Menu

Αντί Προλόγου…
(γράφει ο Σπυρέας Σιντ)

Το Bizar πρωτοκυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1996. Συνολικά δημοσιεύθηκαν μόλις 2 τεύχη τα οποία αφορούσαν κυρίως στον hard rock/metal χώρο (συνεντεύξεις Saviour Machine, Leviathan κ.ά αφιερώματα Pearl Jam, Danzig κ.ά) τα οποία έλαβαν καλές κριτικές από τα μόνα διαθέσιμα έντυπα μέσα της εποχής που έδιναν σημασία στον underground indie (sic) χώρο (Metal Hammer και Metal Invader – το internet ήταν πολύ μακριά ακόμα).

Το 3ο τεύχος, το οποίο από άποψης θεμάτων ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει το 1997, θα ήταν πολύ μπροστά σε σχέση με τα 2 πρώτα, με συνεντεύξεις από Paradise Lost, Theater of Tragedy, Venom, Soul Cages, Flowers of Romance, Septic Flesh και ένα πλήθος άλλων θεμάτων απο ένα πιο ευρύ φάσμα ενδιαφέροντος καθώς και μια πολύ πλούσια στήλη για demos ελληνικών groups και συνεντεύξεις, κάτι που μας είχε οδηγήσει σε μεγάλα σχέδια (έγχρωμες μαζικές εκτυπώσεις και κυκλοφορία μέσω δισκάδικων) οι οποίες όμως όλες έπεσαν στο κενό, αφού οι υπολογισμοί μας ήταν τελείως εκτός πραγματικότητας και το βάρος των Πανελληνίων μας συνέθλιψε.

Tην ομάδα του Bizar zine αποτελούσαμε κυρίως οι Cyanna, πολύ πριν γίνουμε Cyanna όταν παίζαμε αποκλειστικά για εμάς σε προβάδικα σαν Neverland και νιώθαμε τόσο έντονη την ανάγκη να αφιερώσουμε όσο περισσότερο χρόνο μπορούσαμε στη μουσική που αγαπάμε και με κάθε τρόπο. Πολύ όμορφη εποχή.
για τη συνέντευξη:

Η συνέντευξη με το Μιχάλη ήταν κάτι που προέκυψε όταν ο Γιώργος Μουζής αγόρασε το “Brilliant Mistakes”, το οποίο μόλις άκουσα και γω δεν πίστευα ότι επρόκειτο για ελληνικό group. Αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε να στείλουμε τις ερωτήσεις μας στην ταχυδρομική θυρίδα των Flowers of Romance, με την ίδια προσμονή και ενθουσιασμό όπως και με κάθε άλλη προσπάθεια για συνέντευξη από τις μεγαλύτερες ξένες μπάντες και αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μας αφού μέχρι τους FofR δεν είχε ξανατύχει να μας κερδίσει τόσο πολύ ολόκληρο album αγγλόφωνου ελληνικού group, μόνο σκόρπια ακούσματα από metal κυρίως μπάντες όπως οι Nightstalker, οι Rotting Christ και λοιπά “τέρατα” της εγχώριας σκηνής. Θυμάμαι να κάθομαι και να διαβάζω τους στίχους από το booklet και να αναρωτιέμαι αν όντως είναι Έλληνες ή απλά γεννήθηκαν εδώ..

Η Συνέντευξη…

Κατ’ αρχήν πότε ‘φύτρωσαν’ τα Ρομαντικά Λουλούδια και ποια ήταν η underground πορεία σας (αν υπήρξε) ;

