Οι περισσότεροι εκείνο το βράδυ της Τετάρτης του Ιούνη στο Λυκαβηττό περίμεναν ν’ ακούσουν λυρική μουσική εξασφαλίζοντας μια ήρεμη κι ανώδυνη διασκέδαση που απλά θα τους μετέφερε λίγο παραέξω απ’ την έκρυθμη καθημερινότητα. Εξάλλου, το επέτρεπε η άπνoια, η γλυκιά βραδιά. Το βαλσάκι της Amelie θα ήταν το αναμενόμενο backround και πάνω σ’αυτό θα ξετυλίγονταν τα μελωδικά, ατμοσφαιρικά αριστουργήματα του χαρισματικού πολυοργανίστα από την Βρετάννη, την ακρότατη δυτική χερσόνησο της Γαλλίας, τόσο κοντινή στην κέλτικη παράδοση και τους μύθους της.
Κι όμως, έφυγαν με την σκληρή υπενθύμιση: moνοchrome floors, monochrome walls, …..Monochrome flat, monochrome life… Σαν να συλήλθε λίγο ο κόσμος μετά τη συναυλία του Yann Tiersen. Η rock εκδοχή όλων των κομματιών ανάγκαζε τα όργανα να σκιρτούν στη θεατρική αισθητική των μουσικών αποδόσεων, τα σώματα να «τραγουδούν» εκεί που δεν υπήρχαν στίχοι, τους ακροατές να ξεβολεύονται απ’ την καθιστική ακρόαση και να πλησιάζουν, ολοένα και περισσότεροι, τη σκηνή. Κι εκεί, στη σκηνή επάνω, ο Γάλλος τακτοποιούσε αυστηρά κι υπομονετικά τα «κουτάκια» του. Κι εκείνα πειθαρχημένα στον κύριό τους απελευθέρωναν έναν έναν τους απόκοσμους ήχους τους, οι οποίοι με τη σειρά τους τύλιγαν ευλαβικά τις μελωδίες των πλήκτρων, τις πληθωρικές κιθαριστικές συγχορδίες, τις καθοριστικές επιβλητικές μπασσογραμμές. Ένας drummer επικεφαλής των αρμονικών συνδιαλλαγών έδινε το ρυθμό.
Οι μουσικοί ήταν πέντε και αναλάμβαναν τόσους ρόλους ώστε να ακούγονται σαν μια πολυμελής ορχήστρα: βιολί, πιάνο, ακορντεόν, πλήκτρα, κιθάρα, μπάσσο, μελώντικα, ξυλόφωνο, ντραμς … Έτσι, όλοι οι ήχοι των οργάνων συντάσσονταν ο ένας συνδυαστικά ή παρακολουθηματικά έναντι του άλλου, δίνοντας σε κάθε κομμάτι, και ανεξάρτητα από τη διάρκειά του, τις διαστάσεις που απαιτεί η μετρημένη αισθητική του δημιουργού. Αναγνωρίσιμα μόνο τα βασικά μελωδικά συστατικά των L’Horloge, A secret place, Bagatelle, Les Bras de Mer, Kala, Qu’en reste-t-il , Amelie, …Esther, A ceux qui sont malades par mer calme.. κι όλα μαζί διασκευασμένα ώστε να μεταμορφώνουν την παιδική περιέργια, σε εφηβική εκρηκτικότητα και τέλος σε ώριμη εκφραστικότητα: ολοκληρωμένη μουσική.
Αναρωτιέμαι πόσοι κατάφεραν να αποφύγουν στις 14 Ιουνίου τα μελωδικά κύματα ενός μαγικού ταξιδιού πέρα από μονόχρωμες πραγματικότητες…
De l’endroit où je suis
On voit les bras de mer,
Qui s’allongent puis renoncent
A mordre dans la terre…
O Yann Tiersen γεννήθηκε το 1970 στη Βρέστη της Γαλλίας. Έως τα 14 διέπρεπε στο πιάνο και στο βιολί ενώ λίγο αργότερα μαθαίνει να διοικεί ορχήστρα. Παρά την κλασσική μουσική παιδεία του, όμως, τα εφηβικά του χρόνια χαρακτηρίζονται από έντονη στροφή προς τη rock μουσική και τα συγκροτήματα του είδους. Επηρεάστηκε, πάντως, έντονα και από την post-punk κουλτούρα συγκροτημάτων όπως οι Joy Division και The Stooges. H βασική δισκογραφία του περιλαμβάνει τις εξής κυκλοφορίες:
La valse des monstres /Le tambourin de soie (1995)
Rue des cascades (1996)
Le phare (1998)
Tout est calme (1999)
Amelie Original Soundtrack (2001)
L’absente (2001)
Good bye, Lenin! (2003)
Yann Tiersen & Shannon Wright (2004)
Les Retrouvailles (2005)
Έχει συνεργαστεί με τον Neil Hannon των Divine Comedy στο Live album “Black Session” αλλά και την Françoiz Breut με την a la Edith Piaf φωνή της, γνωστή από τα τραγούδια της “Si tu disais” και “Je ne veux pas quitter”. Η τελευταία του δουλειά (“Les Retrouvailles”) περιλαμβάνει συνεργασίες με τον Stuart A Staples των Tindersticks και την Elizabeth Fraser των Cocteau Twins.
Σχολιάστε