Menu

Δεν είχε περάσει και πολύ καιρός από τότε που είχε ξεκινήσει να κάνει μαθήματα ζωγραφικής.  Είχε ήδη «θυσιάσει» ένα δωμάτιο του -μα την αλήθεια- μικρού διαμερίσματος της για να μπορεί ν’ απολαμβάνει το πάθος της με περίσσια γενναιοδωρία κι ανεμελιά πετώντας χρώματα παντού και πασαλείβοντας επιφάνειες με ηδονική τελετουργία.  Το αγαπημένο της θέμα ήταν πορτρέτα με πρωταγωνιστές τυχαίους περαστικούς έξω από το παράθυρο της.  Ευτυχώς έμενε στον πρώτο όροφο και μπορούσε να έχει καλή οπτική επαφή με τα πρόσωπα που περνούσαν, κάτω από το μπαλκόνι της, πάνω κάτω τον δρόμο.Μια έκφραση, μια απλή κίνηση του κορμιού, μια λέξη ήταν αρκετά για να την διακτινίσουν με μεγάλη ταχύτητα στην ποθητή σφαίρα της φαντασίας και της έμπνευσης και ν’ ακολουθήσουν κατά συρροή δεκάδες προσχέδια, άφθονες μουτζούρες και χρώματα παντού, ακόμη και στο πρόσωπο της.  Αργά τη νύχτα καθάριζε τις μπογιές από τα μάτια της, τα χείλη της, τα μαλλιά της, για τα χέρια της δεν επέμενε πολύ, τα είχε συνηθίσει και τα άφηνε έτσι.  Τα δάκρυα είχαν αφήσει αυλάκια στα μάγουλα της και μαζί με τα χρώματα έμοιαζε με θλιμμένο κλόουν που κοίταζε με σαστιμάρα το είδωλο του σ’ έναν θολό καθρέφτη λίγο πριν ξημερώσει.

Ήταν μόνη σε αυτόν τον κόσμο κι όταν αποφάσισε να μετακομίσει στην πρωτεύουσα πραγματικά ερωτεύθηκε την θαλπωρή της πόλης.   Άλλοι νιώθουν μοναξιά, η ίδια ένιωσε έρωτα.  Όλα αυτά τα πρόσωπα, όλες αυτές οι ιστορίες που γέμισαν το μυαλό της και κατέκλυσαν την ύπαρξη της και τα υπέροχα δημιουργήματα της ως συνέπεια της συνολικής διεργασίας που συνέβαινε μέσα της ήταν λόγος για δάκρυα χαράς και εκτόνωσης.  Αυτή η εσωτερική κορύφωση ήταν η ευτυχία της, αυτή και η μουσική.

Η μουσική που δεν σταματούσε ποτέ να πετάει, να ρέει και ν’ αγγίζει κάθε επιφάνεια, κάθε μόριο αέρα μέσα στο μικρό σπίτι της.  Οι πίνακες της και η μουσική ήταν η ζωή της, αυτή η ζωή που αναγεννήθηκε, αναπλάστηκε κι αποφάσισε να ντυθεί με πολλά χρώματα, με υπέροχους ήχους για να αποδιώξει τον πόνο, το σκοτάδι, τις σκιές, την απόγνωση.  Κι όταν όλα έμοιαζαν μάταια κι αδύνατα, όταν η ψυχή κυλίστηκε στο πάτωμα μαζεύοντας όλα τα βρώμικα και κρύα αντικείμενα που κόλλησαν επάνω της, όταν το βλέμμα αρνήθηκε να εστιάσει επάνω σε οτιδήποτε φωτεινό και όμορφο ήταν η ίδια η ψυχή που αντέδρασε αυτόβουλα, οικειοθελώς και σαν υπέρλαμπρό, αυτόφωτο αστέρι άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το πινέλο.  Το πινέλο έγινε η σχεδία της ψυχής της και η μουσική η θάλασσα της.  Έτσι ακριβώς έγινε.  Έκτοτε κολυμπούσε μέσα σ’ αυτή την θάλασσα και ήταν δάκρυα ευγνωμοσύνης όλα της τα πρωινά δάκρυα, όλη της η πρωινή τρυφερότητα προς το αλλοπαρμένο είδωλο που αντίκριζε στον καθρέφτη.

Δεν είχε πολλά έξοδα πέρα των τετριμμένων.  Δεν την ενθουσίαζαν τα πολλά, τ’ ακριβά και τα μεγάλα.  Ξόδευε μόνο για τις μπογιές της, κυρίως γι’ αυτές κι αμέσως μετά για την μουσική.  Κάποιες στιγμές η  μουσική έφτανε σχεδόν την χαρά της ζωγραφικής, όταν ανακάλυπτε ένα παλιό βινύλιο σε κάποιο μπαζάρ ή ανοικτή αγορά ή κάποια δυσεύρετα σι ντι.  Κρατούσε σφιχτά τους θησαυρούς της στα χέρια της και το πρόσωπο της έλαμπε από μυστική ευτυχία, από πρωτόγονη και ζωοποιό ηδονή μα και απίστευτη προσμονή για ό,τι θ’ ακολουθούσε.  Έλαμπε ολόκληρη τόσο πολύ που οι περαστικοί γύρω της την κοιτούσαν με θαυμασμό κι επιθυμία γι’ αυτό που της συνέβαινε.
Το  ξημέρωμα στο σπίτι με την καινούργια μουσική της να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά και το πινέλο στο χέρι είχε από ώρα μετατραπεί σ’ έναν μικρό θεό που «τα πάντα εν σοφία εποίησε . .».

Ήταν και οι μέρες – νύχτες με ραδιόφωνο.  Είχε ξεχωρίσει τις αγαπημένες της εκπομπές και πρόσμενε με λαχτάρα να τις ακούσει, κυρίως τις νυχτερινές, όπου η καρδιά είχε λύσει και τα σχόλια των παραγωγών πολλές φορές ανακούφιζαν την οποιαδήποτε κρυμμένη ή φανερή ένταση.  Εκείνο το βράδυ χαμογελούσε, πριν λίγη ώρα είχε καλέσει στην εκπομπή και είχε πει στον αέρα, έτσι απλά «σας ευχαριστώ που με βοηθάτε να ζωγραφίζω, που με βοηθάτε να βρίσκω παντού την ομορφιά και να μπορώ να ζω . . .» έτσι απλά και ήταν η πρώτη φορά στην εμπειρία του παραγωγού που δεν είχε κάτι να πει.  Απλά χαμογέλασε κι αυτό το χαμόγελο ήταν εκείνη την στιγμή μια αρκετά καλή απάντηση.  Χαμογέλασε και σκέφτηκε πως πριν μερικά χρόνια η μουσική κατάφερε να του δώσει και πάλι πίσω τη ζωή . . . . . .

Image © Sayora [deviantart.com]

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.