Το 1981 σχηματίστηκαν οι Flowers Of Romance, σαν punk/rock σύνολο με ήχο κοντά στους Clash/ Damned/ Dead Boys. Με την πάροδο των χρόνων, ο ήχος έγινε πιο κατεργασμένος post punk, ίσως πιο μελαγχολικός, με πρώτο αποτύπωμα μια κασέτα το 1986, με τίτλο ‘ANOIS’, με 5 studio κομμάτια και 5 live.To 1988 εμφανίζεται το ‘Autumn Kids’, στη συλλογή ‘Wipe Out presents 12 Raw Greek Groups’ και το 1990 κυκλοφορεί το πρώτο LP του συγκροτήματος, το ‘Dorian Grey’. Το album παίρνει καλές κριτικές στο εξωτερικό και κομμάτια του συμπεριλαμβάνονται σε συλλογές ευρωπαϊκές. Το 1992 κυκλοφορεί το 12’’ ‘Love Means Death’, ενώ στην Αγγλία κυκλοφορεί μια κασέτα με 17 κομμάτια των FofR από την Music & Elsewhere. H εμφάνιση του 7’’ single ‘Winter Waltz/ Pleasure & The Pain’ προμηνύει το LP ‘Pleasure & The Pain’, το 1993. Στην Γερμανία το album κυκλοφόρησε από την Nyctalopia Rec. σε CD, με επιπλέον τραγούδια ενώ το group εμφανίζεται σε συλλογές μεγαλύτερων δισκογραφικών εταιρειών με μεγάλα ονόματα του gothic rock. To 1996, η FM Records προτείνει στο group συμβόλαιο για 3 albums και κυκλοφορεί το ‘Brilliant Mistakes’ σε παραγωγή Wayne Hussey. Το Μάιο του 1997, η γερμανική Hyperium κυκλοφορεί το CD single ‘Channel Z’ και εν συνεχεία το ‘Brilliant Mistakes’ σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία. Παρέλειψα λόγω χώρου σχεδόν όλες τις συλλογές.

Ποια η βασική σύνθεση του group; Πόσο εύκολη είναι όλη αυτή η κατάσταση με τους guests και πώς αντιμετωπίζονται τα τυχόν προβλήματα εξ’ αιτίας αυτού, π.χ. στα live σας;

Η σύνθεση έχει ως εξής: Μιχάλης Πούγουνας – φωνητικά, Χάρης Σταύρακας – μπάσο, Δημήτρης Κούκας – τύμπανα, Βασίλης Βασιλειάδης – πλήκτρα, Λευτέρης Στρουγκάρης – κιθάρες. Στο album, ο Αβέρκιος Χατζηαντωνιάδης, που έπαιζε κιθάρα, ήταν μέλος του group, αλλά αποχώρησε για να μείνει μόνιμα στη Νορβηγία. Οι υπόλοιποι ήταν guests. O Γιώργος Μπουσούνης από τους Ding An Sich αντικατέστησε εσπευσμένα τον Γ. Κατσάνο στα πλήκτρα μέχρι να έρθει μόνιμα ο Βασιλειάδης.

To live δεν είναι πρόβλημα, γιατί υποτίθεται ότι το line up είναι μόνιμο. Αν κάποιος «φάει το flash» να αποχωρήσει, τότε δημιουργείται πρόβλημα, που δεν είναι ανάγκη να περνάμε στον κόσμο…Γενικά οι αλλαγές στο line up, μας έχουν ταλαιπωρήσει αρκετά, αλλά πιστεύω ότι τελείωσαν.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον Wayne, ο οποίος, φαντάζομαι, είναι και ο υπεύθυνος για την καταπληκτική, πραγματικά, παραγωγή στο ‘B.M.’ και την άψογη, γενικά, εικόνα του group και πόσο δύσκολος ήταν (και είναι) ο δρόμος για το εξωτερικό;

Πρώτα αναπτύχθηκε μια φιλική σχέση, αρχικά δι’ αλληλογραφίας κι έπειτα τηλεφωνικά, μέχρι που συναντηθήκαμε στο Λονδίνο. Ο Wayne και στην Αθήνα αλλά και στο Bristol, μας απάλλαξε απ’ το άγχος και μας έδωσε μοναδικές εμπειρίες.
Το εξωτερικό απαιτεί σοβαρότητα κι επαγγελματισμό. Δεν χωράνε ηττοπάθειες και φόβοι.

