέει μαλακίες. Εγώ του έσπασα το κεφάλι του τύπου. Είμαι ένοχος ως τα μπούνια. Άντε γαμηθείτε’. Είχε κουραστεί με όλο αυτό το πέρα δώθε και βαριόταν αφόρητα, γι’ αυτό άλλαξε στάση. ‘Όλοι αυτοί οι μαλάκες οι αηδιαστικοί.
Εκείνη είχε μείνει άναυδη. Εκείνος, αν μη τι άλλο, ήταν ευχαριστημένος από το γεγονός ότι προφανώς της άρεσαν τα τραγούδια του Morrissey. Αλλά δεν ήθελε κάποια που να ερωτευτεί τα τραγούδια, αλλά εκείνον, και γι’ αυτό προφανώς δεν αρκούσε μια συναυλία, χρειάζονταν και άλλα, που ναι, ίσως εκείνη ήταν πρόθυμη να προμηθευτεί, αλλά εκείνος όχι να δώσει. Ήταν στεγνός. Τα συνήθη αποτελέσματα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ένα από τα δυο ετερώνυμα δεν γνωρίζει πώς να χειριστεί τον παρονομαστή του για να προσεγγίσει το άλλο. Βασικά δεν είχε καν όρεξη να χρησιμοποιήσει εκφραστικά μέσα, γλωσσικά ή σωματικά. Το μόνο που θα ήθελε ήταν να δικαστεί στο Earls Court, χαμογέλασε με τη σκέψη. Πφφφ. Εν τέλει μια αξέχαστη συναυλία έλαβε χώρα στις 25/11/2006 στην Αθήνα.
I’m standing in the dock
With my innocent hand on my heart
I’ve changed my plea
I’ve changed my plea to guilty
Because freedom is wasted on me
See how your rules spoil the game
Outside there is a pain
Emotional air raids exhausted my heart
And it’s safer to be inside
So, I’m changing my plea
And no one can dissuade me
Because freedom was wasted on me
See how your rules spoil the game
Something I have learned
If there is one thing in life I’ve observed
Ι t’s that everybody’s got somebody
Ooh no, not me
So I’ve changed my plea to guilty
And reason and freedom is a waste
It’s a lot like love
Τώρα θα έπρεπε να περιμένει εκείνη τον Morrissey να την υπερασπιστεί. Αυτό αν μη τι άλλο είναι μια ηθική δικαίωση.
Σχολιάστε