Ήταν μέσα Αυγούστου, με τη ζέστη να καθιστά προβληματική κάθε μετακίνηση. Παρέμενα «ταμπουρωμένος» στο χωριό της Αττικής που ζω και για λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω στον εαυτό μου, ουδεμία διάθεση είχα να το αποχωριστώ αυτό το καλοκαίρι. Ένα απόγευμα, η ηρεμία μου διαταράχθηκε από τον ήχο του τηλεφώνου. Υπέθεσα αρχικά πώς μάλλον κάποιος φίλος θα θέλει να κάνει το γνωστό περιπαιχτικό τηλεφώνημα από τη παραλία ή έχει ξεμείνει και αυτός στο κλεινόν άστυ και βρίσκεται σε αναζήτηση άλλων «ναυαγών στην έρημη πόλη».
Τίποτα από τα δύο. «Βάλανε το έργο σε διανομή τον Αύγουστο, γιατί αναφέρεται στην Ήπειρο. Αν ήταν για την Κρήτη θα μας τα πρήζανε όλη τη χρονιά!!!». Ο φίλος από τα Γιάννενα είχε πάρει τηλέφωνο. Από μία άποψη, έχει δίκιο να εκνευρίζεται με το γεγονός του συνεχούς «ριξίματος» της Ηπείρου από το «κράτος της Αθήνας», όπως αποκαλεί την κεντρική διοίκηση. Μην φοβάστε, δεν θα γράψω ούτε για τοπικά θέματα, ούτε για το ενσαπίζον ποδοσφαιρικό κατεστημένο της χώρας μας. Η ταινία «το Όνειρο του Ίκαρου» είναι το θέμα, η οποία αναμενόταν με αρκετό ενδιαφέρον. Η συμμετοχή του Νίκου Αλιάγα και της Άννα Μουγκλαλίς αποτέλεσαν μάλιστα και αξιοσημείωτο γεγονός όχι μόνο για τα εγχώρια κινηματογραφικά δεδομένα αλλά και για τα γαλλικά. Μιας και στη Γαλλία ζει και εργάζεται κατά κύριο λόγο και ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο Κώστας Νάτσης.
Κεντρικός ήρωας της ταινίας, ένας πιτσιρικάς (Άγγελος Σιφωνιός) που θέλει να μάθει κλαρίνο και να ακολουθήσει τα μικρά μουσικά σχήματα που περιοδεύουν στην ελληνική επαρχία. Ούτε το σχολείο, ούτε τα εξ Αθηνών τηλεοπτικά μηνύματα τον συγκινούν. Πολύ περισσότερο δεν τον συγκινούν τα κηρύγματα των γονιών του. Παπάς ο πατέρας (Νίκος Αλιάγας), παπαδιά, μαυροφορεμένη αναγκαστικά και η μητέρα (Άννα Μουγκλαλίς), νουθετούνε τον μικρό σύμφωνα με έναν λόγο ξένο προς τη δική του επιθυμία. Αντίθετα, ο λόγος του «τρελού του χωριού» (Ρένος Χαραλαμπίδης) είναι αυτός που τον συγκινεί. Ο (κινηματογραφικά) τρελός αυτός τύπος θέλει να φτιάξει φτερά και να πετάξει. Θέλει να φύγει και αυτός από το απομονωμένο μέρος. Να πετάξει, μια πράξη που εμπεριέχει το ευρύ οπτικό πεδίο και την προσγείωση-επιστροφή, και όχι να φύγει μετανάστης. Από μία άποψη το δεύτερο είναι πιο εύκολο, δύσκολα όμως περιέχει και την έννοια της επιστροφής. Μετανάστης άλλωστε είναι και ο σκηνοθέτης και φαίνεται ότι αυτή η «επιστροφή» τον απασχολεί. Όντας Ηπειρώτης δεν μπορεί να «ξεριζώσει» από μέσα του τον ήχο του κλαρίνου. Αυτόν τον ήχο που καθιστά τον μουσικό ικανό να επι-κοινωνήσει με τα βουνά, με τις πέτρες και τα άγονα χώματα (κατά μία έννοια με τους θεούς τους ίδιους) και όχι αυτόν των γιαλαντζί πανηγυριών που τρυπάνε τα αυτιά μας. Και εκεί είναι που ξεκινάνε οι συγκρούσεις. Από τη μία το «πίστευε και μη ερεύνα» και την άλλη ο Ελληνικός Λόγος, που ξεκίνησε από την Ήπειρο (Δωδώνη) σε χρόνους που ακόμα δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε. Και ακόμα, η προοπτική της «καριέρας» στην Πρωτεύουσα και ο φόβος του να μην γίνει το παιδί «γύφτος». Όλα αυτά που χαλάνε την «εικόνα». Που μας χαλάνε την ευρωπαϊκή μας μόστρα, που κατεβάλλαμε τόσες προσπάθειες να κατασκευάσουμε, απαρνούμενοι τους τόπους μας, εγκλωβισμένοι σε σπίτια και γραφεία που θυμίζουν «κλουβιά». Στον αντίποδα, ερήμωση, θάνατος… Το σβήσιμο της ίδιας της Ιστορίας, που προκαλείται κατά μία έννοια από τις ίδιες «πηγές» που τη δημιούργησαν…