Έχετε πειραματιστεί ποτέ με ελληνικό στίχο, αν όχι γιατί;

Δεν έχουμε πειραματιστεί με ελληνικό στίχο. Ποτέ. Μεγαλώσαμε ακούγοντας αγγλόφωνα συγκροτήματα και θεωρούμε την ελληνική γλώσσα κάπως τραχιά για το rock. Κάθε γλώσσα έχει τη μουσική της και χωράει στα μέτρα της μουσικής της. Δεν είναι ωραίο να αλλάζεις συνέχεια μια όμορφη λέξη, για να χωρέσει σ’ ένα μουσικό μέτρο, μέχρι να χρησιμοποιήσεις μια λέξη που να μην έχει την ίδια δύναμη, αλλά να χωρά στα μέτρα. Είναι ένα θέμα αρκετά παλκό, αυτό των στίχων και τελικά μάλλον ο καθένας τραγουδά όπως ο ίδιος εκφράζεται.
Είστε ευχαριστημένοι με την απήχηση της μουσικής σας στο ελληνικό κοινό;
Το ‘Brilliant Mistakes’ ήταν το πρώτο album του συγκροτήματος, που προβλήθηκε αρκετά, σε σχέση με τα προηγούμενά μας. Ο κόσμος το αγάπησε, το εκτίμησε και το έστειλε στις πρώτες θέσεις δημοψηφισμάτων και airplays σταθμών. Ναι, είμαστε ευχαριστημένοι…

Πώς βλέπετε τις προοπτικές και τις ευκαιρίες για καταξίωση, σ’ αυτό το ιδιόμορφο μουσικό είδος rock, μέσα στην ελληνική σκηνή;

Το gothic είναι ένα είδος rock, που δεν είναι κάτι ξένο για την ελληνική σκηνή. Υπήρχαν αρκετά dark wave συγκροτήματα στην δεκαετία του ’80 και τώρα το gothic είναι κάτι που έχει γίνει αποδεκτό κι από άτομα που ακούν metal. Όπως στο εξωτερικό, έτσι μάλλον και στην Ελλάδα, το gothic δίνει λύσεις στο metal και το metal στο gothic. Αυτό σημαίνει ότι μεγαλώνει το ακροατήριο κι ενδιαφέρεται περισσότερος κόσμος. Ίσως τα ‘90s να είναι gothic για την Ελλάδα.

Το εν λόγω album, αποτελεί μια σύνθεση αρκετών μουσικών κατευθύνσεων, με άφθονους πειραματισμούς πάνω σε funk, jazz, hard rock και gothic. Αυτή η φιλοσοφία θα διατηρηθεί και στο μέλλον, ή σκοπεύετε να κατασταλάξετε σε ένα κάπως πιο συγκεκριμένο και σταθερό μείγμα;

Στα προηγούμενα albums οι Flowers ήταν μονόπλευροι, χωρίς εκπλήξεις. Στο ‘Β.Μ’ εμφανίστηκαν πιο εύκαμπτοι, πιο εξελίξιμοι και πλούσιοι σε μουσικά στοιχεία. Το group ξεπέρασε τους ενδοιασμούς του σχετικά με μουσικές κατευθύνσεις και τα προσάρμοσε όλα μέσα στο προσωπικό ύφος των Flowers Of Romance. Δεν είναι εύκολο, είναι όμως όμορφο, χρειάζεται ψάξιμο και μας είναι αναγκαίο.

Τι εμπνεύσεις και εμπειρίες σε έχουν ωθήσει σε τόσο αλληγορικό και ποιητικό στίχο;

Το album δεν έχει και πολλές αλληγορίες. Εκτός του ‘Black Snow’, που είναι “too much” όπως ο στίχος ‘..28 years in the open sea..’ που έχει να κάνει με τα 28α γενέθλιά μου, τα πιο πολλά είναι πράγματα υπαρκτά. Έβρεχε όταν έγραφα το ‘All I Can Remember’, είναι αληθινές οι καταστάσεις που περιγράφονται στο ‘A Word From The Gutter’ και το ‘Crying Puppet’ υπερβάλλει όταν μιλά για ‘μια γυναίκα που είχε τις καρδιές των εραστών της στους τοίχους σαν τρόπαια’, αλλά αν αλλάξεις τις ‘καρδιές’ με ‘φωτογραφίες’, τότε το νόημα γίνεται απλό. Ίσως να ‘ναι «δύσκολοι οι στίχοι μερικές φορές, αλλά τους γράφω πρώτα για εμένα και κυρίως μέσα από εμπειρίες μου.

Ποιες είναι οι πραγματικές σας επιρροές και ποια κατά τη γνώμη σας τα πιο αξιόλογα groups της παγκόσμιας σκηνής, σήμερα;

Μας επηρέασε μια πλειάδα μουσικών από διάφορα είδη : οι Chameleons, ο Satie, οι Mission, o Wim Mertens, o Jan Garbarek, o Nusrat Faten Ali Khan, o Hector Zazou, o David Sylvian, o Michael Brook, οι Doors, οι Die Krupps, o Ennio Morricone, οι Pink Floyd κ.ά. Πολύ αξιόλογο group είναι οι Nine Inch Nails, oι Prodigy, oι Orbital, οι Paradise Lost, Merilyn Manson κ.ά.

Σαν καλλιτέχνες υπάρχει κάτι, πάνω στο οποίο θέλετε να πειραματιστείτε και είναι αρκετά μακριά από αυτό, που ήδη κάνετε, ένα απωθημένο δηλαδή, γιατί, απ’ τη δουλειά σας είναι εμφανές ότι έχουμε να κάνουμε με αεικίνητα και ανήσυχα πνεύματα;

Απωθημένα υπάρχουν πολλά. Ευτυχώς, οι μουσικοί ορίζοντες του group έχουν διευρυνθεί τόσο ώστε να βάλουμε ό,τι στοιχεία μουσικής θέλουμε. Το πρόβλημα είναι να τα παίξουμε σωστά και να τα βάλουμε έτσι ώστε να μην ξενίζουν. Τα μουσικά είδη πια, δεν έχουν όρια. Πάντα θα υπάρχει όμως αυτό το «γαμώτο, άκου τι ωραίο κομμάτι, μακάρι να το είχα γράψει εγώ…».

Τέλος, τι υπάρχει στο κοντινό, αλλά και στο μακρινό μέλλον για τους FofR;

Έχουμε να κάνουμε πρώτα απ’ όλα συναυλίες. Επειδή υπάρχει έντονο ενδιαφέρον, κυρίως στην Γερμανία, για το συγκρότημα μάς έχει ζητηθεί να περιοδεύσουμε εκεί. Όταν όλες οι λεπτομέρειες διευκρινιστούν, θα τα μάθετε. Από την άλλη εκκρεμεί το υλικό για το νέο album, το οποίο θέλει να δουλέψει ο Hussey μαζί μας, όπως μου έχει ο ίδιος επανειλημμένα πει. Αυτό είναι κάτι που θα έχει να γίνει την καινούργια χρονιά όμως. Ελπίζουμε να είσαστε όλοι καλά μέχρι να τα ξαναπούμε και ευχόμαστε να βρεθούμε σε κάποιο live.

Επίλογος…

Η στιγμή αυτή είναι συγκινητική για εμάς από διάφορες σκοπιές: τόσο οι FofR όσο και η μετενσάρκωση τους, οι Nexus, δεν υφίστανται πλέον, όπως και η Cyberdelia records του Μιχάλη Πούγουνα. Επίσης το Bizar zine μας όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά δεν πρόλαβε να δημοσιέυσει αυτή τη συνέντευξη ποτέ. Η εμπειρία του Bizar κυρίως, αλλά και η επαφή εκείνη με τους FofR αποτελούν κομμάτια της διαδικασίας που μας οδήγησαν στους Cyanna και τα λόγια του Μιχάλη περί ελληνικής πραγματικότητας ακόμα ηχούν στα αυτιά μας, πολλές φορές χωρίς καν να συνειδητοποιούμε από ποιον τα πρωτακούσαμε.
Kαι το ερώτημα είναι: τώρα, σχεδόν μια δεκαετία μετά το 1997, πόσα έχουν αλλάξει και πόσα έχουν μείνει ίδια;

___________________________________________________________

H συνέντευξη έγινε από το Σπύρο Σιδηρόπουλο για το Bizar zine το 1997.
Copyright ©Cyanna & Lost Echoes.com
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή – ολική ή μερική, του περιεχομένου του παρόντος κειμένου χωρίς προηγούμενη άδεια από τα (παραπάνω αναγραφόμενα) πρόσωπα και μέσα που κατέχουν το ©copyright.

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.