Ομολογουμένως, το σενάριο αγγίζει πολλές τέτοιου είδους πτυχές και δίνει την ευκαιρία για μια βαθιά αναζήτηση. Θα μπορούσε να αποτελέσει «κατάδυση» σε έναν κόσμο (αλλά και μια κοσμοθεωρία) που φαντάζει όλο και πιο μακρινός, πιο ξένος και συνάμα πιο αλλόκοτος. Βγαίνοντας όμως από τον θερινό κινηματογράφο του κέντρου της Αθήνας, οι σκέψεις μου και η συγκίνηση στην θέα των βουνών της Ηπείρου είναι αυτές που με έχουν συνεπάρει και όχι η ίδια η ταινία. Η οποία υποφέρει και σε τεχνικό επίπεδο αλλά κυρίως δεν καταφέρνει να αναπτύξει τους χαρακτήρες. Αλιάγας και Μουγκλαλίς «κινούνται» σε δικούς τους ρυθμούς και μόνο η παρουσία του Χαραλαμπίδη σώζει τα προσχήματα, μαζί με το τσιγγάνικο καραβάνι του τέλους της ταινίας και την νυκτερινή επίσκεψη του μικρού στο χωριό, όπου εξελίσσεται μια κηδεία και αναπτύσσεται διάλογος σχετικός με την εγκατάλειψη του τόπου . Και ο πιτσιρικάς ήθελε περισσότερη δουλειά, αλλά το κυριότερο είναι ότι από κάποιο σημείο και έπειτα, δίνεται η εντύπωση της απλής έως και βιαστικής διεκπεραίωσης. Κρίμα. Το υλικό προσφερόταν για πολύ ανώτερα πράγματα.
Επειδή όμως δεν θέλω να παριστάνω τον «θάφτη-κριτικό», αναφέρω ότι η «χαμένης αντήχηση» του κλαρίνου (εδώ του γνωστού Πετρο-Λουκά Χαλκιά, που κάνει και ένα πέρασμα μέσα στην ταινία) στις σχεδόν άδειες γειτονιές του κέντρου, γέννησε ένα περίεργα όμορφο συναίσθημα.
Γιάννης Καμαρινός
ΥΓ. Ντοκιμαντέρ με θέμα την Ήπειρο έχουν γυριστεί πολλά. Ταινίες όμως ελάχιστες. Σημείο αναφοράς είναι βέβαια «Η Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου ενώ φέτος αναμένουμε ακόμα μια, του σκηνοθέτη Βασίλη Δούβλη, που επιχειρεί να στήσει ένα «σκηνικό εποχής» στα ορεινά Ιωάννινα.
ΥΓ2. Εάν υπήρχαν παπαδιές σαν την Άννα Μουγκλαλίς διασκορπισμένες ανά την επικράτεια, πιθανόν το θέμα «αποκέντρωση» να μην έμενε στα χαρτιά…
Το Όνειρο του Ίκαρου
Σκηνοθέτης: Κώστας Νάτσης,
με τους: Νίκο Αλιάγα, ‘Αννα Μουγκλαλίς, Ρένο Χαραλαμπίδη, ‘Άγγελο Σιφονιό, Μιχάλη Γιαννάτο
Δ/ση φωτογραφίας: Σταμάτης Γιαννούλης
Μοντάζ: Τάκης Γιαννόπουλος
Ήχος: Γιάννης Χαραλαμπίδης
Μικρό βιογραφικό
Ο Κώστας Νάτσης γεννήθηκε στο Ριζοβούνι της Ηπείρου (εκεί όπου εξελίσσεται και η ταινία), το 1942. Βρέθηκε νωρίς στο Βερολίνο, όπου και σπούδασε πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία. Η αγάπη του για το σινεμά όμως το οδήγησε στο Παρίσι, για μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών Κινηματογραφίας και τα τέλη του ’60 τον βρίσκουν να εργάζεται ως βοηθός των André Cayatte, Pier Paolo Pasolini και René Clément. Ζει και εργάζεται, ως σκηνοθέτης και παραγωγός, στο Παρίσι.
Φιλμογραφία
1999 Innocent
1986 Taxi de nuit (doc.)
1973 L’Ecole Sauvage
1970 Le Monsieur d’an 55 (short film)
Σχολιάστε